Εκείνη την ημέρα φυσούσε. Ο ουρανός ήταν γεμάτος με γκρίζα σύννεφα έτοιμος για βροχή, αν και σε λίγο έμπαινε ο Ιούλης. Πάνω στον βράχο στέκονταν αμίλητοι κρατημένοι χέρι-χέρι η Άρτεμη και ο Αλέξανδρος. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό τους. Κοιτούσαν την αφρισμένη θάλασσα και σκέφτονταν την τρομερή περιπέτεια που έζησαν ακριβώς πριν ένα χρόνο σαν σήμερα. Μια περιπέτεια που τους άλλαξε τη ζωή για πάντα.
Σαν σήμερα πριν ένα χρόνο… Η Άρτεμη καθόταν πάνω στο βράχο, στέκι της παρέας. Είχε λυμένα τα μακριά καστανά μαλλιά της και είχε αφήσει τα πόδια της να κρέμονται στο κενό. Φορούσε το αγαπημένο της γαλάζιο φουστάνι, αυτό με τις τσέπες. Σε λίγο θα έρχονταν τα παιδιά. Ο Αλέξανδρος, ο αρχηγός της παρέας, αποφασιστικός και σοβαρός. Η Λιάνα με τον Πέτρο, που αν και δίδυμα δεν είχαν μεταξύ τους καμία ομοιότητα. Η Λιάνα ήταν κοινωνική και εύθυμη, ενώ ο αδελφός της πιο μαζεμένος και ευαίσθητος, πράγμα που τους έκανε να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Η Άρτεμη ήταν η μικρότερη της παρέας και σήμερα έκλεινε τα δεκαοκτώ. Είχε πείσει τους γονείς της σαν δώρο γενεθλίων να πάνε με τα παιδιά ταξίδι στο νησί της γιαγιάς Βασιλικώς. Χαρούμενες φωνές ακούστηκαν να πλησιάζουν. Σε λίγα λεπτά ο βράχος γέμισε νιάτα. Αγκαλιές και γέλια. Η αγαπημένη παρέα θα έκανε το πρώτο της ταξίδι μαζί και ήταν όλοι πολύ ενθουσιασμένοι.
Η μπουρού του καραβιού ήχησε. Όλα τα παιδιά πετάχτηκαν όρθια. Πώς είχε περάσει έτσι η ώρα; Μάζεψαν τα πράγματά τους και άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι. Μπροστά έτρεξαν τα κορίτσια. Ο Αλέξανδρος έμεινε να κοιτά ονειροπόλα την Άρτεμη. Κρατούσε με το ένα χέρι της το ψάθινο καπέλο και στην πλάτη της αναπηδούσε το σακίδιό της. Δίπλα της έτρεχε η Λιάνα με τα σγουρά μαλλιά της να ανεμίζουν. Από την ονειροπόλησή του τον έβγαλε ο Πέτρος. “Λοιπόν; Της μίλησες;” ρώτησε, κάνοντας ένα νεύμα προς τη μεριά της Άρτεμης. “Όχι ακόμα…”, κατάφερε να ψελλίσει ο Αλέξανδρος. “Σήμερα το βράδυ…” και έγινε ολοκόκκινος.
Το καράβι ήταν γεμάτο. Πολλοί άνθρωποι είχαν βρει ευκαιρία για ταξίδι αυτό το Σαββατοκύριακο. “Η καμπίνα σας είναι η 235. Βρίσκεται στην πρύμνη του πλοίου” τους πληροφόρησε ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν. Έπειτα τους οδήγησαν στο δωμάτιό τους.
Χαρούμενα τα παιδιά, αφού τακτοποιήθηκαν βγήκαν στο κατάστρωμα για να δουν από μακριά το βράχο τους να καθρεπτίζεται στα κρυστάλλινα νερά. Πόσες και πόσες φορές δεν είχαν αντικρίσει το πλοίο να απομακρύνεται και είχαν πλάσει όνειρα ότι κάποια μέρα θα ταξίδευαν όλοι μαζί. Και να που το όνειρό τους γινόταν σήμερα πραγματικότητα.
Ο ήλιος έλαμπε. Η θάλασσα ήταν γυαλί. “Τι όμορφη μέρα!!!” τραγούδησε η Λιάνα και όλοι συμφώνησαν μαζί της. Ο Αλέξανδρος ακουμπώντας στην κουπαστή έψαχνε ανυπόμονα τα μεγάλα πράσινα μάτια της Άρτεμης. Αλλά εκείνη δεν χόρταινε να κοιτά την ακτή να χάνεται, τον γαλάζιο ουρανό, τους γλάρους να βρέχουν τις ανοιχτές φτερούγες τους στα απόνερα του πλοίου. Η κίνηση αυτή του Αλέξανδρου δεν πέρασε απαρατήρητη από τη Λιάνα. Απορημένη, πήρε τη φίλη της παράμερα. “Λοιπόν, ενθουσιασμένη;” ρώτησε. “Και το ρωτάς; Σχολείο τέλος!!! Καλοκαίρι!!! Επιτέλους θα επισκεφτώ τη γιαγιάκα… Και έχω μαζί μου εσάς, την καλύτερη παρέα”, φώναξε χαρούμενα η Άρτεμη. “Τον Αλέξανδρο τον πρόσεξες;” συνέχισε η Λιάνα. Την κουβέντα όμως διέκοψε ο ήχος κινητών. Ταυτόχρονα όλοι οι γονείς σαν να ήταν συνεννοημένοι καλούσαν τα παιδιά τους για να ρωτήσουν αν όλα ήταν καλά.
Τα παιδιά πέρασαν την υπόλοιπη ώρα τους εξερευνώντας το πλοίο. Όταν άρχισε να βραδιάζει, η νυχτερινή αύρα έκανε τα κορίτσια να ανατριχιάσουν. Ο Αλέξανδρος έκανε νόημα στον Πέτρο να φύγει μαζί με τη Λιάνα. Ο Πέτρος κατάλαβε. “Κάνει ψύχρα. Πάμε να φέρουμε ζακέτες για όλους αδερφούλα;” “Κι εμένα τι με θες;” απόρησε η Λιάνα. “Δεν ξέρω το δρόμο”, αστειεύτηκε ο Πέτρος που δυσκολευόταν με τα ψέματα.
Μόλις έμειναν μόνοι ο Αλέξανδρος πλησίασε την Άρτεμη. Η νύχτα ήταν μαγική. Ένα ασημένιο φεγγάρι είχε μόλις φωτίσει τον ουρανό. Χιλιάδες αστέρια έλαμπαν στο στερέωμα. Ο Αλέξανδρος άρχισε διστακτικά. “Άρτεμη, εγώ…” ταλαντεύτηκε για μια στιγμή. Η Άρτεμη τον κοιτούσε μες στα μάτια πράγμα που έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. “Άρτεμη εγώ… τόσο καιρό που κάνουμε παρέα ήθελα να σου πω ότι… ότι… σε αγαπώ…” Η Άρτεμη έμεινε να τον κοιτάει. “Προσπαθούσα να σου το πω καιρό τώρα, αλλά ντρεπόμουν και η αλήθεια είναι ότι τώρα… τώρα…”, άφησε την κουβέντα του στη μέση ο Αλέξανδρος. “Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές ευχήθηκα να είχες αισθήματα για μένα. Αλλά αυτό το θέμα της φιλίας μας με είχε μπερδέψει”, παραδέχτηκε η Άρτεμη και τον έπιασε τρυφερά από το χέρι.
Ξαφνικά ακούστηκε μια έκρηξη. Το πλοίο τραντάχτηκε. Βουητό σειρήνων ακούστηκε. Κόσμος άρχισε να τρέχει. Ο Αλέξανδρος και η Άρτεμη κρατημένοι ακόμα χέρι-χέρι επέστρεψαν βίαια στην πραγματικότητα. Κοίταξαν γύρω τους. Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Αμέσως μετά, πάνω από τον ώμο της φίλης του ο Αλέξανδρος είδε φλόγες να ξεπηδούν από την πλευρά της πρύμνης. “Τα δίδυμα!!!” φώναξαν και άρχισαν να τρέχουν προς την καμπίνα τους. Στη διαδρομή συναντούσαν ανθρώπους να ουρλιάζουν που προσπαθούσαν να βρεθούν στο κατάστρωμα ακολουθώντας αντίθετη κατεύθυνση από αυτή των παιδιών. Πολλοί έψαχναν απεγνωσμένα τους δικούς τους.
Ο διάδρομος που βρισκόταν η καμπίνα τους ήταν γεμάτος πυκνούς καπνούς. Η Άρτεμη, τρελή από αγωνία, αψηφώντας τον κίνδυνο ρίχτηκε μέσα στους καπνούς φωνάζοντας τα ονόματα των φίλων της. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος για τη ζωή της προσπάθησε να την συγκρατήσει, αλλά του γλίστρησε από το χέρι. Οι καπνοί όλο και πύκνωναν και η Άρτεμη δυσκολευόταν πλέον να αναπνεύσει. Ένιωσε να ζαλίζεται. Ίσα που πρόλαβε ο Αλέξανδρος να την πιάσει λίγο πριν καταρρεύσει. Με κόπο την ανέβασε στο κατάστρωμα, στηρίζοντας την καθώς ήταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση.
Στο κατάστρωμα επικρατούσε πανικός. Οι άνθρωποι ήδη επιβιβάζονταν στις λέμβους σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο. Τα δίδυμα δεν φαίνονταν πουθενά. Ο Αλέξανδρος τηλεφώνησε στα κινητά τους. Καμία όμως απάντηση. Έπειτα πήρε στα γρήγορα τους γονείς του και τους είπε με λίγα λόγια τι συνέβαινε. Τους είπε να μην ανησυχούν και ότι θα ερχόταν σε επαφή μαζί τους σύντομα. Τους είπε ακόμα να ενημερώσουν τους υπόλοιπους γονείς.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο ο Αλέξανδρος με τη βοήθεια ενός ναύτη επιβίβασε την Άρτεμη σε μια λέμβο. Κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε. Όταν εκείνη συνήλθε τελείως το πλοίο ίσα που φαινόταν. “Τα παιδιά;” ψέλλισε η Άρτεμη και τα μάτια της ικέτευαν για καλά νέα. Όταν ο Αλέξανδρος δεν απάντησε κατάλαβε ότι τα δίδυμα δεν είχαν βρεθεί. “Όχι… Δεν μπορεί να είναι αλήθεια…” ξέσπασε σε κλάματα το κορίτσι. Ο Αλέξανδρος την έσφιξε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο και την ελπίδα ότι μπορεί να βρίσκονταν σε κάποια άλλη σωσίβια λέμβο.
Μέσα στη βάρκα έκανε κρύο. Ο χώρος ήταν λιγοστός και οι περισσότεροι άνθρωποι έκλαιγαν. Άλλοι προσπαθούσαν μάταια να επικοινωνήσουν μέσω των κινητών τους με τους δικούς τους. Το σκοτάδι τριγύρω ήταν πυκνό. Το φεγγάρι έμοιαζε κέρινο. Ένα μέρος του καραβιού φαινόταν από μακριά να φλέγεται. Γύρω τους υπήρχαν και άλλες βάρκες που ακολουθούσαν την ίδια πορεία.
Φωνή ακούστηκε από την μπροστινή λέμβο. “Στεριά εμπρός δεξιά!” Το ελπιδοφόρο μήνυμα επιβεβαίωσε το ρυθμικό κάλεσμα ενός φάρου. Αναστεναγμοί ανακούφισης ακολούθησαν. Στα μάτια άναψε η ελπίδα.
Όταν έφτασαν στο λιμάνι κάλεσαν τα κινητά των διδύμων ξανά και ξανά. Προσεύχονταν με όλη την καρδιά τους να ακούσουν αυτή τη φορά τις αγαπημένες φωνές των φίλων τους να απαντούν. Μετά πήραν τους γονείς τους που είχαν τρελαθεί από την αγωνία τους. Η Άρτεμη μιλώντας στη μητέρα της με αναφιλητά εξήγησε ότι είχαν χάσει τα δίδυμα.
Στην προβλήτα ήδη μοίραζαν κουβέρτες. Η αστυνομία και το λιμενικό κατέγραφαν τα ονοματεπώνυμα των διασωθέντων. Μέχρι που ανέτειλε ο ήλιος η Άρτεμη και ο Αλέξανδρος δεν σταματούσαν να ρωτούν μήπως κάποιος είχε δει τη Λιάνα και τον Πέτρο. Προς το ξημέρωμα πληροφορήθηκαν από την αστυνομία ότι η φωτιά στο πλοίο είχε τεθεί υπό έλεγχο και ότι οι επιζώντες μεταφέρονταν ήδη από το λιμενικό στο λιμάνι.
Όσοι επέζησαν από αυτή την τραγωδία γύρισαν σε λίγες μέρες στα σπίτια τους. Η Λιάνα και ο Πέτρος δεν γύρισαν ποτέ…
Ένα χρόνο μετά η Άρτεμη και ο Αλέξανδρος στέκονταν στο βράχο αμίλητοι κρατημένοι χέρι-χέρι. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό τους. Τα κεράκια που άναψαν στη μνήμη των φίλων τους τρεμόσβηναν από τον αέρα. Κοιτούσαν την αφρισμένη θάλασσα και σκέφτονταν την τρομερή περιπέτεια που έζησαν. Μια περιπέτεια που τους άλλαξε τη ζωή για πάντα…
“Μακάρι να ήταν ψέμα… Μακάρι όλα αυτά να μην έγιναν ποτέ…” ψέλλισαν.
Μαυρογένη Μαντώ,
7ο Γυμνάσιο Χανίων (Α΄τάξη)