«-Απού ’χει άρματ’ ας βαστά, κι απού δεν έχει ας βρίστει!» [1]
O Γιάννης Κοντουδάκης (1908 – 2005) από το Πολεμάρχι της επαρχίας Κισάμου, ο σεμνός και ασυμβίβαστος αγωνιστής της Αντίστασης και των κατοπινών δημοκρατικών αγώνων, ο υπέροχος άνθρωπος και κομμουνιστής, που διατέλεσε βουλευτής Χανίων της ΕΔΑ το 1958 μαζί με τον αείμνηστο γιατρό Κώστα Χιωτάκη, συμμετείχε ενεργά στην Μάχη της Κρήτης στην περιοχή του Καστελιού στον κάμπο της Κισάμου.
Aπό το πολύτιμο αρχείο του μαθαίνουμε ότι στις αρχές του 1941 επιστρατεύτηκε, ως λοχίας εκπαιδευτής, στη Σχολή Αρμάτων Μάχης στην Αθήνα. Επειδή έφυγε χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς του και για να μην ανησυχούν, έστειλε στις 21 Μαρτίου 1941 επιστολή στον πατέρα του στην οποία, μεταξύ άλλων, γράφει: «Αγαπητέ πατέρα, έφυγα βιαστικά από τα Χανιά και δεν πρόλαβα ή καλύτερα δε θέλησα να σκεφθώ πως έπρεπε να ’ρθω να σας αποχαιρετήσω. Πίστευα πως κάνω ένα ταξίδι, ένα περίπατο πέστε αναψυχής και αλήθεια είχα κουραστεί στα Χανιά λόγω και δε θα μπορούσα να ησυχάσω ποτέ με τη βιάση και την ένταση που προκαλούσε ο πόλεμος. Ήρθα με καλή συντροφιά στην Αθήνα και πήγα στη Σχολή αρμάτων μάχης για μήνες ή για μέρες; Δε μπορεί να ξέρει κανείς πόσο θα κρατήσει η εκπαίδευση μου εκεί. Πάντως τον πόλεμο δεν τον καταλαβαίνουμε εδώ στην Αθήνα. Όλα σαν και πρώτα και ζωηρότερα φαίνονται […]». Από εκεί, μετά την κατάρρευση του μετώπου (6/4/41) θα δραπετεύσει με άλλους Κρητικούς φαντάρους, και παίρνει μαχητικά μέρος στη Μάχη της Κρήτης.
Η μάχη στο Καστέλι Κισάμου
Στην πολύ σημαντική μαρτυρία του ο περήφανος αγωνιστής, γράφει [2]: «Στις 15 του Μάη, ύστερα από σχετική διαταγή, παρουσιάστηκα στο Καστέλλι, σ’ ένα τάγμα νεοσυλλέκτων, σαν λοχίας εκπαιδευτής. Το τάγμα είχε δύναμη 800 νεοσύλλεχτους Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Ηρακλειώτες κ.ά. με 600 όπλα στάγιερ και 7 φυσίγγια για το κάθε όπλο, αξιωματικούς λίγους έφεδρους και υπαξιωματικούς ελάχιστους. Είχε και δύο Άγγλους στρατιωτικούς. Συνδέσμους τους λέγανε. Σύμμαχοι ήμαστε. Ανάλαβα επιλοχίας και λοχίας σιτιστής στο λόχο μηχανημάτων – χωρίς μηχανήματα – όπως λεγότανε μία μονάδα, με διοικητή το λοχαγό Εμιρζά, ένα μικρόσωμο παλικάρι – πατριώτη που τραυματίστηκε ύστερα στην πρώτη μάχη. Πρόγραμμα, εκπαίδευση, απασχόληση, προοπτική; Τίποτε τις πέντε μέρες που πέρασαν ώσπου να ΄ρθει η μεγάλη μέρα της 20 του Μάη. Τις τελευταίες αυτές μέρες η Σούδα και το λιμάνι της, τα Χανιά και η περιοχή του κάμπου βομβαρδίζονται ανελέητα. Το Καστέλλι δεν βρίσκεται σ’ αυτό το σφυροκόπημα – 24 χιλιόμετρα δυτικά του Μάλεμε – και δεν νιώθει άμεσα την αγωνία του πληθυσμού, που μετακινείται, όσος μπορεί, σε ασφαλέστερα χωριά. Ούτε έχει διαδοθεί η υπόθεση μιας μάχης με αλεξιπτωτιστές. Δεν την περίμεναν ούτε ή φρόντισαν τόσο και κρατήθηκε μυστικό αυτό το ενδεχόμενο. Την Τρίτη – 20 του Μάη – το πρωί παρουσιάζονται τα γερμανικά αεροπλάνα και πολυβολούν κάμποση ώρα καταιγιστικά την κωμόπολη και την περιοχή και σε λίγο παρουσιάζονται τα μεταγωγικά, οι «γουρούνες» όπως τις ονόμασε ο λαός. Ο λοχαγός γράφει αστραπιαία ένα χαρτί – αναφορά και μου το δίνει να το παραδώσω «επειγόντως» στο διοικητή του τάγματος. Ήταν συνταγματάρχης. Τα γραφεία του στεγάζονταν σ’ ένα παλιό κτίριο 300 μέτρα δυτικά του Γυμνασίου, που το ισόγειό του, κείνη την εποχή, χρησιμοποιόταν και σαν μουσείο. Φεύγω εγώ αμέσως για το τάγμα και ο λοχαγός μου από την άλλη, με δρασκελιές για τον Παρθενώνα, ένα μοναστήρι που βρίσκεται 250 μέτρα περίπου ανηφορικά προς τα νότια του Γυμνασίου. Έχει εγκαταστήσει εκεί, 2 – 3 μέρες πριν, 2 πολυβόλα Σαιντ – Ετιέν, που έχει βρει σκουριασμένα στα υπόγεια της υποδιοίκησης Χωροφυλακής Καστελλίου, με λίγες ταινίες φυσίγγια και πρέπει να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Τ’ αεροπλάνα συνεχίζουν να πολυβολούν και οι «γουρούνες» να στριφογυρίζουν πάνω από τον ουρανό του Καστελλιού, ανιχνεύοντας για ν’ αφήσουν το φορτίο τους ανατολικά από το ξεροποταμάκι και στην έκταση από τη θάλασσα μέχρι τον αμαξιτό δρόμο σε ακάλυπτο χώρο και λίγ’ αμπέλια. Έχει αρχίσει και συνεχίζεται η πτώση των αλεξιπτωτιστών και η ρίψη των εφοδίων τους κι εγώ έχω παραδώσει την αναφορά στο τάγμα και γυρίζω στο Γυμνάσιο. Οι στρατιώτες που έχουν ακροβολιστεί στ’ ανατολικά της κωμόπολης και άλλοι από άλλα σημεία και τα πολυβόλα από τον Παρθενώνα έχουν μπει στην μάχη. Τότε βλέπω να συντελείται αυτό που θαύμασε και χειροκρότησε η ανθρωπότητα. Τους πολίτες του Καστελλιού άφοβους κι αποφασισμένους να μας ζητούν όπλα, για να πολεμήσουν στην παράξενη μάχη. Μα που να βρεθούν όπλα, αφού δεν είχαν ούτε οι στρατιώτες; Κι έτρεξαν κι άοπλοι στη μάχη γιατί εκτελούσαν μια επιταγή της παράδοσης σ’ ανάλογες περιστάσεις της επαναστατημένης Κρήτης: «– Απού ΄χει άρματ’ ας βαστά κι απού δεν έχει ας βρίστει!» για να πάρουν από ζωντανούς εχθρούς ή όποιους σκοτωμένους και να κάνουν αυτό που θεωρούσαν χρέος στην πατρίδα. Η μάχη έχει ανάψει και τραβώ τον ανήφορο για τα πολυβολεία στον Παρθενώνα. Συναντώ στην πλαγιά τον πρώτο φαντάρο νεκρό και δίπλα του το σακίδιό του έγραφε: Σωτηρόπουλος Αγρίνιο. Άοπλος τραβούσε για τα πολυβολεία, ακάλυπτος στην εκτεθειμένη στον εχθρό πλαγιά. Ο εχθρός χτυπιέται και καθηλώνεται εκτεθειμένος στον ακάλυπτο χώρο. Τα πολυβόλα ήταν ο μεγάλος συντελεστής της νίκης στη μάχη αυτή που κράτησε ως τις 4 τ’ απόγευμα για να γίνει και η εκκαθάριση του πεδίου. Δεν ήταν πολλές οι δυνάμεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Γύρω στους 80 υπολογίστηκαν. Οι 50, νεκροί, τραυματίες και αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι διέφυγαν προς τ’ ανατολικά, στο Δραπανιά, γιατί δεν ήταν κλοιός. Μερικοί και κολυμπώντας από τη θάλασσα. Ένας μάλιστα τραυματίστηκε μέσα στη θάλασσα και βγήκε και πιάστηκε γυμνός κι έτσι ακολούθησε στην πορεία με τους άλλους για το αναρρωτήριο που οργανώθηκε αμέσως για τους τραυματίες Έλληνες και Γερμανούς. Ο γιατρός Λυγιδάκης πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες αυτές τις ώρες. Η συμπεριφορά μας άψογη. Οι δικές μας απώλειες σ’ αυτή τη μάχη ήταν 5 στρατιώτες νεκροί και ο ανθυπολοχαγός Μικάρδος από το Ρέθυμνο, και 4 πολίτες στην πρώτη γραμμή. Οι αιχμάλωτοι κλείστηκαν σε πρόχειρο κρατητήριο».
Μάχες φθοράς, βομβαρδισμοί, σκοτωμοί
Για τις επόμενες μέρες αναφέρει: «Η μάχη από το Μάλεμε ως τα Χανιά συνεχιζόταν φονικότατη. Ιδιαίτερα στ’ αεροδρόμιο και στους λοφίσκους του Γαλατά και ο απόηχος της έφτανε ως εμάς μέχρι την Πέμπτη που έπεσε τ’ αεροδρόμιο. Την Τετάρτη οι πολίτες φεύγουν, αδειάζουν το Καστέλι κι εμείς έχομε χάσει κάθε επαφή με τις εξελίξεις. Ούτε τηλέφωνα, ούτε σύνδεσμοι, ούτε πληροφορίες, ούτε διαδόσεις καλά – καλά. Την Παρασκευή τ’ απόγεμα μια ομάδα από 7 στρατιώτες μ’ επικεφαλής τον εύελπι Παπαγεωργίου, που έχει έρθει από το Κολυμπάρι, όταν διαλύθηκαν οι άλλοι, για να πολεμήσει, τράβηξαν ανατολικά, ανιχνεύοντας τον κάμπο μέχρι Νοπήγεια – Δραπανιά. Ήρθαν σ’ επαφή με Γερμανούς, συγκρούστηκαν κι ο εύελπις Παπαγεωργίου σκοτώθηκε και γύρισαν. Το Σάββατο ήταν η μέρα της δεύτερης μάχης στο Καστέλι. Οι Γερμανοί έχουν μετακινήσει δυνάμεις και από στεριά κι από θάλασσαπρος το δικό μας μέτωπο. Δεν έχουν να πολεμήσουν αλλού και το Σάββατο πρωί ύστερ’ από τρίωρο βομβαρδισμό και πολυβολισμό, εξαπολύουν μίαν ισχυρότατη επίθεση. Με τον τρίωρο τρομοκρατικό βομβαρδισμό οι κρατούμενοι αιχμάλωτοι Γερμανοί βρήκαν ευκαιρία κι έφυγαν και τράβηξαν προς την παραλία. Ξάπλωσαν στην αμουδιά σχηματίζοντας με τα σώματά τους το σήμα της σβάστικας για να προστατευτούν από τις σφαίρες και τις βόμβες των συναδέλφων τους. Η αντίστασή μας έγινε με τα λάφυρα που πήραμε από τη νίκη της Τρίτης, λίγα όπλα, λίγα φυσίγγια κι ένα αντιτανκικό πυροβολάκι με 6 φυσίγγια. Πόσο μπορούσαμε να κρατήσουμε; Η μια ώρα ήταν πολλή».
Και καταλήγει: « Διαλύθηκε το τάγμα κι ένα τμήμα συνταγμένο από 150 άνδρες περίπου, με τους έφεδρους λοχαγούς Μαρεντάκη από το Βάμο Αποκορώνου και Μυγιάκη από το Ηράκλειο, καθηγητή, τραβήξαμε νότια κι ανατολικά για Συρικάρι – Σάσαλο – Παλιά Ρούματα – Σέμπρωνα».
Σημειώσεις
1. Βλ. Σταμ. Α. Αποστολάκη, Δασκάλου – Λαογράφου, «Η Μάχη της Κρήτης στο Δημοτικό Τραγούδι του Νησιού», σελ. 14, Χανιά 1991. Εκεί στην υποσημείωση 14, αναφέρεται ότι το ριζίτικο στο οποίο περιλαμβάνεται ο παραπάνω στίχος, καταγράφηκε στο «Ημερολόγιο Συλλόγου Παλ. Ρουματιανών», Αθήνα 1980, χ. σελιδαρίθμηση (Σκουφιδογιάννης [Μπομπολάκης Γιάννης], λαϊκός ποιητής, Παλ. Ρούματα – Χανίων).
2. Η μαρτυρία με τίτλο «Η μάχη στο Καστέλλι Κισσάμου» έχει περιληφθεί στο βιβλίο των Κώστα Χατζηπατέρα και Μαρίας Φαφαλιού «Μαρτυρίες – Κρήτη 1941», σελ. 126 και 307, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1993.
Τιμή και δόξα γιαυτούς που πολέμησαν για την πατρίδα