Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί για περισσότερα από 1.100 χρόνια τον καθρέφτη του πολιτισμού του λαού μας. Είναι η ίδια η ψυχή και το πνεύμα του. Το μαντήλι έχει ενεργή παρουσία στο δημοτικό τραγούδι.
Εδώ και εκατοντάδες χρόνια σηματοδοτούσε και συμβόλιζε προσωπικές καταστάσεις για τον άνδρα, που το έφερε κυρίως στην τσέπη του (εσωτερικά ή εξωτερικά) ή τη γυναίκα, που το έφερε στο κεφάλι ή στον λαιμό της. Το κεντημένο μαντήλι: Οι πρώτες απεικονίσεις παραστάσεων εμφανίζονται σε άρματα και ιδίως σε ασπίδες και από εκεί πέρασε σε ρούχα (μαντήλια κ.λπ.).
Ήταν σκηνές του ειρηνικού βίου και όχι του πολεμικού, δηλωτικές της βούλησης των πολεμιστών, να γυρίσουν γρήγορα στην ειρηνική ζωή. «Η βασιλίς» όλων των περιγραφών είναι αυτή της ασπίδας του Αχιλλέα, που έφτιαξε ο Ήφαιστος.
Με εμπνευσμένη διασκευή του ο Κώστας Κρυστάλλης δόμησε «το κέντημα του μαντηλιού». Στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας, στίχους 442-617, έχουμε την αποθέωση της ειρήνης και της όμορφης ζωής.
«…Βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια επάνω,/ βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι,/ κι όλα τ’ αστέρια, ως στεφανώνουνε τον ουρανό τρογύρω/… τις νύφες παίρναν απ’ τα σπίτια τους με φώτα, με λαμπάδες… κι έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ χωράφι,/… Άγουροι εκεί κι ακριβαγόραστες παρθένες είχαν στήσει/ χορό κι ο ένας του αλλού εκρατούσανε πα στον αρμό τα χέρια…».
Στο μαντήλι διαχρονικά οι γυναίκες και ιδίως όσες αγαπούσαν έναν άνδρα, κεντούσαν παραστάσεις από την όμορφη ζωή. Στίχοι της δημοτικής ποίησης επιβεβαιώνουν αυτό: «Πέρα σ’ εκείνη την καρυά, την αστραποκαμένη,/ οπόχει στην κορφή σταυρό, στη ρίζα το πηγάδι,/ κι έσκυψα να πιω νερό, μα τον άσπρο της λαιμό,/ να πιω και να γιομίσω, την καρδιά μου να δροσίσω./ Κι έπεσε το μαντήλι μου, καημόν πούχε τ’ αχείλι μου,/ γιε μ’, το χρυσοκεντισμένο, μια χαρά ήταν το καημένο./ Στίντος μου το κεντούσανε, όλο το τραγουδούσανε,/ τρίγ’ απάρθενα κοράσια, σαν του Μάη τα κεράσια./ Η μια κεντούσε τον αητό, μαύρ’ είν’ τα μάτια π’ αγαπώ,/ γιε μ’ κι η γιάλλη τον πετρίτη, μια Παρασκευή και Τρίτη».
Το λερωμένο μαντήλι: Αναφέρεται στους ξενιτεμένους. Αυτοί βρίσκονται πολύ μακριά από τις γυναίκες, τις οποίες αγαπούν (σύζυγο, αδελφή, μνηστή, ερωμένη) και οι οποίες θα το έπλεναν. «Γιάννη μου, το μαντήλι σου, τι το ’χεις λερωμένο;/ Το λέρωσε η ξενιτειά, τα έρημα τα ξένα./ Πέντε ποτάμια το ’πλυνα κι έβαψαν και τα πέντε…». Σε άλλο τραγούδι για τον ξενιτεμένο, που λείπει χρόνια από το σπίτι του, έχουμε: «…Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου παραγγείλω;/ Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,/ να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι/ τα δάκρυα είναι καυτά και καίνε το μαντήλι».
Το πλύσιμο του μαντηλιού: Τα ρούχα στα παλαιά χρόνια πλένονταν από τις γυναίκες στις βρύσες ή στα πηγάδια. Εκεί άναβαν φωτιές και ζέσταιναν νερό στα καζάνια. Για καθαριστικό υλικό χρησιμοποιούσαν το σαπούνι ή την αλισίβα (σκόνη από τη στάχτη των ξύλων). Συνήθως πήγαιναν πολλές γυναίκες μαζί και έστηναν συν τοις άλλοις μικρή γιορτή. Όταν εδιάβαινε ένας ξένος άνδρας, συνήθως σταματούσε στη βρύση, για να πιεί δροσερό νερό και να ξεκουραστεί. Έδινε το μαντήλι του στην κόρη που έπλενε τα ρούχα της, να του το πλύνει.
Σημειολογικά ήταν ερωτική πρόταση. Εάν η κόρη εδέχετο να πλύνει το μαντήλι, εσήμαινε αυτό αποδοχή της προτάσεως. Ένα τραγούδι έμμεσης αποδοχής μιας τέτοιας προτάσεως, αλλά στο τέλος πικρής απορρίψεώς της, επειδή η κόρη ήταν παντρεμένη, είναι αυτό «της Γιούλας», που επιχωριάζει κυρίως στην Ήπειρο, είναι δε αρτιότατο και λυρικότατο. «Εξέφεξε η ανατολή και πάει η πούλια γιόμα./ Παίρνω κι εγώ το γρίβα μου και πάω να τον ποτίσω./ Βρίσκω την κόρη που ’πλενε τ’ ανδρός της τα μαντήλια. Σαράντα σίκλους έριξε και στους σαράντα ένα/ έκλαψα πικρά για μένα».
Σε μια άλλη περίπτωση ενδοτικότητος γυναίκας για το πλύσιμο του μαντηλιού, έχουμε τη δολοφονία της από τον άνδρα της. Το περιστατικό έχει συμβεί στα χωριά της Βορείου Ηπείρου γύρω στο 1840. Ο Μενούσης, Αλβανός ληστής, διασκεδάζει με τον Μπιρμπίλη, επίσης Αλβανό λήσταρχο και τον Μεμέτ-αγά. Γνωρίζουμε ότι ο Μπιρμπίλης συνελήφθη, δικάστηκε στα Γιάννενα και εκτελέστηκε εκεί απ’ τους Τούρκους γύρω στα 1850. «Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεμέτ-αγάς./ Σε κρασόπουλο πηγαίναν, για να φάν’, να πιουν./ «’Κεί που τρώγαν, ’κεί που πίναν και κουβέντιαζαν/ κάπως ’πέσαν σε κουβέντα για τις όμορφες./ Όμορφη γυναίκα οπού ’χεις, βρε Μενούση αγά./ Πού την είδες, πού την ξέρεις και την ’μολογάς;/ Χθες την είδα στο πηγάδι που ’παιρνε νερό/ και της ’ριξα το μαντήλι μ’ και μου το ’πλυνε./ Ο Μενούσης μεθυσμένος πάει τη σκότωσε,/ το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαιγε./ Σήκω, ρούσα μ’, σήκω πάπια μ’, σήκω ερωταριά μ’./ Σήκω, ντύσου και χτενίσου κι έμπα στο χορό./ Να σε ιδούν τα παλληκάρια να μαραίνονται,/ να σε ιδώ κι εγώ, ο καημένος, να σε χαίρομαι».
Το δέσιμο του μαντηλιού: Η σεμνότητα επέβαλε οι γυναίκες, που φορούσαν μαντήλι να το έχουν δεμένο. Το λυμένο μαντήλι στη γυναίκα ήταν ένδειξη απειθαρχίας και τοτινού προώρου φεμινισμού. Μία τέτοια γυναίκα ήταν και η Μαρία η Πενταγιώτισσα, η οποία πήγαινε ακόμη και στην Εκκλησία με λυμένο μαντήλι. Ακόμη και όταν οι βασιλείς (Όθων και Αμαλία) επισκέφθηκαν την περιοχή της ( Σάλωνα) και η ξακουστή Μαρία έσυρε πρώτη το χορό.
Επίσης στην Ήπειρο έχουμε: «Μια κόρη Τζουμερκιώτισσα δεν δένει το μαντήλι. Στα σταυροδρόμια θέριζε όλο το μεσημέρι…».
Το μαύρο μαντήλι: Ένδειξη πένθους για τις γυναίκες. Σε πολλά τραγούδια χαροντικά ή μοιρολόγια, έχουμε στίχους που αναφέρονται στα μαύρα μαντήλια.
Κόκκινο μαντήλι: Κόκκινο, το χρώμα της χαράς και του βαθέος έρωτος. Πλείστοι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού σχετικοί με το θέμα αυτό.
Χρυσό μαντήλι: Το πολύ ακριβό μαντήλι, συνήθως μεταξωτό και ομορφοκεντημένο, χρησιμοποιούμενο σε ειδικές περιστάσεις (αρραβωνιάσματα, γάμος, επιστροφή ξενιτεμένου, καθαρισμός πληγής αγαπημένου κ.ο.κ.). «Αυτά τα μάτια σ’, Δήμο μ’, τα όμορφα, τα φρύδια σ’ τα γραμμένα,/ αυτά με κάνουν κι αρρωστώ και πέφτω και πεθαίνω./ Για πάρε Δήμο μ’ το σπαθάκι σου και κόψε το λαιμό μου/ και μάσε και το αίμα μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι./ Και πάαιενε, Δήμο μ’ στα εννιά χωριά, στα δέκα βιλαέτια./ Κι αν σε ρωτήσουν τι είν’ εκεί, το αίμα της αγάπης».