Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

Μαχαραγιάς στην Ινδία!

» Ο 94χρόνος Γιώργος Καρεφυλάκης αναστοράται

Νά ‘µαστε πάλι, στη φιλόξενη και σκιερή αυλή του κ. Γιώργου Καρεφυλάκη για να µας διηγηθεί µια ωραιότατη ναυτική ιστορία.

Θα ήτανε, κύριε δάσκαλε, Καλοκαίρι του 1968 και στάλθηκα από την Εταιρεία, µε ειδική αποστολή, όχι ως πλήρωµα, στην Καλκούτα της Ινδίας.

Άλλαξα τρία καράβια µέχρι να φτάσω, από Πειραιά έως στο Ντακάρ της Σενεγάλης το πρώτο, από Ντακάρ έως στο Ντέρµπαν της Νοτίου Αφρικής το δεύτερο και από  Ντέρµπαν έως Καλκούτα το τρίτο.

Πήγα, όπως είπαµε, όχι ως πλήρωµα, αλλά µε ειδική αποστολή, για το συµφέρον της εταιρείας, όπως έµαθα αργότερα, να επιβλέψω ως ειδικός, την λειτουργία έξι µεγάλων µηχανών 150 ίππων αναρρόφησης σταριού  από το ένα καράβι στο άλλο.

Η ναυτιλιακή εταιρεία του εφοπλιστή Χαλκούση είχε αναλάβει να µεταφέρει από την Αµερική στην Ινδία µεγάλες ποσότητες σταριού.

Χρησιµοποιούσε µεγάλα τάνκερ, που είχαν επιµελώς καθαριστεί και έβαζαν χύµα το στάρι στα αµπάρια του πλοίου. Όµως τα τάνκερ έχουν µεγάλο βύθισµα και στην Καλκούτα το λιµάνι που είναι στο δέλτα του ποταµού Γάγγη είχε πολλές  «ρηχαδούρες» (ανάβαθα σηµεία) και δεν µπορούσε έτσι βαρυφορτωµένο να µπει στο λιµάνι.

Ναύλωνε, λοιπόν, από εκεί η εταιρεία  µικρότερα πλοία, έκανε µερική µεταφόρτωση, ξαλάφρωνε το τάνκερ και έµπαινε µετά κανονικά στο λιµάνι για την τελική εκφόρτωση.

Ερχόταν δίπλα-δίπλα στο τάνκερ το άδειο καράβι, εγώ υπεύθυνος σε έξι µεγάλες µηχανές – αντλίες 150 ίππων  η καθεµιά, τραβούσα από τα αµπάρια µε σωλήνες το στάρι και το µετέφερα στο άλλο καράβι. Οι εργάτες ντόπιοι, δούλευαν και αυτοί ασταµάτητα και ‘‘έσπρωχναν’’ το στάρι ακόµα και µε τα πόδια τους στο σηµείο αναρρόφησης.

Εγώ δεν τα ‘‘έβρισκα’’ µε τον υπεύθυνο της εταιρείας στο ποσό των χρηµάτων και µου έλεγε πως θα µε πάει στο ‘‘αφεντικό’’.

– Πήγαινέ µε του, λέω. Αφού µιλήσαµε µε το ‘‘αφεντικό’’ µου λέει «Κύριε  Γιώργο, δεν θέλω ούτε λεπτό καθυστέρηση, πρέπει να ελαφρύνουµε το τάνκερ όσο το δυνατόν γρηγορότερα να µπει στο λιµάνι να αδειάσει και να φύγει για νέο δροµολόγιο και τα λεπτά, χαλάλι όσα µου γύρεψες»

Εγώ πιστός στον λόγο µου, προσπαθούσα µε όλες µου τις δυνάµεις, ‘‘ξελιµπάραµε’’ (ελαφρύναµε το φορτίο) και το καράβι έµπαινε έγκαιρα στο λιµάνι.

Όµως άγρυπνος 2-3 εικοσιτετράωρα, µέσα στη σκόνη και στη ζέστη δεν ήταν εύκολη δουλειά, ούτε για µένα ούτε για τους ντόπιους εργάτες και καλά εµένα µε τάιζε το καράβι, αυτούς όµως κανείς και η πιο µεγάλη  έγνοια για µένα ήταν να σπρώχνουν το στάρι στον πάτο, στην ‘‘µπούκα’’ της σωλήνας για να το τραβάει η µηχανή, πολλές φορές  τους έπαιρνε και ο ύπνος, κι εγώ τους καλόπιανα, δίνοντας τους κανένα τσιγαράκι.

Όταν ‘‘ξελιµπάραµε’’ το τάνκερ και έµπαινε στο λιµάνι εµένα τέλειωνε η δουλειά µου και, προσέξτε, µου είχαν κλείσει δωµάτιο στο καλύτερο ξενοδοχείο της Καλκούτας µε πληρωµένα όλα τα έξοδα.

Πιο κάτω ήταν και ένα µπαρ ελληνικό, Ησαΐας το λέγανε, το µόνο ελληνικό που είχε, είναι ότι έπαιζε πότε πότε κανένα ελληνικό τραγούδι, σύχναζαν ναυτικοί και λέω ας πάω ίσως βρω κανένα πατριώτη.

Ξεκινώ, κουστουµαρισµένος µε τα πόδια και να, στα πρώτα βήµατα που έκαµα, έρχεται και σταµατάει δίπλα µου ένα ‘‘ταξί’’, µε κατάλαβε ο ‘‘ταξιτζής’ και µου λέει «Ησαΐας µπαρ».

– «Ναι» του λέω και µου κάνει νόηµα να µπω στο ταξί να µε πάει..

Κοιτάζω να δω το ταξί και βλέπω  ένα οµορφοφτιαγµένο αµαξάκι, µε καθίσµατα, κουρτίνες και οροφή µε δυο ρόδες και δυο χερούλια και που όλη αυτή την ωραία κατασκευή την τραβούσε τρέχοντας ο ‘‘ταξιτζής’’.

– «Όχι», του λέω, θα πάω µε τα πόδια.

– «Ανέβα» µου λέει…

Να πηγαίνω εγώ στο πεζοδρόµιο  και αυτός δίπλα µου στο δρόµο να µου ‘‘κολλάει’’ και να µου λέει, ανέβα.

Εµένα δεν το χωρούσε ο νους µου,  να ανέβω στο ‘‘ταξί’’ και να µε πάει ο άνθρωπος, σέρνοντας, αντί για άλογο, το ταξί του.

Τι στο καλό, Μαχαραγιάς ήµουνα!!!

– «Όχι» του λέω, θα πάω µε τα πόδια.

Τότε, µου δείχνει µε νοήµατα, όπως µε νοήµατα γινόταν και οι προηγούµενες συνεννοήσεις µας, ότι έχει τέσσερα παιδιά και δεν έχουν να φάνε…

Με κρύα καρδιά ανέβηκα και µε πήγε λίγα µέτρα παρακάτω, γιατί είχαµε σιµώσει στο µπαρ και του έδωσα πέντε ρουπίες, ποσόν σχετικά µεγάλο, σχεδόν ένα µεροκάµατο, µου έδινε τα ρέστα, αλλά ντράπηκα όχι µόνο να τα πάρω αλλά και που ανέβηκα να µε κουβαλήσει τραβώντας το  ‘‘ταξί’’ µε τα χέρια του.

Έµεινα περίπου  4 µήνες στην Καλκούτα κάνοντας τη συγκεκριµένη δουλειά που προανέφερα αλλά απέφυγα να ξαναπάω στο µπαρ Ησαΐας , φοβούµενος µην ξανασυναντήσω τον φτωχό εκείνο βιοπαλαιστή, τον λυπήθηκε η ψυχή µου.

*Για την καταγραφή και επιµέλεια του κειµένου Γεώργιος Μανιαδάκης – συν/χος δάσκαλος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα