Από τους πρώτους μήνες άρχισαν και θα συνεχισθούν ως το τέλος του 2014 οι εκδηλώσεις Δήμων και Συλλόγων προς τιμήν του Μάνου Χατζηδάκη, είκοσι χρόνια από τον θάνατό του. Τέτοιες πρωτοβουλίες είχαμε από τον Δήμο Γλυφάδας, τον Δήμο Ναυπλιαίων, από Συλλόγους μεταξύ των οποίων και των Εκπαιδευτικών “Μακρυγιάννης” Δάφνης – Ν. Κόσμου Αθηνών, που παρουσιάσθηκε με επιτυχία στις 3 Μαΐου στον πολυχώρο του Δήμου Δάφνης.
Τρία ήταν τα στάδια της ζωής του. Το νεανικό, όταν σε ηλικία 19 ετών έγραψε τα πρώτα τραγούδια του 1944 – 46. Οταν βρέθηκε κατά τη διάρκεια της Χούντας στις Η.Π.Α. 1966 – 1972 και το τρίτο μετά το 1975, όπου ήταν η περίοδος της μεγάλης δημιουργίας του. Η αξία του είχε αναγνωρισθεί διεθνώς από το 1960, όταν του δόθηκε το Οσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού απ’ την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών τεχνών για την ταινία “Ποτέ την Κυριακή”, “τα παιδιά του Πειραιά”, ως συνθέτη και στιχουργό, βραβείο που για πρώτη φορά εχορηγείτο για τραγούδι σε γλώσσα εκτός της Αγγλικής το οποίον Οσκαρ δεν πήγε να παραλάβει.
Ο αυτοσαρκασμός του Μάνου ήταν ανεπανάληπτος. “Είμαι ένας καθυστερημένος εκπρόσωπος της μουσικής”, έλεγε, “σε μια εποχή, που άλλοι έδωσαν σημαντικό έργο”. Εννοούσε τους Ελύτη, Σεφέρη, Γκάτσο, Χατζηκυριάκο Γκίκα, Εγγονόπουλο, Μόραλη, Πικιώνη, Εμπειρίκο. Ανήκε κι αυτός εκείνη την εποχή σ’ αυτή την ομάδα, που δεν “τόλμαγε να το πει” εκπροσωπώντας τη μουσική μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίον θεωρούσε φίλο του. “Είμαι δημοκράτης”, παραδέχετο με την ιδιόμορφη προφορά του “ρω”, “αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς… δεν υπήρξα αντικομμουνιστής… περιέχω και τον αριστερό. Εγώ περιέχω την αριστερά, ο αριστερός όμως δεν με περιέχει”. Πίστευε, ότι “τα τραγούδια του δίδασκαν την ανυπακοή”.
Κατά τον Γκάτσο δεν υπήρξε ποτέ αριστερός, ούτε συντηρητικός.
Για την παιδεία ήταν κατηγορηματικός. “Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους, που περιέχουμε, είναι η παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση, που έχουμε και η πληροφορία χωρίς κρίση.. που δεν εφησυχάζει, ούτε δημιουργεί αυτάρκεια. Μας τρομάζει η μορφή του τέρατος. Ισως να φοβάται τη μορφή του. Μπορεί να νομίζει ενδόμυχα ότι του μοιάζει. Οταν το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε”.
Χαρακτηριστική είναι η μουσική στο “Λεωφορείον ο πόθος” χάρτινο το φεγγαράκι, στο νησί των “γενναίων”, “μην τον ρωτάς τον ουρανό”, στη “Μανταλένα”, “Θάλασσα πλατιά”, το “Ματωμένο γάμο” ήταν καμάρι της αυγής, την ταινία “Sweetmovie”, τα παιδιά κάτω απ’ τον κάμπο και επιτυχίες δισκογραφικές όπως ο “Κεμάλ”, η “μπαλάντα των αισθήσεων”, “Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος”, η “μπαλάντα του Ούρι”, ο “τσάμικος” κ.ά.
Ξεχείλιζε από δυσφορία αγανάκτησης, όταν έβλεπε να επαναλαμβάνονταν και μετά τη μεταπολίτευση φεουδαρχικές καταστάσεις. Ακουγε τις ιδέες των ανθρώπων της εξουσίας που διέθεσαν την “έντιμη πενία τους” για να γκρεμίσουν τους “τυράννους”, αλλά κατάντησαν πλαδαροί, σαν αγύμναστοι νεοσύλλεκτοι. Ανέχθηκαν άλλους ευνοούμενους αλεξιπτωτιστές από το άγνωστο, έθαψαν την αγωνιστικότητα της νιότης τους και αναρριχήθηκαν στην καμπούρα του λαού. Καταλάβαινε την παραφωνία. Να αποφασίζουν δήθεν στο όνομα των Ελλήνων και να κυβερνούν αντί εκείνων. Εβλεπε και τους έντιμους, τους ήξερε, αλλά αμφέβαλε, αν θα έβρισκαν γενναιότητα για ν’ αντέξουν στην εντιμότητα.
Ο Μάνος Χατζηδάκης έγινε επαναστάτης με όπλα τη μουσική του μέσω της συγκεντρωμένης σοφίας των στίχων των φίλων του, περνώντας απ’ τη θεωρία στην κατάσταση της πολιορκίας, για ν’ αποτραπούν οι “εθνικοί και οικονομικοί κίνδυνοι”. Δεν συμμετείχε σε κανενός είδους κουκλοθέατρο μέσα στο οποίο κρυβόντουσαν οι σκιές του μαύρου πολιτεύματος στη βαβούρα της σύγχυσης. Μέτραγε το μέγεθος της τιμής, που είχε περισσεύσει από τον καθ’ έναν αποστασιοποιημένος από τους “σωτήρες” γιατί ήξερε, ότι κάποια στιγμή η Ελλάδα θα τους απέρριπτε αφού μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτούς.
Ο εις Ξάνθην γεννηθείς εκ Ρεθυμιώτου πατρός Μάνος Χατζηδάκης ήταν ο άνθρωπος, που έκανε πολιτική χωρίς να τη χρειάζεται ο ίδιος.