Κατά τη δεκαετία του 1930 άρχισα να θυμάμαι τη ζωή. Τότε τα έθιμα ήτανε αυστηρά και τα ταμπού επηρεάζανε τη ζωή μας σε μεγάλο βαθμό. Ως νεαροί και ακόμα αργότερα, αποφεύγαμε να πάμε όπου ήτανε κοπελιές για να μην σχολιαστούμε δυσμενώς. Όμως η προηγούμενη από τη δική μου γενιά, συχνά θα μπορούσε ένας νεαρός να τραγουδά μια ξένη ομορφούλα, χωρίς να ξέρει εκείνη τίποτα. Θα αναφέρω εδώ μερικές μαντινάδες προϊόν του “πονόδοντου” των νεαρών για τις όμορφες, διότι ό,τι και αν απαιτούσανε τα ταμπού, οι καρδιές των νεαρών ήτανε στην ίδια θέση όπως πάντα και πάντα χτυπούσανε με τον ίδιο ρυθμό. Οι δε κοπελιές δεν ήτανε αμέτοχες στο φαινόμενο.
1. Οι νέοι τις δεκαετίες 1910-1920 υπηρετήσανε για χρόνια στους πολέμους. Όταν απολύθηκε ένας νεαρός της εποχής εκείνης από τον στρατό ετραγουδούσε την παρακάτω μαντινάδα για μια κοπέλα που του προκαλούσε “πονόδοντο”.
Την… την καστρινή μου βιόλα
τόσο καιρό που τσ’ έλειπα, ποιος την επαρηγόρα.
2. Εκεί που είναι τώρα η δυτική πλατεία του Βουβά ήτανε το κοινοτικό πηγάδι, κάτω ακριβώς από εκεί που είναι τώρα το ηρώο. Το πηγάδι αυτό το λέγαμε “φονοπήγαδο” Την τοποθεσία την λέγαμε “Λειβαδάκι” και ένας νεαρός της εποχής ετραγουδούσε την παρακάτω μαντινάδα:
Κοντά στο Φονοπήγαδο είναι το Λειβαδάκι
Εκειά αγαπώ μια κοπελιά ….άκη
Η κοπέλα το έμαθε και του μήνυσε:
Δεν είναι για τα δόντια σου το χάσικο κουλούρι
Δεν είμαι για τα χέρια σου…
3. Ένας νεαρός έβοσκε τα πρόβατά του σε κοντινό χωριό ενώ η οικογένειά του έμενε μακριά του. Όταν έσκισε λίγο το παντελόνι του απογύριζε για να μη τον βλέπουνε με το σκισμένο παντελόνι. Οι κοπελιές που βέβαια τον λιμπίζοντας, βγάλανε την παρακάτω μαντινάδα, αφού ανακάλυψαν το πάθημά του.
Ένα παιδί απ’ τον Βουβά λιγάκι απογυρίζει
το παντελόνι του έσκισε κι ο κ… του βγορίζει
Ο νεαρός το έμαθε και των μήνυσε:
Το παντελόνι μου έσκισα, δεν έχω ‘γω προστάτη
Μα πάρε τη βελόνα σου κι έλα να μου το ράψεις.
4. Τα χρόνια εκείνα τα πιο πολλά πρόβατα πηγαίνανε στα χειμαδιά. Πήγαιναν μετά τα Χριστούγεννα και γυρίζανε τέλη του Μάρτη. Μια κοπέλα που αγαπούσε ένα βοσκόπουλο, έβγαλε τη μαντινάδα:
Θε μου και πέρνα τον καιρό, να φέρεις και το Μάρτη
που ταξιδεύουν τα πουλιά και το πουλί μου να ‘ρθει.
5. Ένας νεαρός κατά τη δεκαετία του 1920 ετραγουδούσε την κοπέλα που τον ενδιέφερε με την παρακάτω μαντινάδα:
Εις του… την αυλή μια αίγα κι ένα ρίφι
Χριστέ και να ‘μουνα γαμπρός και η…. του νύφη.
6. Ένας νεαρός εζωγράφιζε την κοπέλα που τον ενδιέφερε με την παρακάτω μαντινάδα:
Μαύρα ‘ν’ τα μάθια π’ αγαπώ και μελανά τα φρίδια
Μαύρα και τα μαλλάκια τζη μα κάνουν δαχτυλίδια
7. Σε ένα γάμο επέρασε μπροστά από ένα νεαρό μια πεντάμορφη κοπέλα. Όχι βέβαια σκόπιμα. Αυτή φορούσε μαύρα, διότι ένας αδελφός της εσκοτώθηκε στη Μικρά Ασία. Ο νεαρός ετραγούδησε τη μαντινάδα:
Το μαυροφόρικο πουλί επέρασε απ’ ομπρός μου
κι έλαμπε σαν τον ήλιο και θάμπωσε το φως μου.
Ο αδελφός της κοπέλας ήτανε στην παρέα και άμα άκουσε την μαντινάδα αυτή του είπε με μαντινάδα:
Σ’ αγαπούνα κι αγάπας με, μού ‘λεγες κι ελεγά σου
Απού το σήμερο κι ομπρός γύρευε τη δουλειά σου.
Αυτό το συνήθειο, που δεν είχε καμιά χάρη, δεν υπάρχει τώρα.