Η «Ηρωίδα της Μυκόνου», όπως αποκαλούσαν τη Μαντώ Μαυρογένους κατά την Επανάσταση, ανήκε στην οικογένεια των Μαυρογένηδων που θυσίασε πολλά στον αγώνα για την απελευθέρωση του Εθνους.
Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1797. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε. Μιλούσε Ιταλικά, Γαλλικά και Τούρκικα.
Λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση η οικογένειά της γύρισε στην Ελλάδα. Η μικρή Μαντώ έζησε στο απλό και ήρεμο περιβάλλον της Τήνου κοντά στον σοφό και ενάρετο θείο της ιερέα Μαύρο.
Η φλογερή φιλοπατρία του θείου της επέδρασε βαθιά στον χαραχτήρα της και έσπειρε στην ψυχή της τον καλό σπόρο που έδωσε αργότερα γλυκείς καρπούς πίστης και αγάπης στην πατρίδα.
Ηταν νέα, ψηλή, ωραία, ενθουσιώδης κι οι ολόμαυρες, γυαλιστερές μπούκλες των μαλλιών της, γλιστρούσαν και χύνονταν στους ώμους της. Το πρόσωπό της πανέμορφο, όλο ασπράδα και φινέτσα. Τα μάτια της μεγάλα αμυγδαλωτά, άστραφταν από νοημοσύνη.
Οταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία της επαναστάσεως στην Αγία Λαύρα, η Μαντώ ήρθε με τον θείο της παπα-Μαύρο στη Μύκονο για να κηρύξει την Επανάσταση. Η Μύκονος ήταν πατρίδα του πατέρα της.
Η ψυχή της είχε πλημμυρίσει από ιερό ενθουσιασμό.
Είχε πάρει την απόφαση να αγωνιστεί για την πίστη και την ελευθερία της πατρίδας της.
Οταν έφθασε στη Μύκονο, συγκάλεσε σε σύσκεψη τους προκρίτους του νησιού και με την πειστική ευγλωττία της και τους ενθουσιώδεις λόγους της, τους συνάρπασε.
«Ερχομαι να προσφέρω την περιουσία μου για τον αγώνα του Εθνους. Ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας με τις δυνάμεις των αδελφών μας που πολεμούν αυτή την ώρα για την αναγέννηση του Εθνους. Ας αποτινάξουμε τον ατιμωτικό ζυγό».
Υψωσε τη Σημαία της Επανάστασης στη Μύκονο και ανακηρύχτηκε αρχηγός του νησιού.
Προσφέρει την τεράστια περιουσία της αρματώνοντας τέσσερα πολεμικά καράβια.
«Η πατρίς μου να ελευθερωθεί και αδιαφορώ τι θα απογίνω εγώ», έλεγε. Πολύ συγκινητική ήταν η μέρα του απόπλου του πολεμικού της στόλου από τη Μύκονο στις αρχές του Μάη του 1821.
Μετά τις σφαγές της Χίου, ο οθωμανικός στρατός ήρθε να χτυπήσει τη Μύκονο. Οι κάτοικοι έτρεξαν με τα όπλα στα χέρια, τραγουδώντας τον Θούριο του Ρήγα. Ενα μπρίκι αλγερινό πλησίασε και αποβίβασε στο νησί 200 Αλγερινούς που όρμισαν κατά των Μυκονίων.
Η Μαντώ με τη φρουρά της ορμά με γυμνό ξίφος εναντίον τους. Πλήθος Μυκονίων οπλισμένων, την ακολουθεί. Συνάπτεται μάχη φονική. Οι πυροβολισμοί, η κλαγγή των όπλων, οι λυσσώδεις κραυγές δεν τρομάζουν τη Μαντώ. Εκείνη ατρόμητη, εμψυχώνει με τα λόγια της τα παλληκάρια. Οι Αλγερινοί τρέπονται σε φυγή, ρίχνουν κάτω τα όπλα τους, μπαίνουν στις λέμβους και φεύγουν για το καράβι που τους περίμενε. Αφήνουν πίσω 17 νεκρούς, 60 τραυματίες και πλήθος όπλων. Μεταξύ των νεκρών και ο αρχηγός τους. Οι καμπάνες της Μυκόνου άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα και όλο το πλήθος έτρεξε στην εκκλησία και έψαλε δοξολογία στη Θεοτόκο που τους βοήθησε.
Τον Φλεβάρη του 1823 επικεφαλής 800 ανδρών, πηγαίνει στην Εύβοια στον όρμο της Καρύστου. Πλήθος κόσμου της έκαμε θερμή υποδοχή και οι οπλαρχηγοί της ανέθεσαν την πολιορκία της Καρύστου. Οταν λύθηκε η πολιορκία, η Μαντώ με το σώμα της, μάχεται στα στενά του Πηλίου όπου έπεσαν 3.000 εχθροί στη μάχη.
Μέχρι το τέλος του αγώνα, η Μαντώ δεν έπαψε να τον συντρέχει υλικά με χρήματά της και ηθικά με τον ενθουσιασμό, την πρωτοβουλία, το κύρος και την επιβολή που ασκούσε.
Πολύτιμη υπηρεσία επρόσφερε στην πατρίδα και με τις επιστολές που έστειλε στις γυναίκες της Αγγλίας και της Γαλλίας για τον αγώνα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Οι επιστολές αυτές συγκίνησαν και επηρέασαν ευνοϊκά την ξένη κοινή γνώμη για την Ελλάδα.
Για όλη αυτή τη δράση ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε επίσημα τον τίτλο της αντιστράτηγου, αναγνωρίζοντας τις θυσίες και τον ηρωισμό της.
Κι όταν ανέτειλε ο ήλιος της ελευθερίας στην Ελλάδα, η Μαντώ «άπορος» πια συνέχισε τον αγώνα σε άλλο πεδίο.
Στο ορφανοτροφείο της Αίγινας, επρόσφερε όλες τις φροντίδες για να ανακουφίσει τη φτώχεια και την ορφάνια των παιδιών και ξεχωριστά των κοριτσιών.
Τα μεγάλωνε, τα μόρφωνε κι ύστερα γύριζε σε συγγενείς και φίλους και ζητούσε μετρητά, χρυσαφικά ή ένα κομμάτι γη για την προίκα των κοριτσιών και τα πάντρευε.
Ετσι σιγά – σιγά, έφυγε από την πρώτη γραμμή των ηρώων του μεγάλου αγώνα. Ξεχάστηκαν όμως οι μεγάλες θυσίες της και η παλληκαριά της. Πάμπτωχη πέθανε στην Πάρο με τυφοειδή πυρετό. Οι σύγχρονοί της την ξέχασαν.
Ομως οι μεγάλες ψυχές ποτέ δε χάνονται. Τις παίρνει η δόξα στα φτερά της.
Το 1932 στήθηκε ωραία προτομή της στην παραλία της Μυκόνου. Κάτω από την προτομή χαράχτηκαν τα λόγια που η ίδια είχε πει.
«Η αγάπη στην πατρίδα μου, η πίστη στη θρησκεία μου, η δίψα στην εκδίκηση, εξήραν την ψυχή μου και μου ενέσπειραν τον πόθο των μαχών».
*συνταξιούχος δάσκαλος