Τετάρτη, 28 Αυγούστου, 2024

Μανταρινοπέρβολα στα Περβόλια, έµποροι και παραγωγοί

» Ο 94χρόνος Γιώργος Καρεφυλάκης αναστοράται

 

Αυτές τις µέρες βρεθήκαµε και πάλι στο φιλόξενο σπίτι του κ. Γιώργου Καρεφυλάκη, του 94χρονου Περβολιανού για να µας αφηγηθεί µε νοσταλγία αναµνήσεις των παιδικών του χρόνων, σχετικές µε την καλλιέργεια και το εµπόριο των εσπεριδοειδών, κυρίως των µανταρινιών,µα και άλλων φρούτων που ευδοκιµούσαν και καλλιεργούνταν στο χωριό µας.

Κύριε ∆άσκαλε, το χωριό µας, το ξέρεις δα, δεν είναι ανάγκη να στο πω, ήταν και είναι πλούσιο χωριό, γιατί έχει πολλά τρεχούµενα νερά και από τις πηγές στην περιοχή του Γαρίπα, µα και από τον Κλαδισό ποταµό, έτσι τα εσπεριδοειδή και κυρίως η µανταρινιά ήταν το κυρίαρχο δέντρο που καλλιεργούνταν στα ποτιστικά χωράφια.
Η µανταρινιά, ως γνωστόν, κατάγεται από την Κίνα και στην Ελλάδα, λέγεται ότι την έφερε ο Ρώσος ναύαρχος Χέυδεν, δώρο στον ναύαρχο Μιαούλη µετά την ναυµαχία στο Ναυαρίνο (1827)
Στην Κρήτη η µανταρινιά µεταφέρθηκε από την ηπειρωτική Ελλάδα, παρ’ ότι η Κρήτη ήταν ακόµα Τουρκοκρατούµενη και όλα τα τουρκικά µετόχια του κάµπου ήταν γεµάτα µανταρινιές.
Έτσι και του παππού µου το µετόχι είχε πολλές µανταρινιές, αρκετές λεµονιές και λιγότερες γλυκές πορτοκαλιές, τύπου Σέκερι, συκέρια, τα λέµε εµείς, από την τουρκική λέξη seker που σηµαίνει ζάχαρη- καραµέλα – γλυκό.
Το περβόλι ο παππούς µου το βρήκε «κακοπορεµένο» γιατί οι Τούρκοι τα τελευταία χρόνια, «ανέµιζαν» το φευγιό τους και τα είχαν παρατήσει στο έλεος του Θεού, έτσι βάλθηκε να του δώσει πάλι ζωή, φύτεψε νέα δέντρα και στην Κατοχή και λίγο µετά ακούστε τι έκανε.
Στον παλιό ∆ήµο Χανίων, µετά την Κατοχή και ο πληθυσµός ήταν πολύ µικρότερος από σήµερα, µα και οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο της κατανάλωσης και έτσι τα απορρίµµατα ήταν πολύ λίγα και τα µάζευαν µε κάρα (σούστες) τα πετούσαν και τα έκαιγαν στην Μοναχή Ελιά στο Βαµβακόπουλο, εκεί που τώρα είναι το γήπεδο.
Ο παππούς µου, λοιπόν ενοικίαζε για τρεις τέσσερις µήνες τα σκουπίδια της πόλης, τα έφερναν τα κάρα και τα σώριαζαν σε ένα ανοιχτό χωράφι, επί τόπου είχε δικό του εργάτη,τον φιλότιµο και εργατικό Μικρασιάτη, τον Σάββα τον Κόψη που µάζευε και πετούσε τα σιδερένια κονσερβοκούτια, τότε δεν υπήρχαν πλαστικά και άλλες µη ανακυκλώσιµες συσκευασίες και όλα τα υπόλοιπα σε 5-6 µήνες µετατρέπονταν  σε τέλειο οικολογικό λίπασµα της εποχής.
Φρόντιζε, επιπλέον, τις µανταρινιές, κλαδεύοντας της µε καλούς µαστόρους, ένας τέτοιος καλός µάστορας ήταν ο Χρήστος ο Τζολάκης, αραιώνοντας τους καρπούς για να γίνουν πιο ποιοτικοί και οργώνοντας και ποτίζοντας τις.
Έτσι από το τέλος του Καλοκαιριού που άρχισε να φαίνεται καθαρά η παραγωγή, τον πλησίαζαν οι έµποροι που ήθελαν ποιοτικό µανταρίνι.
Χωριανοί καλοί και τίµιοι έµποροι ήταν πρώτα και κύρια οι Μικρασιάτες : Αναστάσιος Τσακιρίδης και ∆ιαµαντίδης Αλέκος, µάλιστα ο ∆ιαµαντίδης είχε άλλα 4 αδέρφια, δυο από τα οποία είχαν κατάστηµα στην Λαχαναγορά Αθηνών και ό,τι αγόραζε τα έστελνε εκεί… Χωριανοί ντόπιοι ήταν ο Κουκάκης ο Κυριάκος  και ο Κουκάκης ο Γιώργης, που και αυτοί είχαν αρκετούς πελάτες και προµηθευτές.
Θυµούµαι ,τις φιλότιµες και ειλικρινείς προθέσεις των εµπόρων προς τους µικρούς παραγωγούς , που πάντα είχαν οικονοµικές δυσκολίες και για να τους εξυπηρετήσουν µα και για να  «καπαρώσουν» την νέα σοδειά.
Σε πλησίαζε ο έµπορος , συνήθως στο καφενείο. – Καλησπέρα, Γιώργο, πώς πάει το µανταρίνι; καλό δείχνει ε!.
– Ναι καλό είναι, νωρίς είναι βέβαια.
– Μήπως έχεις κάποια δυσκολία, κάποια ανάγκη, να σου δώσω κάτι απέναντι
Θυµούµαι όµως και τις πονηριές των εµπόρων που έρχονταν από άλλα χωριά ή από τα Χανιά.
Μπαίνανε στο περβόλι, λίγο πριν να ωριµάσουν τα µανταρίνια και λέγανε στον αφεντικό.
– Καλά είναι τα µανταρίνια, έχει βέβαια πολλά ψιλά (µικρόκαρπα) θα τα πάρω «κουτουρού» (δάνειο από την τουρκική γλώσσα goturu) που σηµαίνει, µε το µάτι, χωρίς να υπολογίζω, στην τύχη, εγώ µε το µάτι τα λέω για 4 τόνους.
– Μα!!! έλεγε ο αφεντικός, πέρυσι που είχε και πιο λίγα έβγαλε µε το ζύγι 5 και τόνους
Αν τα βρίσκαν στην συνέχεια , έχει καλώς.
Ειδάλλως, πρότεινε, ο πονηρός έµπορος να τα πάρει µε το ζύγι και δέχονταν ο παραγωγός..
Ο έµπορος τότε, που είχε δικό του συνεργείο, έλεγε µυστικά στην γυναίκα που τα συσκεύαζε να κανονίσει σε µερικά τελάρα που θα ζύγιαζε να τα βάλει µε τέτοιο τρόπο που να δείχνει γεµάτο το τελάρο, αλλά να έχει ένα µε ενάµιση κιλά λιγότερα. Έτσι ζυγιάζοντας τα σηµαδεµένα τελάρα «έκλεβε» τα ανάλογα κιλά στο σύνολο των τελάρων.
Τα τελάρα στη συνέχεια, µέχρι και το 1955 περίπου υπήρχαν κιβώτια ξύλινα µε καπάκι που έβαζαν 25 µε 30 κιλά τα φόρτωναν από το παλιό λιµάνι σε µότορσιπ, σιδερένια µεγάλα καΐκια 350 -400 τόνων και τα πήγαιναν στον Πειραιά.
∆ούλεψα κι εγώ σε αυτά τα µότορσιπ για δυο χρόνια γύρω στο 1955, πριν να πάω στα ποντοπόρα και από το πολύ ταρακούνηµα σε κάθε τρικυµία «έβγαζα τα σκώτια µου».
Εκτός από µανταρίνια στο χωριό µας πιο παλιά είχαµε µεγάλη παραγωγή και από «καΐσια» αρωµατικά (βερίκοκα) και «τζάνερα» λογιών λογιών (κορόµηλα) και αυτά τα αγόραζαν πάλι οι έµποροι, τα κουβαλούσε ο κάθε παραγωγός σε ορισµένο σηµείο στο χωριό, ζυγιάζονταν και πληρώνονταν επί τόπου, στη συνέχεια ο έµπορος  προχωρούσε στην συσκευασία και στην µεταφορά στην Αθήνα.
Οι µικροί παραγωγοί, µανταρινιών, πορτοκαλιών, λεµονιών, καϊσιών, τζάνερων, αχλαδιών, σύκων, σταφυλιών, δέσπολων και οτιδήποτε άλλων φρούτων, µα και κηπευτικών φασολιών, κολοκυθιών ,αγγουριών, ντοµάτων, χορταρικών κλπ τα µετέφεραν, ό,τι είχε ο καθένας, µε το «κτήµα  του» γαϊδουράκι , µουλάρι ή άλογο στα Χανιά και τα πουλούσαν  στους ντόπιους  εµπόρους.

ΑΝΑΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΑ.
Στο σηµείο αυτό αναστοράται και ο καταγραφέας Μανιαδάκης Γεώργιος τις δικές του αναµνήσεις και εµπειρίες. Μαθητής Πέµπτης και ‘Εκτης ∆ηµοτικού 1959-60, τα Καλοκαίρια που ο πατέρας µου µετέφερε στα Χανιά, τα ονοµαστά σύκα από το Ανίµπαλη, αχλάδια κοντούλες ή µαυράπιδα, λεµόνια δίφορα κ.ά., τον παρακαλούσα , πότε πότε να µε παίρνει µαζί του.
Ξυπνούσαµε στις 4 την νύχτα, ετοιµάζαµε το φορτίο στο γάιδαρό µας, µε προσοχή, υπόψη ότι ήταν «τσινιάρης» (κλωτσούσε ), µαζί έρχονταν και άλλοι γειτόνοι, από τον Γαρίπα, ο Βουλγαράκης ο Μαθιός, ο Τσακάκης ο Παντελής, ο Παπαδάκης ο Παντελής, οι Ηλιάκηδες και από τα Μαριανά οι Στρογγυλήδες..
Στις 5.30 είχαµε φτάσει στα Χανιά «το παζάρι» γινότανε, κάθε εργάσιµη µέρα, µέσα στον ελεύθερο χώρο της ∆ηµαρχίας, που υπόψη ήταν πλακόστρωτο, σαν καλντερίµι έµοιαζε, ξεφορτώναµε ό,τι κρατούσαµε, µε άφηνε για λίγο φύλακα ο πατέρας µου και πήγαινε τον γαϊδαρό µας στα «Χάνια», στου Μποφίλιο το χάνι, ήταν και άλλα πολλά ,σε όλη την σηµερινή οδό  Γρηγορίου Ε’ ,που τότε λεγόταν  Χάνια, σήµερα λίγοι  θυµούνται την ιστορία και τη χρήση αυτής της οδού.
Σε λίγο ερχόταν οι έµποροι, µανάβηδες κυρίως, όχι ιδιώτες ή νοικοκυρές, δεν ήταν λαϊκή, κοιτάζανε τα πράγµατα , δίναν τιµές, συµφωνούσαν και ζύγιαζαν , ακούστε πώς;
Ο ∆ήµος Χανίων είχε δικό του  «καντάρι» το έβγαζε στον πλειστηριασµό,  το έπαιρνε κάποιος,, τότε θυµάµαι  το είχε πάρει ο Παναγιώτης ∆ηµητρουλάκης από το χωριό µας και αυτός ήταν ο επίσηµος ζυγιστής.
Κρατούσε  το καντάρι και ένα γερό ξύλο δυο µέτρα περίπου και όπου φώναζαν: Καντάρι !!! πήγαινε ζύγιαζε  και έπαιρνε µια δραχµή για πληρωµή.
Γύρω στις 8.30 είχαν πουλήσει οι παραγωγοί ό,τι είχαν φέρει και οι µανάβηδες είχαν µεταφέρει, συνήθως  µε τα καρότσια των «χαµάληδων» (αχθοφόρων) στα µαγαζιά τους τα ολόφρεσκα προϊόντα .
Θυµούµαι καλούς πελάτες του πατέρα µου , τον Ηρακλή τον Κελαϊδή, τον Ξηράκη τον Μανώλη και τον Στυλιανουδάκη τον Αντώνη στην Αγορά, εκτός αγοράς ήταν ο Νίκος ο Σκορδυλάκης και διάφοροι άλλοι.
Εγώ ,µετά , παρακαλούσα τον πατέρα µου να µε πάει στο λιµάνι να δω τα καΐκια, φοβόµουν όµως συγχρόνως τη θάλασσα και του κρατούσα σφιχτά το χέρι, ορισµένες φορές πηγαίναµε και τρώγαµε µπουγάτσα στου Ιορδάνη, ψωνίζαµε  ό,τι µας είχε παραγγείλει η µάνα µου  ή και γειτόνισσες, παίρναµε οπωσδήποτε και φρέσκο ψιλό ψάρι και καβάλα στο γαϊδουράκι µας , ο πατέρας µου στο σαµάρι και εγώ στην καπούλα γυρνούσαµε κατά τις 11 στο χωριό.
Αξέχαστες εποχές , βασανισµένη ζωή, ήρεµη όµως και το σπουδαιότερο κοντά στην φύση.
Τώρα είναι όλα  αλλιώτικα, λιγότερος κόπος  ναι, αλλά το άγχος του χρόνου να προλάβουµε , τι άραγε; και το άγχος να τα αποκτήσουµε όλα, για ποιον σκοπό άραγε;  Κάνουν την διαφορά.

*Για την καταγραφή και επιµέλεια του κειµένου Μανιαδάκης Γεώργιος, συν/χος ∆άσκαλος

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα