Ηθοποιός, βιογράφος δεκάδων προσωπικοτήτων του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου, λάτρης της κινηματογραφικής μουσικής και δισκογραφικός παραγωγός, ο Μάκης Δελαπόρτας κατάφερε μέχρι σήμερα να έχει κάνει, όπως λέει, πολλά περισσότερα από όσα είχε ονειρευτεί. Ονειρα που γεννήθηκαν όταν ακόμα σαν παιδί πήγαινε στο θερινό σινεμά για να θαυμάσει τα “αστέρια” του ελληνικού κινηματογράφου. Πρόσωπα μυθικά με τα οποία αργότερα γνωρίστηκε, συνεργάστηκε και έχτισε προσωπικές σχέσεις.
Οι ιστορίες που έχει να αφηγηθεί ατελείωτες καθώς άνθρωποι όπως η Βουγιουκλάκη, η Βλαχοπούλου, ο Παπαμιχαήλ, η Καραγιάννη, ο Ηλιόπουλος, ο Σακελλάριος, ο Πλέσσας και τόσοι άλλοι, έγιναν στην πορεία δικοί του άνθρωποι.
Οι “διαδρομές” συνάντησαν τον Μάκη Δελαπόρτα στο Ιστορικό Καφέ “Κήπος” στα Χανιά και μίλησαν μαζί του για τα όνειρα που πήραν σάρκα και οστά, τον κινηματογράφο του χθες και την πραγματικότητα του σήμερα, αλλά και τα σχέδιά του για το μέλλον.
Εχετε βιογραφήσει πολλούς καλλιτέχνες που αποκαλούμε “σταρ”. Τι σημαίνει “σταρ” για εσάς;
Ενας άνθρωπος “αστέρι” είναι ένας άνθρωπος ξεχωριστός, ο οποίος λάμπει και με το που τον βλέπεις αμέσως καταλαβαίνεις ότι κάτι συμβαίνει με αυτόν. Κι αυτό δεν αφορά μόνο ανθρώπους του σινεμά ή της τηλεόρασης. Προσωπικά πάντως είμαι τυχερός που στη ζωή μου συνάντησα πολλούς τέτοιους λαμπερούς ανθρώπους. Ήταν όνειρο ζωής να τους γνωρίσω καθώς μεγάλωσα δίπλα σε ένα θερινό σινεμά και υπήρξαν οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Τα έφερε δε έτσι η ζωή που όχι μόνο τους γνώρισα αλλά έγιναν και κομμάτι της ζωής μου γιατί όταν βιογραφείς έναν άνθρωπο έρχεσαι σε καθημερινή επαφή μαζί του. Βέβαια βιογράφησα και ανθρώπους που θαύμαζα από το πανί αλλά δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω από κοντά, όπως τη Γεωργία Βασιλειάδου, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο κ.ά.
Οι βιογραφίες κάποιες φορές καταλήγουν σε αγιογραφίες λόγω του θαυμασμού του βιογράφου προς τον βιογραφούμενο. Εσείς πως το αντιμετωπίσατε αυτό;
Στις βιογραφίες που γράφω η αλήθεια πρωτοστατεί. Όμως σε καμία περίπτωση δεν βλέπω τις ζωές αυτών των ανθρώπων μέσα από κλειδαρότρυπα. Η άποψή μου είναι ότι μετά από 100 χρόνια που δεν θα υπάρχει κανείς από εμάς αλλά θα υπάρχουν τα βιβλία, αυτό που θα αφορά τις επόμενες γενιές θα είναι η πολιτιστική προσφορά των μεγάλων αυτών καλλιτεχνών και πολύ λιγότερο η κρεβατοκάμαρα, τα μίση και τα πάθη τους. Ως προς τις αδυναμίες τους τις υπογραμμίζω με πολύ σεβασμό κι όχι με κιτρινισμό.
Πόσο απέχει η δημόσια εικόνα των προσώπων που γνωρίσατε από εκείνη που υπήρχε όταν έσβηναν τα φώτα της σκηνής;
Όχι πολύ. Στη Βλαχοπούλου για παράδειγμα αυτό που βλέπουμε και στις ταινίες ήταν και στη ζωή της, είχε μια λαϊκότητα. Ο Ηλιόπουλος ήταν αυτός ο τζέντλεμαν, ο Κωνσταντάρας ήταν ο κοκέτης, ο Χατζηχρήστος δεν ήταν βέβαια ο βλάχος αλλά ένας απλός λαϊκός άνθρωπος, ο Βέγγος ήταν ο καλός άνθρωπος. Ακόμα και η Βουγιουκλάκη που ήταν η σταρ των σταρ, πίσω από τη λάμψη της μπορούσες να διακρίνεις τον άνθρωπο.
Εκρυβαν απογοητεύσεις για εσάς αυτές οι γνωριμίες;
Όχι, δεν απομυθοποιήθηκε κανένας. Αυτοί οι δύσκολοι άνθρωποι είχαν συνηθίσει να τους πλησιάζει κάποιος για να τους ζητήσει κάτι. Εγώ δεν ζήτησα ποτέ και τίποτε από κανέναν τους. Είχα ήθος και σεβασμό απέναντί τους κι αυτό νομίζω ήταν το στοιχείο που εκτίμησαν βαθιά σε εμένα. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν απογοητεύτηκα αλλά πολλές φορές τους εκτίμησα πολύ περισσότερο μαθαίνοντας πράγματα που δεν τα ήξερα. Όπως για παράδειγμα η φιλανθρωπία τους. Θυμάμαι τη Βλαχοπούλου προς το τέλος της ζωής της που πηγαίναμε σε φτωχογειτονιές πίναμε ένα καφεδάκι με μια γιαγιά και της άφηνε έναν φάκελο με χρήματα ή του Παπαγιαννόπουλου που κάθε μήνα διέθετε ένα ποσό στους φτωχούς. Τέτοια έχω να διηγηθώ πολλά.
Μετά από τόσες βιογραφίες υπάρχει κάποιο απωθημένο, ένα πρόσωπο που θα θέλατε να βιογραφήσατε αλλά δεν το έχετε κάνει;
Στη ζωή μου έχω κάνει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα ονειρεύτηκα. Δεν έχω απωθημένα.
Εσάς ήταν το θερινό σινεμά που σας γέννησε πολλά όνειρα. Στις μέρες μας δυστυχώς έχει χαθεί αυτή η δυναμική του κινηματογράφου. Τι έχει αλλάξει;
Εχει αλλάξει η εποχή. Ζούμε σε μια fake πραγματικότητα. Η μεγάλη οθόνη αντικαταστάθηκε από τη μικρή οθόνη του κινητού. Το σινεμά, όμως, καθιέρωσε είδωλα, ενώ τώρα μέσα από τη μικρή οθόνη ενός κινητού ζούμε σε μια άλλου είδους πραγματικότητα που δεν μυθοποιείται τίποτα και που πολλοί πιστεύουν ότι ανεβάζοντας μια φωτογραφία στο facebook ή στο instagram γίνονται διάσημοι και μάλιστα αισθάνονται κι έτσι. Όμως όλο αυτό είναι ψεύτικο και όταν θα περάσουν τα χρόνια και θα έχουν μείνει μόνο στα like των φωτογραφιών, τότε θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν χτίσει τίποτα.
Πέρα από τις βιογραφίες έχετε αφιερώσει μεγάλο μέρος της δουλειάς σας στα τραγούδια του σινεμά…
Νομίζω ότι αν δεν υπήρχε αυτή η τρέλα μου θα ακούγαμε ακόμα τα τραγούδια του σινεμά μόνο μέσα από τις ταινίες. Δεν θα είχε γίνει αυτό που έγινε εν έτει 1990, όπου έγιναν μόδα και εντέλει γεννήθηκε ένα νέο μουσικό είδος τα κινηματογραφικά τραγούδια.
Κι όλο αυτό δεν έγινε βεβαίως γιατί υπήρχε κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ήταν απλώς το μεράκι και η αγάπη μου για τα κινηματογραφικά από όταν ήμουν παιδί και πήγαινα με ένα κασετοφωνάκι και ηχο- γραφούσα τα τραγούδια στο σινεμά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις θυμάμαι που είχε αποκηρύξει τα κινηματογραφικά του…
Ναι, γιατί είχαν κολλήσει όλοι στο “Νιάου – νιάου βρε γατούλα”, τον “Γλάρο” και το “Τράβα μπρος”. Όμως δεν ήταν έτσι. Ο Χατζιδάκις έχει καταπληκτικά μουσικά έργα στον κινηματογράφο, παιγμένα με συμφωνικές ορχήστρες όπως το “Χαμένα όνειρα” ή “Το τελευταίο ψέμα” κ.ά.
Ο Χατζιδάκις υπήρξε για εμένα ο άνθρωπος που μού άνοιξε τον δρόμο για να ακολουθήσουν όλοι οι άλλοι συνθέτες. Είχα τέτοια επιμονή όταν τον πρωτοβρήκα και του είπα ότι θέλω να σωθεί αυτό το μουσικό κινηματογραφικό υλικό, που βλέποντας τη φλόγα στα μάτια μου, μού είπε: “Ελα εδώ βρε μικρέ θα βάλω εγώ την υπογραφή μου και βγάλτα”. Ετσι βγήκαν 10 soundtrack δικά του, με επιμέλεια παραγωγής δική μου. Κι αυτό είναι κάτι που κοιτάζοντας πίσω αισθάνομαι ότι το έχω ζήσει στο όνειρό μου.
Τι ετοιμάζετε αυτό τον καιρό;
Μετά από το “Μέρες Ραδιοφώνου”, “Το πρώτο μας πάρτυ” και το “Σινεμασκόπ – The musical”, τώρα ετοιμάζω στο θέατρο Βέμπο το “Η κυρία Επιθεώρηση” που είναι ένα αφιέρωμα στα 100 χρόνια της ελληνικής επιθεώρησης ξεκινώντας από την Κοτοπούλη και φτάνοντας περίπου ως τις μέρες μας.
Ο θίασος είναι καταπληκτικός: Γιάννης Ζουγανέλης, Σοφία Μουτίδου, Νίνα Λοτσάρη, Ζέτα Δούκα, Πηνελόπη Αναστασοπούλου, Παναγιώτης Πετράκης και στο τραγούδι ο Κώστας Μακεδόνας. Εγώ κρατάω τον ρόλο του κομπέρ και σκηνοθετώ την παράσταση, ενώ στα κείμενα συνεργάζομαι με τον Στέλιο Παπαδόπουλο. Είναι μια πλούσια και φιλόδοξη παραγωγή και θέλω να πιστεύω ότι ο κορωνοϊός θα μας αφήσει να την πραγματοποιήσουμε γιατί στη γκρίζα εποχή που ζούμε θα είναι μια νότα αισιοδοξίας και χαράς.
Επίσης, θα κυκλοφορήσει με τη νέα χρονιά, από γνωστή εφημερίδα, μια σειρά βιογραφιών σημαντικών ηθοποιών του θεάτρου: Μαρίκα Κοτοπούλη, Κυβέλη, Αιμίλιος Βεάκης, Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Μάνος Κατράκης, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χόρν και Μαίρη Αρώνη.
Είναι μια έρευνα και καταγραφή χρόνων που ολοκλήρωσα πρόσφατα. Τέλος, τον Νοέμβριο ετοιμάζω ένα ακόμα βιβλίο με θέμα τα backstage του ελληνικού κινηματογράφου, όπου θα περιλαμβάνει πολλά χιουμοριστικά και νόστιμα περιστατικά, το πως γυρίστηκαν οι ταινίες κ.λπ.