«Δεν ξέρω σε τι είδος ανήκει η μουσική που φτιάχνω. Δεν θέλω να το ορίσω. Ελπίζω όλα αυτά που δημιουργώ να ανήκουν σε ένα είδος “ανοιχτό”, αχαρτογράφητο, χωρίς σαφή όρια και σύνορα. Σε ένα είδος όπου οι ιδέες και η φαντασία θα μπορούν να κυλούν σαν το νερό».
Η Μαρίνα Σάττι αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Μια multi-culti προσωπικότητα και μουσικός που γεφυρώνει χάσματα, κουλτούρες, επιρροές. Που διεκδικεί την ελευθερία της έκφρασης. Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή των “Γιορτών της Ρόκκας” οι “Διαδρομές” μίλησαν μαζί της για τη ζωή και τη μουσική της πορεία.
– Έχετε μεγαλώσει στο Ηράκλειο Κρήτης. Τι είναι η Κρήτη για εσάς και πόσο έχει επηρεάσει τη μουσική σας;
Γεννήθηκα στην Αθήνα και τα πρώτα μου χρόνια τα έζησα σε ένα διαμέρισμα στα Ιλίσια. Στη Β’ Δημοτικού μετακομίσαμε στο Ηράκλειο Κρήτης, σε ένα διαμέρισμα στην «οικογενειακή» πολυκατοικία στον Μασταμπά. Στο ισόγειο ήταν το μαγαζί της γιαγιάς μου με τα ρούχα, στον πρώτο όροφο το δικό μας διαμέρισμα, στον δεύτερο της γιαγιάς και του παππού- από την πλευρά της μητέρας μου όλοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες ήταν από τη Μικρά Ασία. Στη γειτονιά στο Ηράκλειο έκανα παρέα μόνο με αγόρια. Τρέχαμε, παίζαμε ποδόσφαιρο, φωνάζαμε, κάναμε πολλή φασαρία. Ήμουν πολύ φωνακλάδικο παιδάκι – ακόμα είμαι. Με τον αδελφό μου σκαρφαλώναμε το βουνό στο εξοχικό μας στη Σταλίδα, φτάναμε περίπου στη μέση για να «εξερευνήσουμε» μια σπηλιά που υπήρχε εκεί, κολυμπούσαμε όλη μέρα τα καλοκαίρια και φτιάχναμε γλυπτά στην άμμο, τρώγαμε άπειρα σταφύλια και καρπούζι και λέγαμε σιχαμερές ιστορίες ο ένας στον άλλον όταν τρώγαμε για να δούμε ποιος θα σιχαθεί πρώτος. Από τις λίγες ήσυχες στιγμές μου ήταν όταν έπαιζα πιάνο. Ήμουν συγκεντρωμένη, με απορροφούσε αυτό, πολύ. Τη σεβόμουν τη μουσική από μικρή, ένιωθα δέος απέναντί της. Ένιωθα το «μέγεθός» της, τη θεϊκή υπόστασή της. Ξεκίνησα να σπουδάζω κλασική μουσική όταν ήμουν 6 χρονών. Πρώτα κλασικό πιάνο, μετά μπήκαν και οι χορωδίες στα ενδιαφέροντα μου, μετά το κλασικό τραγούδι, μετά ασχολήθηκα με την τζαζ. Μεγάλωσα στην Κρήτη ακούγοντας τα παραδοσιακά του τόπου αλλά και αραβικά τραγούδια λόγω την καταγωγής του πατέρα μου. Ταυτόχρονα και την ποπ, χιπ χοπ, ροκ μουσική που “βασίλευε” εκείνη την εποχή…
– Στα τραγούδια σας παντρεύετε δημιουργικά στοιχεία από την παραδοσιακή μουσική με σύγχρονους ήχους και τάσεις. Υπάρχουν για εσάς όρια σε αυτήν τη δημιουργική αναζήτηση;
Δεν ήταν κάτι που το είχα σχεδιάσει. Ούτε το να γίνω τραγουδίστρια, ούτε το να γράφω τραγούδια και πόσο μάλλον τον μουσικό προσανατολισμό που θα έμελλε να ακολουθήσω. Ήταν κάτι που προέκυψε από μία προσωπική ανάγκη εξερεύνησης και έκφρασης, όχι μόνο μουσικής αλλά κυρίως υπαρξιακής. Όπως έχω ξαναπεί, όλο αυτό το ταξίδι ξεκίνησε όταν το 2016 -ούσα σε μία φάση που δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω και τι ήθελα να είμαι στη ζωή μου- άρχισα να ψάχνομαι και να προσπαθώ να ανακαλύψω την ταυτότητα μου.
Κάποια στιγμή μου γεννήθηκε η ανάγκη να συνδυάσω όλα αυτά τα στοιχεία, όλες αυτές τις εμπειρίες και τις εικόνες που είχα δει στη ζωή μου κι οτιδήποτε με είχε εμπνεύσει και με είχε σημαδέψει, να πειραματιστώ και να προσπαθήσω να συνδέσω όλα τα κομμάτια του παζλ για να βρω αυτό που είμαι. Και τους ήχους που με τράβηξαν: παραδοσιακά τραγούδια, λαϊκά, pop, rap, κλασική μουσική, ηλεκτρονική μουσική, χορωδιακή μουσική. Και όλες αυτές τις ανησυχίες μου άρχισα να τις αποτυπώνω και μουσικά – μιας και αυτή ήταν η γλώσσα και ο κώδικας που μάθαινα, όλο και καλύτερα, να “μιλώ” μέσα στα χρόνια.
Για εμάς που είμαστε και οι δημιουργοί του έργου μας -γράφω τα τραγούδια μου, επιμελούμαι τις ενορχηστρώσεις και τις παραγωγές μου, είμαι η μαέστρος της μπάντας μου, σκηνοθετώ τα live μου, γράφω τις ιδέες και ενίοτε και τα βίντεό μου- αυτό που είμαστε και αυτό που κάνουμε βρίσκονται σε απόλυτη ταύτιση. Και πότε το ένα οδηγεί κι ακολουθεί το άλλο, και πότε αντίστροφα: αυτό που είμαι και νιώθω την εκάστοτε περίοδο καθρεφτίζεται και στη διάθεση της μουσικής μου, ή αντίστροφα αυτό που δημιουργώ μπορεί να με επηρεάσει στο πώς νιώθω εκείνη την περίοδο.
– Υπάρχουν “στεγανά” στη μουσική;
Δεν με αφορούν καθόλου οι διαχωρισμοί στη μουσική. Αν θελήσω να πάω στα μπουζούκια, θα το κάνω χωρίς ενοχές και θα περάσω και καλά. Αν θελήσω να συγκινηθώ, θα πάω στο Μέγαρο να ακούσω έγχορδα. Μου φαίνεται άτοπο να ακούω καλλιτέχνες να μιλούν για τον σεβασμό προς τη διαφορετικότητα, και στη μουσική να βάζουν ταμπέλες και όρια. Γουστάρω κλαρίνα και τσιφτετέλια, γουστάρω όμως και Μπέλα Μπάρτοκ και Μπετόβεν και ξέρω τις σονάτες απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν έχω κανένα άγχος πια, αν θα με θεωρήσουν κουλτουριάρα ή του ελαφρού, μορφωμένη ή αδιάβαστη, έντεχνη ή ποπ.
Δεν ξέρω σε τι είδος ανήκει η μουσική που φτιάχνω. Δεν θέλω να το ορίσω. Ελπίζω όλα αυτά που δημιουργώ να ανήκουν σε ένα είδος “ανοιχτό”, αχαρτογράφητο, χωρίς σαφή όρια και σύνορα. Σε ένα είδος όπου οι ιδέες και η φαντασία θα μπορούν να κυλούν σαν το νερό -να μεταφέρουν στοιχεία από εδώ κι από κει, μετά να ρέουν από την άλλη παραδίπλα- χωρίς να βαλτώνουν και χωρίς να ξέρεις πού θα σε πάει το ρεύμα κάθε φορά. Το ίδιο θα ευχόμουν και για την ίδια μου την ύπαρξη. Ελευθερία.
– Έχετε μιλήσει για τον πλούτο που αποτελούν για εσάς οι διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές των γονιών σας. Τι κάνει τους ανθρώπους να φοβούνται τους “άλλους”;
Ο φόβος. Το άγνωστο. Από το προνήπιο μέχρι την Α’ Δημοτικού πήγαινα σε αγγλόφωνο σχολείο όπου δίδασκαν και αραβικά, για να μάθω τη γλώσσα του μπαμπά μου. Την Α΄ δημοτικού τη διδάχτηκα και στα ελληνικά από τη μαμά μου στο σαλόνι του σπιτιού μας. Είχε πάρει τα βιβλία του ΟΕΔΒ και με έβαζε κάθε απόγευμα να γράφω τα γράμματα «Α, Β, Γ» και να διαβάζω στα ελληνικά. Το πρωί στο σχολείο συνέχιζα με «A, B, C» και «ا ,ب ,ت, ث». Στο Σουδάν πήγαμε για πρώτη φορά όταν ήμουν τριών χρονών. Τα επόμενα δέκα χρόνια ταξιδεύαμε στο Σουδάν κάθε χρόνο (…) Θυμάμαι οικογενειακά γεύματα, παιχνίδι με τα ξαδέλφια μου ξυπόλυτα στον δρόμο στη γειτονιά, τις φραγκόκοτες του θείου μου που πετούσαν. Ένα καλοκαίρι πήγαμε μια εκδρομή κάπου στον Νότο. Οδηγούσαμε εννιά ώρες σε μια ευθεία και ακόμα δεν είχαμε φτάσει ούτε καν στο μέσον της χώρας (…) Είδαμε άγρια ζώα, ανθρώπους από φυλές με παραδοσιακές στολές και μεγάλα βαριά σκουλαρίκια. Κάναμε βόλτα στον Νείλο, πήγαμε σε αγορές όπου όλα τα τρόφιμα και τα λαχανικά ήταν παστά λόγω της θερμοκρασίας. Θυμάμαι ότι τότε είδα το μεγαλύτερο δέντρο στη ζωή μου: ήμασταν όλα τα παιδάκια, γύρω στα τριάντα, πιασμένα χέρι-χέρι γύρω από τον κορμό, και πάλι δεν μπορούσαμε να το περικυκλώσουμε…
Το 2009 εκμεταλλεύτηκα μια υποτροφία που είχα κερδίσει και πήγα στην Αμερική, στο Berklee College of Music, να σπουδάσω τζαζ μουσική (…) Όσο ήμουν εκεί άλλαξε όλη μου η κοσμοθεωρία. Γνωρίστηκα για πρώτη φορά με τον εαυτό μου. Ίσως σε όλο αυτό το multi-culti της Αμερικής βρήκε χώρο το δικό μου multi-culti που θυμόμουν από το οικογενειακό μου περιβάλλον και από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στο αγγλόφωνο σχολείο. Στην Αμερική άρχισα να σκέφτομαι ποια είμαι και τι θέλω να πω. Τι διαφορετικό είχα να προσφέρω σ’ αυτή την πολυπολιτισμική, ετερόκλητη κοινότητα; Κάπως έπρεπε να βρω τον χώρο μου, να συστηθώ. Πήγα στην Αμερική ως τζαζ τραγουδίστρια κι έφυγα τραγουδώντας παραδοσιακά βουλγάρικα, αραβικά και ελληνικά τραγούδια!
Η συναυλία
Η συναυλία της Μαρίνας Σάττι θα πραγματοποιηθεί στις 13 Αυγούστου στις 21:00 στην Πλατεία της Ρόκκας ανοίγοντας τις φετινές εκδηλώσεις των “Γιορτών Ρόκκας”. Στο πλαίσιο της συναυλίας θα ακουστούν τραγούδια του πρώτου της δίσκου με τίτλο “YENNA” (2022).