Yπάρχει ένα παλιό φωτογραφικό ανέκδοτο με πρωτόγονες φυλές που αρνούνταν να φωτογραφηθούν φοβούμενοι ότι η φωτογραφική συσκευή θα τους κλέψει την ψυχή. Οι πολιτισμένοι τυχοδιώκτες όμως που γελούσαν με την αφέλεια και τη δεισιδαιμονία των αγρίων δεν συνειδητοποιούσαν ότι οι διαφωνούντες δεν είχαν καθόλου άδικο. Η φωτογραφική πράξη εμπεριέχει τη μαγεία. Oχι μαγεία με την έννοια της γοητείας που όλοι νιώθουμε μέσα από τη φωτογραφική διαδικασία, αλλά μαγεία αρχέγονη και τελετουργική, απ’ αυτή που χρησιμοποιούμε για να ξορκίσουμε το κακό, να ισχυροποιηθούμε ή να κατακτήσουμε.
Η φωτογραφία εφευρέθηκε και εξελίχθηκε τον 19ο αιώνα παράλληλα με την κορύφωση της αποικιοκρατίας. Oσοι ταξιδευτές επέστρεφαν από τα πέρατα των αυτοκρατοριών έφερναν μαζί τους εκτός από εμπορικές συμφωνίες και φωτογραφικά τρόπαια. Η κατάκτηση της αποικίας ολοκληρωνόταν με τη φωτογράφιση του τοπίου και του πληθυσμού της.
Το ίδιο συνέβη και με την κατάκτηση της Αμερικάνικης Aγριας Δύσης. Ο τίτλος του λευκώματος του Timothy O’ Sullivan Framing the West εκτός από την προφανή προσπάθεια να ενταχθεί το τοπίο στο φωτογραφικό κάδρο συμπαραδήλωνε την επιθυμία ελέγχου (frame/περιορίζω) του ανθρώπου πάνω στο αχανές και μεγαλειώδες τοπίο μέσω της φωτογραφίας.
Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτά τα παραδείγματα δεν υπάρχει κάτι το μαγικό, αλλά ξεκάθαρα επιστημονικό, αφού η ισχυροποίηση επέρχεται μέσα από την κατανόηση. Ή μήπως όχι; Η επιστήμη απευθύνεται στην αναλυτική σκέψη, ενώ η μαγεία στο ασυνείδητο, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται η συνύπαρξή τους.
Και πάλι πίσω στον 19ο αιώνα, ταυτόχρονα με τη φωτογραφία αναπτύχθηκε και η επιστήμη της αρχαιολογίας. Πέρα από το γεγονός ότι η φωτογραφία έχει υπηρετήσει πολύ αποτελεσματικά αρχαιολογικές ανάγκες, οι δύο πρακτικές είναι συγγενικές λόγω μίας κοινής λειτουργίας. Και οι δύο αποσπούν ένα “εύρημα” από το περιβάλλον του και το επανατοποθετούν σε ένα νέο πλαίσιο προκειμένου να το αναδείξουν. Εν ολίγοις κάθε φωτογραφία λειτουργεί σαν ένα βάθρο όπου στέκεται ένα άγαλμα. Τη στιγμή που ο φωτογράφος πατάει το κουμπί της φωτογραφικής συσκευής εμφυσά σημασία σε αυτό που αποτυπώνει καθιστώντας το σημαντικό. Αυτή η λειτουργία είναι τόσο ριζικά σφηνωμένη στο συλλογικό μας ασυνείδητο που καθίσταται απολύτως αόρατη.
Και όμως τη χρησιμοποιούμε διαρκώς και τελετουργούμε σε κάθε περίπτωση. Είτε ως παραγωγοί, είτε ως καταναλωτές των εικόνων. Ακόμη και όταν φωτογραφίζουμε τις λακούβες στους δρόμους και στέλνουμε τις φωτογραφίες στην εφημερίδα, ταυτόχρονα με την ελπίδα επίλυσης του προβλήματος προσπαθούμε να ξορκίσουμε τα κακώς κείμενα του πολιτισμού μας. Οταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μας κλικάρουμε τις φωτογραφίες αιμόφυρτων ανθρώπων από την τάδε σύρραξη ή τη δείνα καταστροφή, ενδόμυχα μακαρίζουμε τους εαυτούς μας που δεν είμαστε στη θέση τους και απολαμβάνουμε την ασφάλειά μας. Στον αντίποδα, οι εικόνες των διασημοτήτων στο δίκτυο, την τηλεόραση και τον Τύπο μας επαναλαμβάνουν διαρκώς πως είναι σημαντικά πρότυπα και αυτό επιτυγχάνεται από τη διαρκή ανακύκλωση της εικόνας τους. Τα πορτραίτα των ηγετών σε σπίτια, σχολεία και υπηρεσίες υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τη σταθερότητα και την ισχύ του κράτους.
Εμείς οι ίδιοι όταν φωτογραφιζόμαστε ενδύουμε τον εαυτό μας στο μαγικό μανδύα που μας μεταμορφώνει σε αυτό που θέλουμε να είμαστε, ή ακόμη καλύτερα, να φαινόμαστε (η ψυχανάλυση μάς λέει ότι: αποκτούμε ολοκληρωμένη αντίληψη του εαυτού μας όταν για πρώτη φορά στη ζωή μας τον αναγνωρίζουμε στον καθρέφτη). Στην προσωπική μας ζωή φωτογραφίζουμε το αντικείμενο του πόθου μας φορτίζοντας τη φωτογραφία με όλη μας τη λαχτάρα κι αποθεώνουμε το πρόσωπο απέναντί μας. Ο καλλιτέχνης που γενικότερα φωτογραφίζει το όμορφο, το παράδοξο, τον κατ’ αυτόν επικριτέο, ουσιαστικά συγκροτεί την ταυτότητά του και μέσα απ’ αυτήν εκφράζεται ή επικοινωνεί.
Ανέκαθεν ο ρόλος της μαγείας ήταν να ικανοποιήσει μια σειρά από μικρές ανάγκες ή πιο σωστά, ανεπάρκειες. Μπορεί να μη μοιάζει κολακευτικό, αλλά ουσιαστικά είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση.
Το ότι μέσα από τις εικόνες τελετουργούμε, χρειάζεται λίγο πρωτογονισμό για να το αναγνωρίσουμε.