‘‘Ο Θεός της σφαγής’’, η νέα χειµερινή παραγωγή του ∆ηµοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης (∆ΗΠΕΘΕΚ), ψηλαφίζει τα όρια ανάµεσα στον πολιτισµό και τη βαρβαρότητα, την παιδεία και τα ένστικτα. Ένα έργο γραµµένο πριν από 18 χρόνια που, όµως, “µιλάει” στο σήµερα και που σχεδόν καθηµερινά το βλέπουµε να “παίζεται” γύρω µας. Σε σπίτια, εργασιακούς χώρους, σχολεία, γήπεδα, κέντρα διασκέδασης… παντού.
Οι “διαδροµές” συνοµιλούν σήµερα µε τον σκηνοθέτη της παράστασης Μάνο Βαβαδάκη για την επικαιρότητα του έργου της Γιασµίνα Ρεζά, τον πολιτισµό και τη βία, τη «διαρκή πάλη» που απαιτεί η παιδεία, αλλά και τη χαµένη επιδραστικότητα της τέχνης η οποία συχνά αντιµετωπίζεται ως κοινό προϊόν προς κατανάλωση.
Πώς θα περιγράφατε το έργο που παρουσιάζετε;
“Ο Θεός της σφαγής” είναι ένα σύγχρονο, “φρέσκο” έργο, που έχει γραφτεί το 2006. Βλέπουµε δύο ζευγάρια γονιών που συναντιούνται σε ένα διαµέρισµα για να λύσουν µια διένεξη που είχαν τα παιδιά τους στο σχολείο, όταν το ένα χτύπησε το άλλο µε ένα ραβδί. Με αφορµή αυτή τη συνάντηση θίγονται διάφορα ζητήµατα, ενώ οι ενήλικες καταλήγουν να τσακώνονται χειρότερα από τα παιδιά τους. Τι θα λέγαµε ότι µας “διδάσκει” αυτή η ιστορία; Ότι η συµπεριφορά των παιδιών αντικατοπτρίζει τη συµπεριφορά των γονιών τους, αλλά και πως, όλοι µας, είµαστε υπεύθυνοι για ό,τι συµβαίνει και τη στάση των παιδιών. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, θίγονται, µεταξύ άλλων, το ζήτηµα του σχολικού εκφοβισµού, των σχέσεων, του ερωτήµατος ποιοι ενήλικες είναι ικανοί να µεγαλώσουν παιδιά, τη σχέση της ευρωπαϊκής κουλτούρας µε τις άλλες κ.ά. Όλα αυτά βέβαια µέσα σε µια ατµόσφαιρα ψυχολογικού θρίλερ µε µεγάλες συγχρόνως δόσεις κωµωδίας.
Τελικά όσο κι αν καυχόµαστε για τον πολιτισµό µας συχνά αυτός αποδεικνύεται ένα προκάλυµµα του πρωτογονισµού µας. Πιστεύετε έχουµε κάνει βήµατα ως κοινωνία;
Είναι δύσκολο να κυριαρχήσουµε πάνω στα ένστικτά µας. Στο έργο, στην αρχή, οι γονείς προσπαθούν να πετύχει η συνάντηση, να είναι σωστοί κι ακολουθούν όλες τις αστικές συνήθειες: προσφέρουν καφέ, βγάζουν γλυκό, όταν ακούν κάτι που δεν τους αρέσει δεν επιδιώκουν τη σύγκρουση αλλά το αποσιωπούν κ.λπ. Στο τέλος, όµως, κυριαρχούν τα ένστικτα. Η φύση µας τείνει προς τη σφαγή, προς την κυριαρχία και την επικράτηση πάνω στον άλλο.
Μία από τις βασικές πεποιθήσεις του Ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισµού ήταν ότι η παιδεία µπορεί να εξευγενίσει τον άνθρωπο και έτσι να χτίσουµε µια καλύτερη κοινωνία. Τελικά αυτό είναι µια χίµαιρα;
Νοµίζω ότι τα έχουµε καταφέρει καλά. Αν σκεφτούµε την Ευρώπη πριν τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, ήταν µια ήπειρος σφαγών. ∆εν χρειάζεται να λιθοβολούµε τους εαυτούς µας. Η γενιά η δική µας αλλά και του πατέρα µου δεν έχει γνωρίσει τι θα πει πείνα, δυστυχία, κατατρεγµός. Οπότε θεωρώ ότι έχουν γίνει βήµατα. Από εκεί και πέρα, η παιδεία είναι µια διαρκής πάλη. Πρέπει συνεχώς να περιορίζεις τον εαυτό σου για να ζήσεις µέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Άλλωστε τον θυµό από τη βία τους χωρίζει ένα πολύ µικρό σκαλοπάτι και δεν ξέρει κανείς όταν πιέζεται διαρκώς αν και πότε θα περάσει το όριο ανάµεσα στο να µιλάει πολιτισµένα και σε εκείνο της βίας.
Αναφερθήκατε στον σχολικό εκφοβισµό που θίγεται µέσα και από το έργο. Πού αποδίδετε την έξαρση των φαινοµένων βίας ανάµεσα σε ανηλίκους;
Νοµίζω ότι στον πυρήνα αυτού του προβλήµατος βρίσκεται η συσσωρευµένη πίεση, η καταπίεση της ελευθερίας των ανθρώπων. Γι’ αυτό και µετά την καραντίνα, τα δύο αυτά χρόνια υποχρεωτικού εγκλεισµού, αυξήθηκαν τα περιστατικά βίας. Μία ασφυκτική κατάσταση µπορεί να οδηγήσει σε µια εκτόνωση αυτής της ενέργειας µέσω της βίας. Υπάρχουν βέβαια και άλλες κοινωνικοπολιτικοί παράµετροι…
Σίγουρα παίζει ρόλο και η κανονικοποίηση της βίας µέσα από τα βιντεοπαιχνίδια που παίζουν τα παιδιά…
Μία βία µάλιστα που δεν αφήνει πραγµατικά σηµάδια πάνω στα σώµατα αλλά αφήνει στην ψυχή τους. Εµείς όταν ήµασταν παιδιά και παίζαµε “πόλεµο” νιώθαµε τη βία, υπήρχαν εκδορές, µελανιές κ.λπ. Τώρα σκοτώνεις κόσµο µέσα σε έναν υπολογιστή, σαν να είναι παιχνίδι το να σκοτώνεις.
Η τέχνη µέσα σε όλο αυτό το κοινωνικό περιβάλλον πώς τοποθετείται;
Θα έπρεπε η τέχνη να βρίσκει συνεχώς αφορµές να µιλάει για πράγµατα που απασχολούν το κοινό, αλλά και τους ίδιους τους καλλιτέχνες ως πολίτες. Παρόλα αυτά αισθάνοµαι ότι η τέχνη τα τελευταία χρόνια έχει χάσει τη δύναµή της να επιδρά στα πράγµατα. Έχει γίνει λίγο ελιτίστικη. Σαν να απευθύνεται πια σε ένα περιορισµένο κοινό, στους µυηµένους.
Γιατί έγινε αυτό;
Όταν ο Μπρεχτ στη Γερµανία έκανε λαϊκό θέατρο, όπως το ονόµαζε ο ίδιος, απευθύνονταν σε µια κοινωνία κατεστραµµένη από τον πόλεµο όπου όλοι ήταν στο ίδιο επίπεδο οικονοµικά, κοινωνικά και ψυχολογικά. Στην Ελλάδα η χούντα έκανε πολλούς καλλιτέχνες να συγκρουστούν µε αυτήν. Σήµερα, όµως, µε τι να συγκρουστείς. Ο εχθρός είναι άγνωστος. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο αντίπαλός µας…
Εγώ αισθάνοµαι στις µέρες µας ότι και η τέχνη σαν να αντιµετωπίζεται ως ένα κοινό προϊόν κατανάλωσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάνε στο θέατρο για να περάσουν την ώρα τους. Σαν µην υπάρχει κάτι βαθύτερο σε αυτή την επικοινωνία. Το νιώθετε εσείς αυτό;
Έχει γίνει προϊόν, άλλη µία διαδικασία µέσα στην καθηµερινότητα. Το γιατί γίνεται αυτό χρειάζεται µεγάλη κοινωνικοπολιτική ανάλυση. Πάντως, το ότι έχει χαθεί η τελετουργία του θεάτρου. Ξεχωρίζουν οι θεατές που πάνε θέατρο για να δουν το έργο κι εκείνοι που έρχονται για λόγους κοινωνικούς, για να πουν απλώς ότι ήµουν κι εγώ σε αυτή την παράσταση.
Πώς βλέπετε τον θεσµό των ∆ΗΠΕΘΕ;
Γενικά τα ∆ΗΠΕΘΕ είναι µια “πληγή” για το θεατρικό τοπίο της Ελλάδας. Ξεκίνησαν µε πολύ καλές προοπτικές, µε στόχο να φτάσει στην επαρχία το σύγχρονο θέατρο, αλλά τα περισσότερα –το ∆ΗΠΕΘΕ Κρήτης αποτελεί εξαίρεση- εµπλέκονται σε µικροπολιτικά παιχνίδια µε συνέπεια να έχουν µετατραπεί σε πόλους εξουσίας που έχουν να κάνουν µε τοπικούς παράγοντες. Αυτό έχει ως συνέπεια οι περισσότεροι καλλιτέχνες να µην επιθυµούν να πάνε να δουλέψουν σε αυτά. Το ∆ΗΠΕΘΕ Κρήτης, πάντως, ίσως αυτό να οφείλεται στο πως είναι δοµηµένο ως οργανισµός, έχει κρατήσει ένα πολύ στιβαρό θεατρικό χαρακτήρα. Παράγεται καλλιτεχνικό έργο µε σύγχρονους και καλούς όρους δουλειάς. Υπάρχει, δηλαδή, οµάδα που στηρίζει τους καλλιτέχνες, καλές αµοιβές κι ένας κόσµος που αγκαλιάζει τη δουλειά που γίνεται γιατί αγαπάει το θέατρο και το στηρίζει έµπρακτα.
Η παράσταση
Το ∆ΗΠΕΘΕΚ παρουσιάζει το έργο της Γιασµίνα Ρεζά «Ο Θεός της Σφαγής», που θα κάνει πρεµιέρα στα Χανιά, στο Βενιζέλειο Ωδείο στις 2 Οκτωβρίου. Η παράσταση θα περιοδεύσει σε όλη την Κρήτη ενώ στη συνέχεια θα παρουσιαστεί και στην Αθήνα στο θέατρο «Πορεία».
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Γιώργος Αρχιµανδρίτης
Σκηνοθεσία: Μάνος Βαβαδάκης
Σκηνικά, Κοστούµια: Γιωργίνα Γερµανού
Φωτισµοί: Στέλλα Κάλτσου
Φωτογραφίες αφίσας – προβών – παράστασης: Γιώργος Αναστασάκης
Τrailer: Φωτόπολις Χανιά
Παίζουν: Ιώ Ασηθιανάκη, Φανή Γεωργακάκη, Γιώργος Κριθάρας, Φοίβος Παπακώστας
Παραστάσεις στα Χανιά:
2 έως 10 Οκτωβρίου, Βενιζέλειο Ωδείο Χανίων – Αίθουσα «Μανώλης Σκουλούδης»:
– ∆ευτέρα – Παρασκευή, 21:00 (εκτός Τρίτης)
– Σάββατο και Κυριακή, 18:30 και 21:00
Τιµές εισιτηρίων: 15€, 10€ (τρίτεκνοι, πολύτεκνοι, άνεργοι, µαθητές, φοιτητές, άνω των 65ετών, ΑΜΕΑ)
– Πέµπτη: Γενική είσοδος 10€
Περιοδεία στην Κρήτη
– Παρασκευή 11 Οκτωβρίου Ρέθυµνο, Σπίτι του Πολιτισµού, 21:00
– Τετάρτη 16 Οκτωβρίου Ηράκλειο, Πολιτιστικό και Συνεδριακό Κέντρο – Αίθουσα «Ανδρέας και Μαρία Καλοκαιρινού», 21:00
– Παρασκευή 18 Οκτωβρίου Άγιος Νικόλαος, Κινηµατοθέατρο REX, 21:00
Τιµές εισιτηρίων: 15€, 10€ (τρίτεκνοι, πολύτεκνοι, άνεργοι, µαθητές, φοιτητές, άνω των 65ετών, ΑΜΕΑ)
– Σάββατο 12 Οκτωβρίου Κάντανος, Αίθουσα ∆ηµαρχείου, 20:00
– Κυριακή 13 Οκτωβρίου, Μάλεµε Πολιτιστικό Κέντρο, 20:00
– ∆ευτέρα 14 Οκτωβρίου, Κίσσαµος Αίθουσα ∆ηµαρχείου, 20:00
Γενική είσοδος 8€
Παραστάσεις στην Αθήνα στο θέατρο «Πορεία»:
Από 23 έως 27 Οκτωβρίου
– Τετάρτη έως Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:30
Ηλεκτρονική προπώληση:
https://www.more.com/theater/o-theos-tis-sfagis-1/
και στο ταµείο του θεάτρου 1,5 ώρα πριν από κάθε παράσταση