Μακρόνησος:
Ένα νησί , που στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του , ανασύρονται μνήμες από διαφορετικές ιστορικές περιόδους της πατρίδας μας.
Λέξεις όπως φρίκη , απόγνωση , βασανιστήρια , εξαθλίωση , πείνα , κακουχίες , θάνατος , είναι αυτές που το χαρακτηρίζουν όσο πίσω κι αν κοιτάξουμε.
Έννοιες όπως , καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων , στέρηση της ελευθερίας της ελεύθερης βούλησης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας , έχουν ταυτιστεί με το όνομα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ.
Το πρώτο κύμα προσφύγων έφτασε στην Ελλάδα, μετά την κυριαρχία των Κεμαλικών δυνάμεων στον Πόντο λίγο πριν το 1922, μέσα σε πλοία, κυριολεκτικά στοιβαγμένοι , με ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής , χωρίς τροφή και πόσιμο νερό , με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να νοσήσουν σοβαρά. Σε πολλά πλοία , λόγω των συνθηκών , ξέσπασε επιδημία τύφου.
Μακρόνησος, στη σημερινή εποχή, έχει μείνει χαραγμένη στη συλλογική μνήμη ως ένας τόπος εξορίας και βασανισμού πολλών ανθρώπων εξαιτίας των πολιτικών τους φρονημάτων.
H αξιοποίηση, εντούτοις, του νησιού ως ενός τόπου εκτοπισμού και εξόντωσης των αριστερών πολιτών δεν υπήρξε πάντοτε το ζητούμενο για τις ελληνικές κυβερνήσεις, γεγονός που δύναται να τεκμηριωθεί μέσα από μία απλή ματιά στην ελληνική ιστορία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Είναι γεγονός, πως η κυριαρχία των κεμαλικών δυνάμεων στον Πόντο μετά την υποχώρηση του ρωσικού στρατού και οι ήττες του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο το καλοκαίρι του 1922, είχαν ως αποτέλεσμα οι Έλληνες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να γίνουν πρόσφυγες με κύριο προορισμό την Ελλάδα.
Οι εν λόγω πρόσφυγες, κατέφθαναν στοιβαγμένοι σε πλοία όπου επικρατούσαν άθλιες συνθήκες υγιεινής, με συνέπεια αρκετοί από αυτούς να υποφέρουν από σοβαρές ασθένειες όπως είναι για παράδειγμα ο τύφος. Η έλευση και η ανάμειξή τους με τον προϋπάρχοντα ελληνικό πληθυσμό, έναν πληθυσμό που ούτως ή άλλως σε μεγάλο ποσοστό διάκειτο αρνητικά απέναντί τους, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του τελευταίου.
Η είσοδος των προσφύγων στην Ελλάδα είχε ήδη να δημιουργεί αντιδράσεις από τον ντόπιο πληθυσμό , ο οποίος πίεζε την Κυβέρνηση να λάβει μέτρα έτσι ώστε « οι μολυσμένοι ξένοι» να μην αναμιγνύονται με τους γηγενής.
Προσπαθώντας να ικανοποιήσει την εντολή του εκλογικού σώματος, ξεκίνησε να δημιουργεί ένα πρόγραμμα
« αντιμετώπισης των πασχόντων προσφύγων» , ανοίγοντας τον Ιούνιο του 1922 , το «φιλόξενο» ξερονήσι.
Το νησί αυτό , ένας ‘άγονος βράχος στην ουσία , χωρίς νερό , χωρίς βλάστηση οποιουδήποτε είδους , ήταν ένα από τα τρία κέντρα υποδοχής των Μικρασιατών , και η πρώτη τους επαφή με την Ελλάδα.
Σαν πρώτη κίνηση φαινόταν ως μία προσπάθεια ενσωμάτωσης και υποστήριξης των προσφύγων . Τα γεγονότα όμως , διέλυσαν τις οποιεσδήποτε αυταπάτες και η πραγματικότητα αποκάλυψε την φρίκη την οποία βίωσαν , οι πρόσφυγες οι οποίοι είχαν ήδη ζήσει τις φρικαλεότητες των Κεμαλικών δυνάμεων.
Οι συνθήκες διαβίωσης στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου , όπως και στα υπόλοιπα δύο , της Καλαμαριάς και του Κερατσινίου , ήταν τραγικές. Μεταφέρθηκαν αρχικά περίπου 8.500 πρόσφυγες , με έναν μεγάλο αριθμό από αυτούς να είναι Πόντιοι. Στην συνέχεια, μετά την αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία και τις σφαγές του πληθυσμού που ακολούθησαν , ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατακόρυφα.
Η αρχική σκέψη ήταν , να μείνουν στο Λοιμοκαθαρτήριο από 14-40 μέρες σε καραντίνα.
Η καραντίνα περιλάμβανε το κάψιμο των ρούχων τους, των παπουτσιών , οποιουδήποτε είδους σκεπασμάτων και αντικειμένων.
Ακολουθούσε το κόψιμο των μαλλιών και το ξύρισμα της κεφαλής με την ψιλή , και μετά σειρά είχαν τα κρύα ντουζ, στα οποία τους έτριβαν με ισχυρά αντισηπτικά , και τους έπλεναν με κρύο νερό. Η τροφή την οποία λάμβαναν καθημερινά , αντιστοιχούσε σε 1000 θερμίδες , η οποία ήταν εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας.
Το νερό δεν ήταν πόσιμο ,πράγμα που οδηγούσε σε ασθένειες όπως δυσεντερίες, γαστρεντερίτιδες οι οποίες πολλές φορές είχαν μοιραίο αποτέλεσμα.
Η διαμονή τους γινόταν σε σκηνές , οι οποίες ήταν εκτεθειμένες στα καιρικά φαινόμενα.
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι , τα ποσοστά θνητότητας εκτοξεύτηκαν.
Σύντομα έκαναν την εμφάνισή τους γύρω από το νησί , οι γηγενείς , οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την πείνα και την δίψα των προσφύγων , φόρτωναν τρόφιμα και νερό σε βάρκες από το Λαύριο , και τα πουλούσαν σε πολύ υψηλές τιμές στους ανθρώπους του καταυλισμού.
“Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί.
Μια μαούνα μας έφερνε απ’ το Λαύριο νερό και εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρώμικα μακαρόνια, ελιές σκουλικιασμένες, χαλασμένες ρέγγες και έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά.
Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος από την δίψα. Κάπου κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ένα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτιζαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους”. Ιγνάτιος Ορφανίδης
«Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων», Ιανουάριος του 1923, εν Μακρονήσω, Κ.Λ.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της Ι. Καυτ. , από την Τοκάτη
« …εκεί στον καταυλισμό έκανε πολύ κρύο . Μία κουβέρτα είχε ο καθένας μας , τι να σου κάνει. Στην σκηνή είμαστε 20 άτομα, εγώ και τα δύο μου παιδιά ,…δίπλα ήτανε μια κυρία με το κοριτσάκι της. Καλομαθημένη ήτανε και αυτή , και το κοριτσάκι της είχε κάτι ξανθά μαλλάκια , και από την ημέρα που μας ξυρίσανε τα κεφάλια , έκλαιγε μέρα νύχτα. Οι περισσότερες είχαμε κόψει μια λωρίδα από την κουβέρτα και την κάναμε μαντήλι , κι έτσι κάπως μπορούσαμε να κυκλοφορούμε.
Η μάνα του προσπαθούσε να το παρηγορήσει , κι όλο του ‘ λεγε…σώπα , και τώρα που θα περάσομε στην Ελλάδα , θα σου πάρω μήλα με καραμέλα. Αυτό όλο ρώταγε, πότε θα μου πάρεις μήλα? Πότε θα μου πάρεις μήλα? Εν τω μεταξύ , το θανατικό απλωνότανε , πείνα κι άγιος ο Θεός….μια μέρα βλέπουμε τη μάνα του μές τα αίματα , να τρέχει το στόμα της αίμα και να χύνεται ίσαμε κάτω….η μικρή από δίπλα κράταγε ένα μήλο και το πιπίλαγε ……σιγά σιγά της έλεγε εκείνη και μπούκωνε το στόμα της με ένα πανί. Ύστερις , μας είπε πως είχε ζητήξει από έναν απ’ αυτουνούς που φέρνουνε φαγιά απ απέναντι, να της φέρει ένα μήλο. Και πως το πλέρωσε? Ένα χρυσό δόντι είχε , κι έκατσε εκεί στην άμμο και τση το ξεπάτωσε….ακούς? 1 χρυσό δόντι , για ένα μηλαράκι….ο Θεός να την εσυγχωρέσει , μετά από μια βδομάδα πέθανε , πήρε μόλυνση λέει…κι άφηκε το κοριτσάκι ορφανό… κι αυτό ετριγύριζε τση σκην΄ς και ΄ρωταγε ..έχεις μηλαράκι, έχεις μηλαράκι?….»
Την περίθαλψή τους είχε αναλάβει η Αμερικανική φιλανθρωπική οργάνωση “American women’s Hospital” με επικεφαλής την Αμερικανίδα Έστερ Λαβ Τζόι, ανέλαβε να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της φροντίδας και του επισιτισμού των προσφύγων .
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσφύγων απεβίωσε από τις πρώτες μέρες στην Μακρόνησο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον τύπο της εποχής. Χαρακτηριστικό είναι το έντυπο της εφημερίδας “Εθνος” στις 21 Ιουλίου 1922, στο οποίο αναφέρεται πως “Επί των 8.600 προσφύγων ήδη έχουσιν αποθάνη περί τους χιλίους διακοσίους εντός πεντήκοντα μόνον ημερών”.
«Τα νεκρά κουφάρια χωρίς φέρετρα, χωρίς ατομικούς τάφους, μόνο με τον πένθιμο ήχο της καμπάνας και το μοιρολόι των μαυροφορεμένων γυναικών για συνοδό, μεταφέρονταν στην τελευταία ομαδική κατοικία τους.
κάθε νεκρό τον έβαζαν σε σακί και τον έριχναν μέσα σ’ ένα λάκκο βαθύ και συνεχόμενο (χαντάκι), ασβεστωμένο στη βάση και τα πλάγια και σκεπαζόταν με χώμα μπόλικο, αφού προηγουμένως η πάνω επιφάνεια του νεκρού ασβεστωνόταν καλά…» Γ. Γιαλαμάς
«Από τους οκτώ χιλιάδες που έφερε το “Κίος” μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες.
Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν.
Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε» Ιγνάτιος Ορφανίδης.
Πολλοί πρόσφυγες οργάνωσαν εξεγέρσεις προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό αλλά και πολλοί άλλοι, έκαναν προσπάθειες απόδρασης προς το Λαύριο, το οποίο απείχε 8 μίλια.
Οι εφημερίδες της εποχής περιέγραφαν με μελανά χρώματα τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν. Η εκ Θεσσαλονίκης “Εφημερίς των Βαλκανίων” στα 1922, έγραφε: “Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους.
Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…”.
Η αποστολή προσφύγων προς την Μακρόνησο συνεχίστηκε έως το 1923.
Συνεχίζεται……
* Η Στέλλα Γκοζάνη – Χαριτάκη
είναι πρόεδρος της Αδελφότητας Μικρασιατών
Ν. Χανίων “ Ο Άγιος Πολύκαρπος
ΠΗΓΕΣ
Αρχείο Ερτ
μαρτυρίες προσφύγων
Γιά ένα μήλο αφαίρεσαν το χρυσό δόντι μιας γυναίκας;
Ένα μήλο που ήθελε να δώσει στο παιδί της;
Αυτοί δεν ήταν Έλληνες. Ήταν βρωμιάρηδες δεν άξιζε να ονομάζονται Έλληνες!