Αυτός ο τόπος είναι μαγεμένος. Οι άλλοι δεν το βλέπουν, εγώ όμως το βλέπω.
Ο αφηγητής, κρατούμενος της πτέρυγας θανατοποινιτών σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, βλέπει τον μαγεμένο τόπο γύρω του, τα κελιά, τους διαδρόμους, τους πύργους, τα προαύλια, την αίθουσα με τα σωληνάκια, τις τεφροδόχους των νεκρών, το γραφείο του διευθυντή, την κυρία και τον παπά, τα λοφιοφόρα νυχτοπούλια και τα χρυσαφένια άλογα, τους βιασμούς νεαρών και τη διακίνηση ναρκωτικών, τη διαφθορά και τη σιωπή. Και αφού έτσι τα αντικρίζει, έτσι τα αφηγείται. Εμαθε να διαβάζει στη φυλακή, την ώρα που οι άλλοι έβγαιναν στο προαύλιο εκείνος έβρισκε καταφύγιο στη βιβλιοθήκη, πίστευε ότι έτσι θα περάσει απαρατήρητος, όμως κανείς δεν περνά απαρατήρητος στη φυλακή.
Οχι, το όνειρο του πελάτη της πτέρυγας μελλοθανάτων είναι να γλυτώσει την εκτέλεση με αντάλλαγμα τα ισόβια πίσω από τα κάγκελα. Θέλουν να ξεφύγουν από το μπουντρούμι και να μείνουν στην υπόλοιπη φυλακή. Θέλουν να βλέπουν τη μαμά τους και να τους αγγίζει. Θέλουν να βγουν στον ήλιο, να παίξουν ποδόσφαιρο, να φάνε στην τραπεζαρία μαζί με άλλους, να βλέπουν τον ουρανό και να νιώθουν τον άνεμο. Αυτά είναι τα όνειρά τους, ίσως ασήμαντα για άλλους αλλά τεράστια γι’ αυτούς. Ταπεινά όνειρα, κατά μια έννοια, κι εντούτοις είναι απίστευτα δύσκολο να τα πραγματοποιήσει ένας άνδρας στην πτέρυγα μελλοθανάτων.
Ο Γιορκ, ένοικος του διπλανού κελιού, δεν το θέλει. Δεν έχει αυτό το όνειρο, επιθυμεί το τέλος. Η κυρία προσπαθεί να τον μεταπείσει, μαζεύει όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί, ώστε στην αναψηλάφηση της υπόθεσης οι δικηγόροι του γραφείου να επιτύχουν την μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια. Η κυρία, με τα δύσκολα παιδικά χρόνια, που ξέρει πως από τύχη δεν βρίσκεται ανάμεσα στους έγκλειστους κι εκείνη. Ο ιερέας της φυλακής, απομακρυσμένος από τους κόλπους της Εκκλησίας, με το παρελθόν του να τον βαραίνει. Ο διευθυντής που μένει όσο περισσότερο μπορεί στη δουλειά, αποφεύγοντας να γυρίσει στο σπίτι του. Ο αφηγητής παρουσιάζει την ιστορία του καθενός από αυτούς, δίπλα στις υπόλοιπες μικρές ιστορίες της φυλακής, με τον δικό του τρόπο.
Και είναι αυτός ο τρόπος αφήγησης, ονειρικός και παραμυθένιος, που έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με την πραγματικότητα της φυλακής και λειτουργεί ως πέπλος στη θέση των πέτρινων τοίχων, επιτρέποντας στον αναγνώστη να αντικρίσει όσα αντέχει να αντικρίσει, χωρίς να παραλείπει να αποτυπώσει τη σκληρή πραγματικότητα και να θίξει τα κακώς κείμενα. Η Ντένφελντ, ερευνήτρια σε θέματα θανατοποινιτών, στο πρώτο της μυθιστόρημα, ασχολείται με κάτι που ξέρει καλά, με έναν τρόπο ιδιαίτερο και πρωτότυπο που διαχωρίζει τον Μαγεμένο τόπο από άλλα μυθιστορήματα φυλακής, φέρνοντας στο νου κάτι από το παραμυθένιο στυλ της Γουίντερσον, στυλ το οποίο -ακριβώς λόγω της αντίστιξης- τονίζει τη σκληρή όψη της φυλακής, ένα μυθιστόρημα κάπως υβριδικό, δύσκολο να ενταχθεί σε ένα και μόνο λογοτεχνικό είδος.
Και πέρα από την καθημερινότητα των θανατοποινιτών στη φυλακή, ασχολείται και με το καθ’ εαυτό φλέγον θέμα της θανατικής ποινής, με τη δικαίωση που βιώνουν οι συγγενείς των θυμάτων από τη μία και με τους ακτιβιστές που αγωνίζονται για την κατάργησή της από την άλλη, ενώ στη μέση τα δικηγορικά γραφεία που βρίσκουν ακόμα ένα πρόσφορο έδαφος για κέρδος.
Ενα μυθιστόρημα σκληρό, που μοιάζει με παραμύθι, με παραμύθι μαύρο και για μεγάλα παιδιά.