Όταν ήταν µικρός στο δωµάτιό του υπήρχαν αφίσες ροκ καλλιτεχνών και συγκροτηµάτων, ενώ ονειρευόταν να συµπράξει µε κάποιους από τους δικούς του µουσικούς ήρωες και τα τραγούδια του να µπουν στα σπίτια του κόσµου. Λίγες δεκαετίες αργότερα ο τραγουδοποιός Μάνος Τρυπιάς συνεχίζει να ροκάρει µε τη µουσική του αλλά και τη στάση του, καθώς για τον ίδιο η µουσική οφείλει να βγαίνει µπροστά, να αφυπνίζει και να λειτουργεί ως γιατρικό για τις ψυχές µας.
Με αφορµή την κυκλοφορία του δεύτερου προσωπικού του άλµπουµ “Σε φόντο ερυθρό”, ο Χανιώτης καλλιτέχνης µιλά στις “διαδροµές” για τη νέα του δισκογραφική δουλειά, τη ροκ σκηνή του χθες και του σήµερα, τα µουσικά του αδέρφια, αλλά και τη µουσική παιδεία που το ίδιο το κράτος υποβαθµίζει.
∆έκα χρόνια στη µουσική σκηνή. Ο µικρός Μάνος τι ονειρευόταν να πετύχει; Σου προσφέρει η µουσική όσα ήθελες;
Μπορώ µε σιγουριά να πω πως ο µικρός Μάνος ό,τι ονειρεύτηκε το έχει πετύχει στο 90%. Αυτό που επιθυµώ είναι τα τραγούδια µου να µπουν στα σπίτια του κόσµου, είναι πολύ βασικό αυτό για µένα και κάτι γίνεται µέσω του ραδιοφώνου που παίζονται τα τραγούδια µου αλλά και να µπορέσω να καθιερωθώ στα µεγάλα φεστιβάλ της χώρας.
Συµµετέχεις συχνά σε δράσεις µε έντονο κοινωνικό κι αλληλέγγυο χαρακτήρα. Μπορεί να αποτελέσει η µουσική κάποιου είδους φάρµακο ή καταφύγιο για τους κατατρεγµένους;
Η µουσική είναι γιατρικό για τις ψυχές µας· καταλαγιάζει τον πόνο µας, έχει τη δύναµη να µας ωθήσει να αντιδράσουµε σε καταστάσεις και γεγονότα άδικα.
Η συντροφιά της δηµιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο ούτως ώστε να αντιµετωπίσουµε τα πάντα.
Η αλήθεια είναι πως και τα Χανιά πάντα επιδεικνύουν ένα κοινωνικό πρόσωπο, µε ευαισθησίες, το οποίο µε χαροποιεί απόλυτα καθώς κι εγώ είµαι µέρος αυτής της κοινωνίας.
Νέα δισκογραφική δουλειά, “Σε φόντο ερυθρό”. Πώς προέκυψε και ποιες οι µουσικές ιστορίες που θες να µας µεταφέρεις;
Πρόκειται για το δεύτερο προσωπικό µου άλµπουµ και το εγχείρηµα ξεκίνησε από το πρώτο τραγούδι “Αυτή η φωνή” σε µουσική του Γιώργου ∆ηµητριάδη, ενός προσώπου χαρακτηριστικού θα λέγαµε στην ελληνική ροκ σκηνή, και σε στίχους του Ανδρέα Καραγιαννίδη. Στο τραγούδι, λοιπόν, υπάρχει ο στίχος “σε φόντο ερυθρό” και ο στιχουργός µου πρότεινε αυτός να είναι ο τίτλος του δίσκου, κάτι το οποίο ενστερνίστηκα κι αποτέλεσε τον προποµπό του δίσκου, όπως και το πρώτο τραγούδι αυτού. Ο δίσκος περιλαµβάνει άλλα 10 τραγούδια, τα οποία µιλούν κυρίως για κοινωνικά και πολιτικά φαινόµενα, ενώ ο ακροατής µπορεί να βρει σε αυτά διάφορες πτυχές του εαυτού µου· άλλοτε αγκαλιάζω πράγµατα, άλλοτε θυµώνω µε κάποια, ενώ έχουµε και δυο τραγούδια για τον έρωτα. Εξάλλου όλα µέσα στη ζωή είναι.
Ο καταγγελτικός τόνος µοιάζει σαν βασικό συστατικό των τραγουδιών σου. Οφείλει η µουσική να βγαίνει µπροστά;
Φυσικά και το πιστεύω ακράδαντα.
Η µουσική οφείλει να βγαίνει µπροστά, να αφυπνίζει τον κόσµο, όπως και κάνει.
Ακούγοντας τον νέο σου δίσκο, βλέπουµε για άλλη µια φορά συνεργασίες. Είναι οµαδικό σπορ τελικά το τραγούδι; Ξεχωρίζεις κάποια συνεργασία στη µουσική σου πορεία;
Από τότε που έχω συµπράξει µε τους συναδέλφους µου τους αποκαλώ µουσικά αδέρφια.
Θεωρώ πως σε οποιαδήποτε δουλειά, όχι µόνο στο τραγούδι, µόνο µε οµαδικότητα και προσπάθεια µπορεί να υπάρξει προκοπή και πρόοδος.
Κάπως έτσι έρχονται και τα πιο όµορφα αποτελέσµατα. Αν κι υπάρχει η σόλο πορεία, γιατί προφανώς δεν µπορώ να αγνοήσω τις θυσίες που έχω κάνει και βγαίνω µπροστά σε κάποια πράγµατα, οι συνεργάτες µου έχουν τον ίδιο ρόλο µε µένα.
Έχω παίξει µε σπουδαίους τραγουδοποιούς, τους δικούς µου µουσικούς ήρωες. Το καλοκαίρι για παράδειγµα παίξαµε µε τα Μωρά στη Φωτιά και τους Magic de Spell, κάτι το οποίο ήταν ξεκάθαρα από τα παιδικά µου όνειρα βγαλµένο.
Πολύ σηµαντική επίσης για µένα η σύµπραξη µε τον γενναιόδωρο Γιώργο ∆ηµητριάδη, τον τραγουδοποιό Λεωνίδα Μαριδάκη στον νέο µου δίσκο, αλλά και τους Εκείνος κι Εκείνος, ενώ αξίζει να αναφερθεί κι η συνεργασία µε τον Γιώργο Στρατάκη, έναν αρκετά δηµοφιλή καλλιτέχνη της κρητικής µουσικής κι ένα τραγούδι πρώτο σε µεταδόσεις, το “Παιδιά στην πλατεία”.
Αγαπηµένο τραγούδι από τον νέο δίσκο;
Είναι το “∆εν µπορεί να µιλήσει κανείς”, ένα τραγούδι που µε έκανε να κλαίω όταν το ηχογραφούσα και το τραγουδούσα. Όσοι δικοί µου το άκουσαν το χαρακτήρισαν ανατριχιαστικό κι αυτό σηµαίνει κάτι για µένα.
Εγώ όµως δεν µπορώ να είµαι αντικειµενικός, αν και προσπαθώ να είµαι αυστηρός µε τον εαυτό µου. Αυτό το κοµµάτι, λοιπόν, στάθηκα και το αντίκρισα µε περηφάνια.
Η ελληνική ροκ σκηνή του σήµερα έχει σχέση µε αυτή του χθες; Ακούει ροκ η νεολαία σήµερα;
Καµία απολύτως. Μιλάµε καταρχάς για διαφορετικές εποχές και συνθήκες.
Σήµερα υπάρχει υπερπληροφόρηση, το διαδίκτυο, περισσότερα εργαλεία για να δηµιουργήσει κανείς.
Νοµίζω εκείνη η εποχή είναι περισσότερο ζωντανή στη συνείδηση των ατόµων που είναι άνω των 40 σήµερα.
Η σύγχρονη ροκ έχει βάλει κι άλλα είδη µέσα αλλά και µουσικά όργανα, ενώ κι οι συνθήκες κι ίδια η δισκογραφία διαφέρουν πολύ σήµερα. Άλλη η στάση ζωής που πρέσβευε τότε η ροκ, τώρα παρατηρούµε ότι αρκετοί αποφεύγουν να πάρουν θέση στα τεκταινόµενα, αν κι υπάρχουν συγκροτήµατα που είναι πιο καταγγελτικά, µε ραπ στίχο, πιο σύγχρονο ήχο, που ακούγονται και στις διαδηλώσεις.
Ο κόσµος τώρα έχει στραφεί στο έντεχνο και το παραδοσιακό, οπότε το κοινό της ροκ είναι άλλο. Όσον αφορά στη νεολαία, έχω να διηγηθώ κάτι πολύ ενθαρρυντικό: δούλευα πρόσφατα για τέσσερα χρόνια στο γειτονικό Ρέθυµνο µε φοιτητές κι έπαιζα διασκευές της ελληνικής ροκ σκηνής του ’80 και ’90 κι είδα µεγάλη συµµετοχή από τους νέους. Και µιλάµε για µια γενιά που δεν πρόλαβε αυτή τη µουσική ωστόσο θέλησε να τη γνωρίσει.
Ποια είναι τα πρόσωπα που σε καθόρισαν µουσικά;
Κυρίως οι Παύλος Σιδηρόπουλος και Νικόλας Άσιµος, µετά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, οι Τρύπες, οι Panx Romana.
Εν ολίγοις συγκροτήµατα που έχω δει από κοντά σε πολύ νεαρή ηλικία ή καλλιτέχνες που τα τραγούδια τους πρωτοέπεσαν στα χέρια µου και τους άκουσα. Φυσικά δεν µπορώ να µην αναφέρω τους αδερφούς Κατσιµίχα, µε την αισθητική και την αξιοπρέπεια που διακρίνει κανείς στις συναυλίες τους, µια εµπειρία που θέλω να εφαρµόζω σε κάθε συναυλία µου. Πάνω – κάτω αυτοί είναι οι δικοί µου µουσικοί ήρωες, αυτοί που δέσποζαν στις αφίσες που είχα στο δωµάτιό µου.
Υπάρχει µουσική παιδεία στην Ελλάδα; Γιατί πιστεύεις ότι η πολιτεία την υποβαθµίζει;
Υπάρχει µουσική παιδεία, στα Ωδεία για παράδειγµα γίνεται φανταστική δουλειά. Θεωρώ ότι η µουσική και η πρακτική σε µουσικά όργανα πρέπει να ενταχθεί στα σχολεία από την Α’ ∆ηµοτικού.
Η µουσική καταπραΰνει την ψυχή και οι κύριοι τοµείς που “χτυπά” το κράτος είναι η παιδεία, ο πολιτισµός κι η υγεία.
Αγνοούνται από το κράτος κι ενδεχοµένως τα φοβούνται κιόλας, επειδή δεν θέλουν ο κόσµος να έχει ελεύθερη κριτική σκέψη.
Η µουσική θα πρέπει να είναι κάτι που µας ακολουθεί από τη γέννησή µας, καθώς οι ήχοι της ίδιας της φύσης είναι µουσική. Μουσική παιδεία, λοιπόν, υπάρχει στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κράτος να την αναδείξει δυστυχώς.
Σε τοπικό επίπεδο, ας σταµατήσουµε τα πολλά λόγια και τις ανακοινώσεις και ας περάσουµε σε πράξεις. Τα παιδιά που διαµαρτύρονται έχουν δίκιο, για αυτό και θα πρέπει οι φορείς και οι κατέχοντες θεσµικούς ρόλους να κάτσουν να φτιάξουν αυτό που ο κάθε πολίτης µε κόπο κι ιδρώτα πληρώνει για το παιδί του.
Εγώ πιστεύω πολύ στη νέα γενιά, εκείνη είναι που θα γυρίσει το παιχνίδι.