Ο Μοχάντας Καραμσάντ Γκάντι γεννήθηκε στις Ινδίες το 1869. Ηταν από οικογένεια εύπορη. Ο παπούς του και ο πατέρας του είχαν διατελέσει ηγεμόνες δηλαδή κυβερνήτες, στην μικρή ηγεμονία του Πορμπαντάρ.
Σύμφωνα με τα έθιμα της Ινδίας, όταν ήταν ακόμη νήπιο, η οικογένειά του τον αρραβώνιασε με την θυγατέρα μιας άλλης οικογένειας από την δική τους κάστα.
Εξαιτίας όμως της παιδικής θνησιμότητας που πάντοτε βρίσκεται σε έξαρση στην Ινδία, και η πρώτη και η δεύτερη μνηστή του Γκάντι πέθαναν πολύ μικρές, έτσι όταν ο Γκάντι ήταν περίπου επτά ετών οι γονείς του τον αρραβώνιασαν με την μελλοντική σύντροφο της ζωής του την Καστουρμπά την οποία παντρεύτηκε επειτα από επτά χρόνια, όταν δηλαδή ο νεαρός Μοχάντας ήταν δεκατεσσάρων χρόνων.
Η Καστουρμπά θα μείνει στο πλευρό του 60 ολόκληρα χρόνια και θα του δώσει τέσσερα παιδιά.
Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ο Γκάντι πηγαίνει στο Λονδίνο, για να σπουδάσει Νομικές επιστήμες. Σε τρία χρόνια ακριβώς παίρνει το δίπλωμά του και πηγαίνει να δικηγορήσει στην Βομβάη. Οπως ομολογεί ο ίδιος, στην Αγγλία διάβασε σε Αγγλική μετάφραση την Καινή Διαθήκη, όπου τον εγοήτευσε η επί του Ορους Ομιλία.
Ωριμος άντρας πια και δικηγόρος αντιλαμβάνεται σε ποιες απαίσιες, δυσβάστακτες συνθήκες ζούσαν οι συμπατριώτες του, κάτω από το τυραννικό καθεστώς της Αγγλικής αποικιοκρατίας.
Μια μέρα ένας Βρετανός υπάλληλος, στον οποίον παρουσιάζει μια αίτηση, χωρίς αιτία και αφορμή που λένε, τον πετά έξω απ’ το γραφείο του με τις κλωτσιές. Από τέτοιου είδους συμπεριφορές μεγάλες πίκρες αρχίζουν να στάζουν στην καρδιά του, γι’ αυτό όταν μετά από δυο χρόνια μια εμπορική εταιρεία του προτείνει να πάει για ένα μόνο χρόνο στη Νότιο Αφρική ο Γκάντι δέχεται αμέσως.
Ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα έμενε είκοσι χρόνια εκεί. Αυτό το έκαμε διότι θεώρησε απαραίτητη την παρουσία του ανάμεσα στους ξενιτεμένους συμπατριώτες του.
Οι φυλετικές διακρίσεις βρίσκονταν σε έξαρση στην περιοχή αυτή, συγκεκριμένα στο Γιοχάνεσμπουργκ όπου ο Γκάντι άνοιξε δικηγορικό γραφείο. Ολα τα προνόμια τα είχαν οι Λευκοί. Απαγορευόταν στους Ινδούς “κούλι” και στους μαύρους σχεδόν τα πάντα.
Τους επιτρέπονταν μόνο όσα δεν απαγορευόταν. Για να κυκλοφορήσουν μετά τις 9 το βράδυ χρειαζόταν ειδική άδεια. Απαγορευόταν να συγκατοικούν και να συνομιλούν με λευκούς. Απαγορευόταν να μπαίνουν στα ίδια λεωφορεία μαζί με τους λευκούς και απαγορευόταν επίσης να πηγαίνουν στα ίδια σχολεία μ’ αυτούς.
Οταν δε η κυβέρνηση αποφάσισε να αφαιρέσει το δικαίωμα της ψήφου από τους συμπατριώτες του, τότε ο Γκάντι δείχνει τα πρώτα δείγματα του ηθικού του μεγαλείου.
Εξεγείρεται, αρνείται να το δεχτεί, διαμαρτύρεται και αρνείται να δεχθεί τις φυλετικές διακρίσεις. Ολες όμως αυτές οι αδικίες, οι ταπεινώσεις, δεν κατορθώνουν να σπείρουν το μίσος στην ψυχή του.
Τότε γίνεται κάτι το πρωτοφανές. Το Τρανσβαάλ θέτει σε εφαρμογή ένα απαίσιο νόμο (τον Ασιατικό νόμο), που υποχρεώνει τους Ινδούς να εγγραφούν σε ορισμένα μητρώα και να έχουν ειδική ταυτότητα. Κάτι ανάλογο που έκανε ο Χίτλερ στους Εβραίους πριν τους στείλει στα κρεματόρια. Οι κούληδες αντιδρούν έντονα, και ο Γκάντι καθιερώνει τη νεά τακτική του ορόσημο και για τον ίδιο και για την Ινδία:
Την Σατναγκράχα, που λέει «Να μην κάνεις ποτέ κακό στον αντίπαλό σου. Η βία είναι βία. Είναι μέσο καταδικασμένο, και πρέπει κανείς να την αποφεύγει, πάντοτε. Με την παθητική αντίσταση πρέπει να πειστεί ο αντίπαλος για το δίκιο σου. Αντί να τον κάνεις να υποφέρει, είναι προτιμότερο να υποφέρεις ο ίδιος, για να τον βγάλεις από την πλάνη του, και με το τίμημα ακόμα της θυσίας, να τον αναγκάσεις να οδηγηθεί στην αποκατάσταση της αλήθειας.
Με την παθητική αντίσταση πρέπει να πειστεί ο αντίπαλος ότι δεν θέλεις να του κάνεις κακό. Πρέπει να πειστεί για την ειλικρίνειά σου. Πρέπει να κατακτήσεις την καρδιά του, με τις ταλαιπωρίες τις οποίες υποβάλλεσαι και όχι να τον πληγώσεις. Αυτή είναι η Σατναγκράχα!»
Η θεωρία αυτή είναι ασύλληπτη για ένα Ευρωπαίο επαναστάτη και γεννά αμφιβολίες για την επιτυχία της στην πράξη. Ακόμη και οι ηγέτες του Ινδικού κινήματος αντιδρούν κατά του Γκάντι, και βάζουν ανθρώπους τους και τον ξυλοκοπούν άγρια. Οταν συνέρχεται από το ξύλο, συνεπής στις ιδέες του πηγαίνει στην Αστυνομία και απελευθερώνει τους δράστες που είχαν συλληφθεί.
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Γκάντι σπεύδει να βοηθήσει τη Βρετανία. Πεντακόσιες χιλιάδες Ινδοί παίρνουν μέρος σε όλα τα μέτωπα υπέρ της Γηραίας Αλβιόνος. Κατά την διάρκεια του πολέμου οι Αγγλοι είχαν δώσει υποσχέσεις για την ανεξαρτησία των Ινδιών. Ουδέποτε όμως τήρησαν τις υποσχέσεις τους.
Οι Ινδοί αισθάνονται πληγωμένοι. Ο Γκάντι τότε κηρύσσει την καθολική απεργία, την αποχή από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Ολόκληρη η Ινδία παραλύει. Αρχίζουν οι συγκρούσεις του πληθυσμού με τις βρετανικές δυνάμεις και τα πεζοδρόμια και οι δρόμοι βάφονται με αίμα.
Στις 15 Απριλίου 1919 οι Εγγλέζοι ανοίγουν απροειδοποίητα πυρ κατά του συγκεντρωμένου πλήθους. Πεντακόσοι πενήντα νεκροί και χίλιοι οκτακόσιοι τραυματίες.
Ο Γκάντι δίνει τότε το σύνθημα της χωρίς βία αντίστασης στις αρχές, της ανυπακοής στους νόμους και την άρνηση συνεργασίας με τους Αγγλους. Ο ίδιος συλλαμβάνεται φυλακίζεται και καταδικάζεται σε έξι χρόνια φυλακή.
Υστερα από δύο χρόνια αποφυλακίζεται με διετή αναστολή.
Φτάνουμε στα 1925. Αρχίζει νέος αγώνας για τους απόκληρους της ινδικής κοινωνίας. Τους Παρίες. Ο Γκάντι τους χαρακτηρίζει “παιδιά του Θεού” και προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις του να εξαλείψει το στίγμα αυτό του Ινδικού πολιτισμού.
1928. Κηρύσσει το σύνθημα της παθητικής αντίστασης και πάλι. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται πάλι μαζί με χιλιάδες οπαδούς του. Οι Ινδοί κηρύσσουν τότε ένα γενικό μποϋκοτάζ. Η βρετανική κυβέρνηση υποχωρεί και αποφυλακίζει τον Γκάντι.
Ολες αυτές οι δοκιμασίες δημιουργούν ένα φωτοστέφανο αγιότητος γύρω από τη μορφή του. Ο λαός τον λατρεύει, και τον ονομάζει Μαχάτμα (μεγάλη ψυχή – Αγιος). Με το όνομα αυτό θα περάσει στην Ιστορία.
Ανάμεσα στις μεγάλες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας τις οποίες εξεμεταλλεύονταν οι Αγγλοι ήταν το βαμβάκι.
Τι έκαναν λοιπόν οι Αγγλοι. Αγόραζαν το βαμβάκι των Ινδιών σε εξευτελιστική τιμή, το επεξεργάζονταν και το βιομηχανοποιούσαν στην πατρίδα τους και στη συνέχεια το ξαναπουλούσαν, έτοιμο πια ύφασμα, στην τεράστια αγορά των Ινδιών. Ο συναγωνισμός λοιπόν των χειροποιήτων υφασμάτων με τα έτοιμα ήταν άνισος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ένα εκατομμύριο υφαντές και υφάντρες των Ινδιών πέθαναν από ασιτία.
Ο Γκάντι πιστός στην αξία της οικιακής εργασίας έδωσε πρώτος το παράδειγμα, αγόρασε τον υφαντικό τροχό, τον τοποθέτησε μέσα στο σπίτι του και άρχισε να γνέθει και να υφαίνει, παροτρύνοντας τους Ινδούς να γνέθουν και να υφαίνουν μόνοι τους τα υφάσματά τους.
Εκατομμύρια Ινδοί ακολούθησαν το παράδειγμά του. Η εικόνα του να γνέθει και να υφαίνει, καθισμένος σταυροπόδι σπίτι του, γέμισε τα έντυπα όλου του κόσμου.
Ερχόμαστε τώρα στα 1930. Ο Γκάντι πρωτοπόρος και πάλι μπαίνει επικεφαλής μιάς τεράστιας πορείας 200 μιλίων ως την θάλασσα διαμαρτυρόμενος κατά της βαριάς φορολογίας στο αλάτι, που αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο και μαζεύει συμβολικά μια μικρή χούφτα αλάτι. Οι Iνδοί που τον ακολουθούν αψηφούν τους τελωνειακούς υπαλλήλους και μαζεύουν μόνοι τους το αλάτι τους. Τραυματισμοί, συλλήψεις. Εκατό χιλιάδες Iνδοί ρίχνονται στις φυλακές. Συλλαμβάνεται και ο ίδιος. Ο Αγώνας όμως συνεχίζεται.
Η βρετανική κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται πια ότι έχει να κάνει με ένα μεγάλο εθνικό ηγέτη, σπεύδει να τον αποφυλακίσει, και εφαρμόζει ένα αξίωμά της που λέγει: «είναι σοφό να συμβιβάζεσαι».
Ταυτόχρονα προβαίνει σε μερικές παραχωρήσεις και κατορθώνει να σταματήσει το συνεχώς διογκούμενο κίνημα της ανυπακοής.
Ο Βασιλιάς της Αγγλίας τον καλεί να επισκευθεί επισήμως τα ανάκτορα. Πηγαίνει ντυμένος φτωχικά, με τον απλό χιτώνα του, τα απλά σανδάλια του Σκανδαλίζεται ο Τσώρτσιλ και αποκαλεί τον Γκάντι “μισόγυμνο φακίρη”.
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. 1941. Ο Γκάντι φυλακίζεται και πάλι, γιατί ζητά για πολλοστή φορά την αποχώρηση των Αγγλων από τις Ινδίες. Ενώ ο πόλεμος μαίνεται οι Γερμανοί προσπαθούν να παρασύρουν τον Ινδικό λαό σε γενική εξέγερση εναντίον των Βρετανών δίνοντας γραπτή υπόσχεση την πλήρη ανεξαρτησία των Ινδιών.
Ο Γκάντι τίμιος ως είναι, κλείνει τ’ αυτιά του στις σειρήνες του άξονα. Το 1944 η πιστή σύντροφός του πεθαίνει και οι Αγγλοι τον αποφυλακίζουν.
Το 1947 στις 15 Αυγούστου ο Γκάντι θριαμβεύει. Οι κόποι τόσων ετών παίρνουν τέλος. Ο Λόρδος Μαουντμπάντεν με μια άνευ προηγουμένου ιπποτική χειρονομία κατεβάζει με τα χέρια του, από το ανάκτορό του τη σημαία της βρετανικής Αυτοκρατορίας και στην θέση της υψώνει την σημαία της ανεξάρτητης Ινδίας.
Αποκαλεί τον Γκάντι αρχιτέκτονα της απελευθερώσεως των Ινδιών χωρίς χρήση βίας. Την ίδια στιγμή εκατομμύρια Ινδοί κλαίνε σαν μικρά παιδιά από χαρά. Ο μακροχρόνιος αγώνας τώρα δικαιώθηκε.
Ο Γκάντι όμως τη κορυφαία αυτή ώρα της ζωής του, είναι θλιμμένος. Κλαίει και νηστεύει, γιατί η Ινδία είναι χωρισμένη στα δύο.
Οι θρησκευτικές αναταραχές σπαράζουν το νεοσύστατο κράτος. Οι σφαγές μεταξύ Βραχμάνων και μουσουλμάνων δίνουν και παίρνουν. Ο Γκάντι κηρύσσει απεργία πείνας και κατορθώνει αφού έφτασε στο έσχατο σημείο εξαντλήσεως να ηρεμήσουν τα πράγματα. Με δική του τέλος πρωτοβουλία στις 17 Ιανουαρίου 1948, Ινδοί, Σίχς και Μουσουλμάνοι συγκεντρώνονται στο Νέο – Δελχί και αποφασίζουν να ζήσουν ειρηνικά μεταξύ τους.
Είναι η τελευταία μεγάλη μάχη και νίκη του Γκάντι. Μετά από δεκατρεις ημέρες ο Γίγαντας αυτός, ο κήρυκας αυτός της αγάπης, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του δολοφόνου του, την ώρα που έβγαινε από το σπίτι του, για την απογευματινή του προσευχή.
Ολη η ζωή του Μαχάτμα Γκάντι είναι συνυφασμένη με την αγάπη προς τον πλησίον. Σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να δηλώνει πως όχι μονάχα οι βέδες (τα ινδικά θρησκευτικά βιβλία, αλλά και η βίβλος και το κοράνι είναι και αυτά θεόπνευστα. Επίσης ομολόγησε ότι το βιβλίο που τον επηρέασε περισσότερο είναι η Καινή Διαθήκη και μάλιστα η επί του όρους ομιλία….
Σήμερα η σκιά του μεγάλου ηγέτη εξακολουθεί πάντα να υπάρχει πάνω στο λαό των Ινδιών και για πάρα πολλά ακόμα χρόνια θα επηρεάζει τη σκέψη εκατομμυρίων ανθρώπων.
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.