Τετάρτη, 17 Ιουλίου, 2024

ΜΑΪΟΣ 1919: 125 χρόνια από την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σµύρνη

» Σωστή ή λάθος απόφαση;

Στις 24 Απριλίου 1919, ο Λόϋδ Τζωρτζ χωρίς προλόγους ρώτησε το Βενιζέλο: «Κύριε Βενιζέλε, µπορεί ο Ελληνικός στρατός να πάει αµέσως, εντεταλµένος απ’ όλους µας, και να καταλάβει τη Σµύρνη;».
Η πρόταση αυτή πρέπει να έγινε ύστερα από συνεννόηση των τριών, Ουΐλσον- Τζώρτζ και Κλεµανσώ, και οφειλόταν στη βουλιµία της Ιταλίας και στις αυθαιρεσίες που έκανε στις περιοχές, που είχε αρµοδιότητα µε τη συµφωνία της Μωριέννης του 1917.
Η Αγγλία και η Γαλλία για λόγους που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συµφέροντα, δεν επιθυµούσαν την επέκταση της Ιταλίας, και επειδή φοβήθηκαν µήπως βρεθούν προ τετελεσµένων γεγονότων, αποφάσισαν µε τη σύµφωνη γνώµη του Ουίλσον να δώσουν την εντολή αυτή στην Ελλάδα. Η εντολή αυτή ήταν δοτή γιατί δεν προήλθε από κάποια διεθνή συµφωνία, αλλά δόθηκε από τους δυο συµµάχους άρα µπορούσαν ανά πάσα στιγµή να την ανακαλέσουν, πρόθεση που εκδηλώθηκε από τη Γαλλία µόλις άλλαξαν τα συµφέροντα της, δεν την πραγµατοποίησε, όµως µας άφησε στη µοίρα µας και βοήθησε τον αντίπαλον µας.
Στις 2/15 Μαΐου 1919 πριν ο ήλιος φωτίσει τη Σµύρνη η προκυµαία της πόλης, παρά το ψιλοβρόχι, είχε κατακλυστεί από χιλιάδες κόσµου, τα παράθυρα και τα µπαλκόνια όλων των σπιτιών της προκυµαίας ήταν ασφυκτικά γεµάτα µε ανθρώπους όλων των ηλικιών, ακόµη όλα τα µικρά πλοιάρια της πόλης γεµάτα µε κόσµο περίµεναν µεσοπέλαγα να υποδεχτούν τα Ελληνικά πλοία.
Μόλις ο ήλιος φώτισε τη θάλασσα στο βάθος του ορίζοντα φάνηκαν τα Ελληνικά πλοία µε µπροστάρη τον θρυλικό «Αβέρωφ», πλησιάζοντας τα πλοία στην παραλία, το τεράστιο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί µε ζητωκραυγές και αλαλαγµούς χαράς περίµεναν τους στρατιώτες. Είχε φτάσει η ογδόη πρωινή όταν οι πρώτοι εύζωνοι πατούσαν το χώµα της Σµύρνης, νεαρές κοπέλες ντυµένες στα λευκά έραιναν µε ροδοπέταλα τους ευζώνους, καθώς προχωρούσαν µε ψηλά την Ελληνική σηµαία προς το ∆ιοικητήριο, περικυκλωµένοι από πλήθος κόσµου που ζητωκραύγαζε.
Όταν περνούσαν µπροστά από τους Τουρκικούς στρατώνες, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισµοί µε θύµα τον σηµαιοφόρο των Ευζώνων, οι πυροβολισµοί που ακολούθησαν ανάγκασαν τους Έλληνες στρατιώτες ν’ ακροβολιστούν, και ν’ αρχίσουν κι’ αυτοί να πυροβολούν προς το µέρος απ’ όπου έρχονταν οι σφαίρες.
Οι Ιταλοί από τις προηγούµενες µέρες είχαν απελευθερώσει από τις φυλακές Τούρκους και άλλους καταδίκους, τους είχαν εξοπλίσει και τους είχαν καθοδηγήσει για να λάβουν µέρος σε τυχόν επεισόδια. Οµοίως προεστοί Τούρκοι είχαν εξοπλίσει και καθοδηγήσει άτακτους Τσέτες για να λάβουν µέρος στα επεισόδια.
Το τεράστιο πλήθος των ανθρώπων που είχε συγκεντρωθεί, µε τις σφαίρες να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους, πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει αλαφιασµένο. Το πανδαιµόνιο που ακολούθησε έβγαλε στην επιφάνεια όλες τις παλιές έχθρητες και τα µίση που υπήρχαν και στις δυο πλευρές του πληθυσµού. ∆εν πέρασε πολύ ώρα και ανάµεσα στο πλήθος δηµιουργήθηκε ένα εντονότατο αλαλούµ, που οδήγησε σε συγκρούσεις µε βρισιές- ξυλοφορτώσεις- λεηλασίες µέχρι και φόνους.
Πέρα από τις εχθρότητες και τα µίση που υπήρχαν στον πληθυσµό, ρόλο στις συγκρούσεις διαδραµάτισαν και ορισµένες άλλες ενέργειες. Θα είναι λάθος να µην πούµε ότι στις τοπικές αρχές, στους προκρίτους της Σµύρνης και στην εκκλησιαστική ηγεσία, κυριάρχησε η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης, µέθυσαν από τα ευχάριστα γεγονότα, παρασύρθηκαν έριξαν λάδι στη φωτιά του φανατισµού και έκαναν ενέργειες που βοήθησαν τις συγκρούσεις. Το ίδιο µπορεί να πει κανείς και για ορισµένους Έλληνες αξιωµατικούς που φανάτισαν τους στρατιώτες, και τους ώθησαν να φωνάζουν στο δρόµο εµπρηστικά συνθήµατα, και να τραγουδούνε όµοια τραγούδια, αντί να τους απαγορεύσουν να κάνουν τέτοιες ενέργειες όπως ήταν η εντολή του Βενιζέλου.
Η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν µέχρι το απόγευµα όταν οι Θεοί, και των δύο πλευρών Χριστός και Μωάµεθ, αποφάσισαν να σταµατήσουν τους σκοτωµούς µε µια κατακλυσµιαία νεροποντή µε βροντές και αστραπές. Η βροχή διέλυσε το πλήθος και σταµάτησε τους πυροβολισµούς.

Οι µουσκεµένοι Έλληνες στρατιώτες κατάφεραν ν’ ανασυνταχθούν ν’ αρχίσουν να διαλύουν τις συγκεντρώσεις, και να συλλαµβάνουν πλιατσικολόγους, οπλισµένα άτοµα, αλλά και Τούρκους στρατιώτες και αξιωµατικούς.
Μόλις ο Βενιζέλος έµαθε τα γεγονότα, που ήταν αντίθετα µε τις οδηγίες που είχε δώσει, οργίστηκε διέταξε ανακρίσεις και επιβλήθηκαν ποινές, παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα εκτέθηκε στο εξωτερικό και εµφανίστηκαν οι πρώτες αντιδράσεις.
Ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε ότι αποδέχτηκε την αποστολή στρατού στη Σµύρνη, χωρίς να εξετάσει, εάν η επιχείρηση αυτή µπορούσε να έχει αίσιον τέλος και εάν ήταν ωφέλιµη ή όχι για την Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος έχοντας το χάρισµα και την ικανότητα να βλέπει πιο µακριά, να σκέφτεται και να µελετά όχι µόνο τα σηµερινά αλλά και αυτά που θα ακολουθήσουν χωρίς να ονειροπολεί, και µε την πεποίθηση που εξ αρχής είχε ότι νικήτριες του πολέµου θα είναι οι δυνάµεις της Αντάντ, πριν τελειώσει ο πόλεµος σκεφτόταν και µελετούσε ποιες θα ήταν οι εφικτές διεκδικήσεις της Ελλάδας, από τον αναµενόµενο διαµελισµό της οθωµανικής αυτοκρατορίας.
Γνώριζε τις δυσκολίες που θα αντιµετώπιζε, αφ’ ενός µεν εξ αιτίας της καθυστερηµένης εισόδου της Ελλάδας στον πόλεµο, και αφ’ ετέρου λόγω του ενδιαφέροντος και του ανταγωνισµού που υπήρχε, µεταξύ των άλλων δυνάµεων της Αντάντ, για τα πετρέλαια της Μοσούλης και για τα άλλα συµφέροντα τους στη µέση ανατολή, στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Γνώριζε επίσης ότι, από την αρχή του πολέµου, υπήρχε δέσµευση της Αγγλίας και της Γαλλίας προς την Τσαρική Ρωσία, για να περιέλθουν σε αυτή, η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά µετά τη νίκη της Αντάντ. Αν και η υπόσχεση αυτή έπαψε να ισχύει µετά την πτώση του Τσαρικού καθεστώτος, την επικράτηση των Μπολσεβίκων του Λένιν και την απόσυρση της Ρωσίας από την Αντάντ, το ενδιαφέρον της Ρωσίας και υπό το νέον καθεστώς, για την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά δεν έπαψε.
Γνωρίζοντας όλα αυτά ο Βενιζέλος και έχοντας την ικανότητα να βλέπει µακρύτερα, προέβλεπε ότι ο ανταγωνισµός των µεγάλων δυνάµεων για την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά, θα ήταν εµπόδιο για να δοθούν αυτά στην Ελλάδα. Έτσι έκρινε ότι το συµφέρον της Ελλάδας θα ήταν να δηµιουργηθεί ένα ανεξάρτητο κράτος υπό διεθνή κηδεµονία, που θα περιλάµβανε την Κωνσταντινούπολη και τη γύρω περιοχή της, µέχρι την Καλλίπολη και ένα µέρος της Προύσας, που θα είχε επίσης και τον έλεγχο των Στενών, µε απώτερη σκέψη και µε την αναµενόµενη ένταξη στην Ελλάδα αλύτρωτων περιοχών, µελλοντικά να ενταχθούν και αυτά στην Ελλάδα.
Η δηµιουργία του διεθνοποιηµένου αυτού κράτους, έκρινε ότι ήταν η πιο συµφέρουσα λύση για την Ελλάδα, από οποιαδήποτε άλλη, εκτός από την παραχώρηση τους στην Ελλάδα την οποία δεν απέρριπτε αλλά την έβλεπε µελλοντικά. Έβλεπε επίσης ότι η Αµερική δεν δείχνει ενδιαφέρον για την Κωνσταντινούπολη, αλλά περισσότερο ενδιαφέρεται ν’ αποσυρθεί από την Ευρώπη. Η Αγγλία και η Γαλλία δεν επιθυµούσαν να δοθεί στην Ιταλία, χωρίς όµως να συµφωνούν και µεταξύ τους, έτσι έκρινε ότι η παραχώρηση τους στην Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Γι’ αυτό ο Βενιζέλος στις 30 ∆εκεµβρίου 1918 υπέβαλε στο Ανώτατο συµβούλιο της συνόδου ένα υπόµνηµα διεκδικώντας θέσεις εκεί που υπάρχει ικανός Ελληνικός πληθυσµός, βασιζόµενο στην προβαλλοµένη σ’ όλη τη διάρκεια του πολέµου αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Με το υπόµνηµα αυτό ζητούσε να ενταχθούν στην Ελλάδα, η βόρειος Ήπειρος-ολόκληρη η Θράκη µέχρι την Κωνσταντινούπολη-το σύνολο των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας- τα ∆ωδεκάνησα-τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου µαζί µε την Ίµβρο και την Τένεδο, περιοχές που υπερτερούσε ο Ελληνικός πληθυσµός.
Μια εναλλακτική πρόταση έγινε τότε από τους εµπειρογνώµονες του υπουργείου Εξωτερικών της Αγγλίας, Άρνολντ Τόϊνµπι και Χάρολντ Νίκολσον, που πρότεινε να λάβει η Ελλάδα ολόκληρη τη Θράκη και το ευρωπαϊκό έδαφος της Κωνσταντινούπολης, ώστε η Ελλάδα και η Τουρκία να έχουν µόνο θαλάσσια σύνορα, υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα εγκαταλείψει τη Σµύρνη και τη γύρω περιοχή της.
Ο Βενιζέλος προέβλεπε ότι η πρόταση αυτή δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους συµµάχους, ακόµη ίσως να επηρεάστηκε και από το γεγονός ότι στην Κωνσταντινούπολη ο Ελληνικός πληθυσµός ήταν µειοψηφία, ενώ στη Σµύρνη ήταν πλειοψηφία, ακόµη και από το γεγονός ότι σε απόλυτο αριθµό οι Έλληνες της Σµύρνης, ήταν πολύ περισσότεροι των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
Γι’ αυτό όταν του δόθηκε η εντολή για τη Σµύρνη, δεν περίµενε το αποτέλεσµα της πρότασης των Τόϊνµπι και Νίκολσον, αλλά αποδέχθηκε την εντολή και αστειευόµενος τότε είπε: «Ίσως είµαι ο µόνος Έλληνας που απορρίπτω την Κωνσταντινούπολη».
Ο Βενιζέλος κατακρίθηκε και θεωρήθηκε ότι ήταν λάθος του, που δεν περίµενε την αποδοχή ή την απόρριψη της πρότασης των Τόϊνπι και Νίκολσον, επίσης κατηγορήθηκε και θεωρήθηκε λάθος όταν είπε, έστω και αν το είπε αστειευόµενος, ότι είναι ο µόνος Έλληνας που απέρριπτε την Κωνσταντινούπολη, γιατί έτσι έδωσε όπλα στους αντιπάλους του για να τον πολεµούν.
Ο Βενιζέλος έβλεπε ότι ο Ελληνισµός, που ήταν ριζωµένος, από πολλούς αιώνες, από το Αϊβαλί µέχρι την Σαµψούντα, κινδύνευε έτριζαν τα θεµέλια του, έβλεπε στο βάθος του ορίζοντα την καταιγίδα που ερχόταν. Γνώριζε ότι στα υπόγεια της Βίλχεµστρασσε εξυφαίνονταν σχετικά σχέδια, για αφανισµό όλων των αλλοθρήσκων στη Μικρά Ασία, και από κοντά ο Γερµανός σύµβουλος των Τούρκων Λίµαν Φον Σάνδερς καθοδηγούσε τους Νεότουρκους,
Ο Βενιζέλος γνώριζε τις προθέσεις των Νεότουρκων για εθνοκάθαρση της χώρας τους, γνώριζε ότι στο συνέδριο τους στη Θεσσαλονίκη το 1911, είχαν αποφασίσει και υιοθετήσει είτε τον εκτουρκισµό µε τη βία όλων των αλλοθρήσκων- είτε την εξαφάνιση τους µε φυσική εξόντωση ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Περισσότερο των Ελλήνων και των Αρµενίων που τους θεωρούσαν εσωτερικά καρκινώµατα, είχε ήδη γίνει η γενοκτονία των Αρµενίων, και είχαν αρχίσει διώξεις χριστιανών και άλλων µειονοτήτων.
Το αίµα ήταν ακόµη νωπό και οι µνήµες ζωντανές, δεν ήταν λοιπόν στην ιδιοσυγκρασία του Βενιζέλου να κλείσει τα µάτια του και να βουλώσει τ’ αυτιά του στις κραυγές των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που, βλέποντας να πλησιάζει και ο δικός τους διωγµός, ζητούσαν προστασία.
Ο Βενιζέλος πίστευε ότι οι επιδιώξεις περιέχουν και κινδύνους γι’ αυτό δεν φοβόταν να παίρνει ρίσκα, δεν υποχώρησε λοιπόν στις όποιες τυχόν δυσκολίες. Πάνω απ’ όλα ήθελε να αποσοβήσει τον κίνδυνο, που διέτρεχε ένας Ελληνικός πολιτισµός ηλικίας πάνω από δυόµισι χιλιάδες χρόνια, και ένας Ελληνικός πληθυσµός πάνω από ενάµιση εκατοµµύριο που ζούσε και προόδευε στα εδάφη αυτά, γι’ αυτό ο Βενιζέλος αποδέχτηκε την πρόταση και έστειλε στρατό στη Σµύρνη. Στη Σµύρνη που ήταν και εσώτερη επιθυµία του, όνειρο του, έχει γραφτεί ότι είχε τύφλωση µε την Σµύρνη.
Όταν το 1919 ο Βενιζέλος αποδεχόταν την πρόταση των συµµάχων µας ν’ αποστείλει στρατό στη Σµύρνη, υπολόγιζε ότι θα έχει την υποστήριξη τουλάχιστον της Αγγλίας και της Γαλλίας, σε όποιες τυχόν αντιδράσεις παρουσιάζονταν από την Τουρκία, σ’ αυτό το σηµείο ίσως έκανε ένα λάθος, το λάθος ήταν η υπερεκτίµηση της υποστήριξης του Λόϊντ Τζώρτζ και η υποτίµηση άλλων παραγόντων της Αγγλικής πολιτικής, όπως του υπουργού εξωτερικών Άρθουρ Μπάλφουρ, του υπουργού στρατιωτικών Τσώρτσιλ, και ακόµη τις επιφυλάξεις του Νίκολσον και του Κέρζον, η υπερεκτίµηση αυτή ίσως τον παρέσυρε και δεν επεδίωξε να πάρει περισσότερες διασφαλίσεις.
Παρασύρθηκε ακόµη από την αυτοπεποίθηση που είχε για τον εαυτό του, και για την ικανότητα του να συµβιβάζεται και να προσαρµόζεται µε τις συνθήκες που κάθε φορά επικρατούσαν, ακόµη γιατί ποτέ δεν σκέφτηκε ότι υπήρχε πιθανότητα να µην είναι ο ίδιος στο τιµόνι της χώρας, κατά την διάρκεια της εκστρατείας, ώστε ν’ αναρωτηθεί εάν οι πολιτικοί του αντίπαλοι είχαν τις δυνατότητες να διαπραγµατευθούν και να την φέρουν εις αίσιον πέρας.
Ο Βενιζέλος υπολόγιζε επίσης στη σύµπραξη µε το κράτος της Αρµενίας, που οι µεγάλες δυνάµεις ετοιµάζονταν να δηµιουργήσουν, και σκεφτόταν την δηµιουργία µε τους ποντίους µιας Ποντοαρµενικής οµοσπονδίας, δεν µπορούσε να προβλέψει ότι η Αµερική θα άλλαζε στάση στο θέµα της Αρµενίας.
Ο Βενιζέλος δεν µπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν είχε τη διορατικότητα να προβλέψει αυτές τις αλλαγές, ώστε να αντικαταστήσει τη Σµύρνη µε άλλες εδαφικές παραχωρήσεις, τις οποίες δεν αγνόησε αλλά τις επεδίωξε επιµόνως. Επειδή όµως τα συµφέροντα των µεγάλων δυνάµεων δεν συνέπιπταν µε αυτές, δεν µας παραχωρήθηκαν.
Μέχρι σήµερα δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Βενιζέλος θεώρησε λάθος την απόφαση του ν’ αποδεχτεί να στείλει στρατό στη Σµύρνη ή ότι µετάνιωσε γι’ αυτή. Έχουν όµως υπάρξει αποδείξεις ότι ο Βενιζέλος θα αποδεχόταν τις µεσολαβητικές προτάσεις του Λόϋδ Τζώρτζ για µια αυτόνοµη Σµύρνη, και θα έκανε µια συντεταγµένη απαγκίστρωση από τη Μικρά Ασία µε πολύ καλύτερα αποτελέσµατα, έτσι θα είχαµε αποφύγει τη µικρασιατική καταστροφή και όλα τα δεινά της.
Προσωπικά πιστεύω ότι, ακόµη και εάν ο Βενιζέλος είχε υποψιαστεί ορισµένες από τις παραπάνω αλλαγές, δύσκολα θα άφηνε τη Σµύρνη και τον λαό της στην τύχη τους.
Ορισµένοι ιστορικοί καθηγητές και άλλοι µελετητές, έχουν καταλήξει στο συµπέρασµα ότι µε βάση τις συνθήκες και τις συγκυρίες της εποχής εκείνης, η αποδοχή από τον Βενιζέλο της πρότασης ν’ αποστείλει στρατό στη Σµύρνη ήταν µονόδροµος, και η τυχόν άρνηση του µετά από χρόνια θα του καταλογιζόταν ως εθνική προδοσία.
Οι περισσότεροι εκείνων που θεωρούν λάθος και καταστροφική, την αποδοχή της πρότασης από τον Βενιζέλο, είναι οι ιστορικοί του Κ.Κ.Ε. που θεωρούσαν την αποδοχή της αποστολή στρατού στη Σµύρνη, ως ιµπεριαλιστική ενέργεια που απέβλεπε στην προστασία των συµφερόντων των καπιταλιστικών χωρών, και επιβλήθηκε από τους ιµπεριαλιστές της Αντάντ, για την εξυπηρέτηση των συµφερόντων τους.
Οι απόγονοι των αντιβενιζελικών του 1916-1920, και ακόµη ορισµένοι καθηγητές και ιστορικοί που βλέπουν τα γεγονότα, είτε από το τελικό αποτελέσµατα της απόβασης, είτε επειδή κρίνουν ότι ήταν δύσκολο να κρατηθεί και να επιζήσει η κυριαρχία αυτή, µε τον καλπάζοντα εθνικισµό των Νεότουρκων, που πρώτη και κύρια επιδίωξη τους ήταν η κάθαρση, µε κάθε τρόπο και µέσο, εξοντωτικές διώξεις ή φυσική εξόντωση, της χώρας τους από τους αλλόθρησκους. Όλοι αυτοί επικρίνουν τον Βενιζέλο και θεωρούν λάθος την απόφαση του ν’ αποδεχτεί την πρόταση του Λόϋδ Τζώρτζ, λέγοντας ότι παρασύρθηκε από τη µεγάλη του αγάπη για τη Σµύρνη, την υπερεκτίµηση ορισµένων γεγονότων και την υποτίµηση άλλων, σε συνδυασµό µε την ισχυρή αυτοπεποίθηση που είχε για τον εαυτό του.
Ο Μαρκεζίνης στην ιστορία του γράφει: «Ο Βενιζέλος δεν είδε ποτέ την επιχείρηση της Μικράς Ασίας ως αποκλειστική Ελληνική υπόθεση, την πίστευε ως συµµαχική ή τουλάχιστον Αγγλοελληνική.»
Ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος έγραψε πως, από τις έρευνες του, διαπίστωσε ότι µέχρι τη λήξη της πρωθυπουργίας του Βενιζέλου, δεν διαπιστώθηκε καµιά υποχώρηση των συµµάχων µας από τις αρχικές τους θέσεις για την επέµβαση της Ελλάδας στη Σµύρνη.
Έχει γραφτεί επίσης ότι ο Γούναρης κάποια στιγµή σε µια συζήτηση µε τον ανεψιό του Παν. Κανελλόπουλο του είπε: «Καλά έκανε ο Βενιζέλος και έστειλε στρατό στη Μικρά Ασία, κι’ εγώ το ίδιο θα έκανα γιατί έτσι θα επιτυγχανόταν η εθνική ολοκλήρωση, γι’ αυτό θα συνεχίσουµε την εκστρατεία και ο θεός βοηθός».
Θα σηµειώσω εδώ ότι η κριτική που γίνεται και οι απόψεις που λέγονται για διάφορα γεγονότα, πολλά-πολλά χρόνια µετά, µε γνωστό το αποτέλεσµα, µε αντικρουόµενα πολλές φορές στοιχεία και χωρίς γνώση των παρασκηνίων ή ενεργειών που γίνονταν στο σκοτάδι, δεν είναι εύκολη ούτε και εκατό τοις εκατό αντικειµενική. Όµως συζήτηση και κριτική για τα διάφορα γεγονότα, περισσότερο για τα δυσάρεστα, θα πρέπει να γίνεται όχι για λόγους εκδίκησης ή υπεράσπισης, αλλά για να εµποδίζεται η επανάληψη παρόµοιων γεγονότων και τραγωδιών.

*O Γιάννης Εµµ. Μαναράκης είναι οικονοµολόγος – νοµικός.

Το κείµενο είναι απόσπασµα από βιβλίο του για τη Μικρασιατική καταστροφή.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα