Γ. ΚΑΜΒΥΣΕΛΗΣ, Γ. ΜΑΛΑΞΙΑΝΑΚΗΣ, Ν. ΘΕΟΔΩΡΟΓΛΑΚΗ
Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Δύο ρίμες και δέκα μαντινάδες για το λιομάζωμα διανθισμένες με σχετικούς πίνακες ζωγραφικής στον σημερινό Παιδότοπο, καθώς έφτασε ο καιρός “που βγαίνουν στις ελιές”, για να θυμηθούμε το γνωστό τραγούδι του Κώστα Μουντάκη. Από τους καλούς μου φίλους και εκλεκτούς συνεργάτες της εφημερίδας μας Γιώργο Καμβυσέλη (Σφηναριώτη) και Γιάννη Μαλαξιανάκη (Εννιαχωριανό) οι ρίμες και από γνωστή μαντιναδολόγο, Νεκταρία Θεοδωρογλάκη, επίσης καλή μου φίλη, οι μαντινάδες. Στη Μυτιλήνη το νησί του, απ’ όπου κατάγεται, μας πηγαίνει ο πρώτος, στο Βλάτος το χωριό του, στην Κίσαμο, μας πηγαίνει ο δεύτερος. Σ’ άλλες εποχές μας “ξεναγούν” με τους υπέροχους δεκαπεντασύλλαβους τους “οι δύο πρώτοι, στα τελευταία χρόνια η Νεκταρία.
Από καρδιάς οι ευχαριστίες μου και στους τρεις που ανταποκρίθηκαν στην πρότασή μου, που ξεκίνησε από μια κουβέντα, για άλλο θέμα, με τον Εννιαχωριανό. Και γιατί είμαι σίγουρος ότι θα αρέσουν ιδιαίτερα οι συνεργασίες τους στα σημερινά παιδιά τα φιλαράκια τα καλά…
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης,
δάσκαλος
Μαντινάδες
Αρχίζει το λιομάζωμα, φίλε μου μην ξεχάσεις
να πάρεις το ραβδιστικό, τα λιόφυτα να πιάσεις.
Κάθε Νοέμβρη στο χωριό, τα δίχτυα πάντα στρώνω,
ανε το θέλει ο Θεός, πολλές ελιές μαζώνω.
Κάθε χειμώνα στο χωριό μ’ αρέσει να δουλεύω.
κοντά στη φύση βρίσκομαι και τις ελιές μαζεύω.
Το λιόδεντρο χρυσό καρπό, στον Κρητικό χαρίζει.
Και κείνος με υπομονή κάθε δεντρί ραβδίζει.
Ευλογημένη η ελιά και ο καρπός που κάνει
στο καντηλάκι η γιαγιά αγνό λαδάκι βάνει.
Πήρα κλαδιά απ’ την ελιά και σιάζω σου στεφάνι.
πόσο μικρή μου σ’ αγαπώ, ο νους σου δεν το βάνει.
Το λιόφυτο τσ’ αγάπης μας ποτίζω κάθε τόσο
εμίσεψες και καρτερώ να ’ρθεις να σ’ ανταμώσω.
Όπως ο δάκος την ελιά την καταστρέφει πάντα.
έτσι κι εσύ με πλήγωσες και δεν κατέχω γιάντα.
Πώς να ανθίσει η ελιά, αν ο Θεός δεν βρέξει.
χωρίς εσένα η καρδιά μονάχη πώς ν’ αντέξει.
Στο λιόφυτο που φύτεψα θα πάρω μαζωχτάδες.
μόνο αυτούς που ξέρουνε και λένε μαντινάδες.
Νεκταρία Θεοδωρογλάκη
Είμαι η ελιά, η Μυτιληνιά ελιά
Είμαι η ελιά, είμαι η ελιά, η Μυτιληνιά ελιά.
Κάθε δυο χρόνια καρπίζω και τα κιούπια σας γεμίζω
με χυμό κεχριμπαρί, που αξίζ’ όσο βαρεί.
Αδερφοχτέ μου γροίκα με, μα πράμα δε θα πάθεις,
του τόπου μου τα έθιμα και τσι δουλειές σα μάθεις.
Θε να σου πω για τσι ελιές, στη φάμπρικα πριν πάνε,
παλιά πως τσι μαζώνανε, λαδάκι για να φάνε.
Στον τόπο που γεννήθηκα, κατέεις, Μυτιλήνη,
δυο ράτσες ήταν οι ελιές, την εποχή εκείνη.
Αδραμιτινή ‘ναι η μια και Κολοβή η άλλη,
που δίνουν μπόλικο καρπό, χρονιά και την παράλλη.
Το λάδι τους, πολύ λαφρύ, νόστιμο κεχριμπαρί,
γενιές πολλές μας έθρεψε κι αξίζει όσο βαρεί.
Μα σαν ερχόταν ο καιρός, λιομάζωμα ν’ αρχίσει,
συναγερμός εβάραγε, όλους να τους ξυπνήσει.
Καλάθια παίρναν σύναυγα, τσουβάλια και ταγάρια
και οι γυναίκες πάγαιναν, καβάλα στα …ποδάρια.
Οι άντρες πρωτοπάγαιναν, στο λιόφφυτ’ ανταμώναν,
με τέμπλες ράβδιζαν αυτοί κι οι κοπελιές μαζώναν.
Μία προς μία μαζώνανε, τς ελιές από το χώμα
και σε καλάθια τς έβαναν, ή σε κοφίν’ ακόμα.
Το ράβδισμα γινότανε, με τέμπλες από κάτω,
μα και στο δέντρ’ ανέβαιναν, …κοπέλι μου κεφάτο.
Το μάζωμα τελείωνε, ο χρόνος πριν γυρίσει
κι όχι κοντά Ιούνιο, πριν δάκο να γεμίσει.
Ο λαϊκός ζωγράφος μας, γνωστός στην οικουμένη,
πίνακα τούτα έκανε κι αιώνια θα μένει.
Για το Θεόφιλο ομιλώ, π’ έχεις γράψει και εσύ,
που έζησε και πέθανε, στης Λέσβου το νησί.
Σήμερα στο λιομάζωμα, δίχτυα και ραβδιστικά,
τον πρώτο λόγο έχουνε, για όλους φυσικά.
Σφηναριώτης
Τα ελιδομαζώματα παλιότερα και τώρα
Ρίμα σας γράφω φίλοι μου, για τον παλιό τον τρόπο,
που εμαζώνανε τς ελιές κι ας κάνανε και κόπο,
οι πρόγονοί μας κάποτε, σε περασμένα χρόνια,
για να γνωρίζουν τα παιδιά, να μάθουν και τ’ εγγόνια.
Μόνο γυναίκες δούλευαν, σ’ αυτή την εργασία,
σε μέρες χειμωνιάτικες, βροχή και υγρασία.
Οι άντρες καθαρίζανε, τα λιόφυτ’ από κάτω,
από τ’ αγκάθια του αγρού και πιο πολύ το βάτο.
Για να τα παίρνουν ύστερα, χωρίς ν’ αγκυλωθούνε,
κοπέλες που μαζεύανε, λάδι να παντρευτούνε.
Μαζώχτρες βρίσκανε πολλοί, απ’ τα χωριά τα άλλα,
ατσίδες στο λιομάζωμα, γρήγορες σαν τη μπάλα.
Κάθε μαζώχτρα έκανε κι ένα σωρό δικό τση,
ανάλογα με τις ελιές, ήταν το μερδικό τση.
Γι αυτό συναγωνίζονταν, ποια θα γεμίσει πρώτη,
τον κάλαθο για να φανεί, άξια στον εργοδότη.
Να ‘χει για την επόμενη, βεδέμα πιάσει θέση,
αφού εις τον αφεντικό, περίσσια θα αρέσει.
Κι αν ήταν και φανισιμιά, ίσως την κάνει ταίρι,
που θα ‘ναι για τη μάνα τση, το πιο καλό χαμπέρι.
Δύσκολη ήταν η δουλειά, μα το διασκεδάζαν,
μαζώχτρες και αφεντικά, σ’ ένα καζάνι βράζαν.
Την προίκα τους μαζεύανε, ανύπαντρες κοπέλες,
μα πάνω στη δουλειά πολλές, εκάνανε και …τρέλες.
Έτσι περνούσε η ζωή, στα χρόνια τα φευγάτα,
μα οι καιροί αλλάξανε και πήραμ’ άλλη στράτα.
Η αγροτιά μας σήμερα, νέο ευρήκε τρόπο,
κι οι βάτοι δεν τσιτώνουνε, τα χέρια των ανθρώπω.
Πάει εκείνος ο καιρός, που μάζωναν το λάδι,
μαζώχτρες από το πρωί, μέχρι αργά το βράδυ.
Στη πάνω στήλ’ αδερφοχτός, από τη Μυτιλήνη,
μιλεί για την πατρίδα του και η σελίδα κλείνει.
Εννιαχωριανός