Η λατομική δραστηριότητα στους ιστορικούς και προϊστορικούς χρόνους σχετίζεται, όπως είναι γενικά αποδεκτό, με το τεχνολογικό επίπεδο των κοινωνιών, την οικονομική, κοινωνική και πολιτική τους οργάνωση που καθόρισαν και το γενικότερο πολιτισμικό τους επίπεδο.
Aν και η λατομική δραστηριότητα έχει απασχολήσει την έρευνα εξ αρχής, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες προκύπτουν αποτελέσματα από εστιασμένες έρευνες, κυρίως στην εξόρυξη του μαρμάρου, λόγω της ιδιαίτερης αισθητικής του αξίας.
Τα μάρμαρα είναι μεταμορφωμένα πετρώματα κυρίως ανθρακικής σύστασης (που περιέχουν συνήθως τα ορυκτά ασβεστίτη ή/και δολομίτη) με πολυποίκιλες ιδιότητες: απαράμιλλη ομορφιά που συνοδεύεται από μακροζωία και αντοχή και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της απλότητας που μέσω της στίλβωσης αντανακλά χρώματα και φως. Oλα αυτά έκαναν τα διαφορετικής σύστασης και προέλευσης μάρμαρα ήδη από την κλασική εποχή απαραίτητη και περιζήτητη πρώτη ύλη κυρίως για να δημιουργήσουν περίτεχνα αγάλματα και να δομήσουν ναούς και τα δημόσια κτήρια τους. Διαχρονικά στους ρωμαϊκούς χρόνους τα μάρμαρα φαίνεται να εκτιμώνται ιδιαίτερα, αφού υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα οι Ρωμαίοι ίδρυσαν για το εμπόριο των μαρμάρων το Imperial ratio marmorum [1] ένα «γραφείο εμπορίας μαρμάρων» ενώ η τροφοδοσία γινόταν από τους δεκάδες ενεργούς λατομικούς χώρους (εικ. 1).
Οταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Δύση κατέρρευσε και τα λατομεία σταμάτησαν (γύρω στο 500 μ.Χ.) η εξόρυξή τους συνεχίστηκε σε διάφορες περιοχές του Βυζαντίου [3] όπου παρά την ανακύκλωση δομικών πρώτων υλών από ρωμαϊκής και παλαιότερης ηλικίας ερειπίων συνεχίστηκε η ζήτηση για μάρμαρα για την κατασκευή νέων κτισμάτων (π.χ. Ναός Αγίας Σοφίας).
ΛΑΤΟΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΑΡΜΑΡΟΤΕΧΝΙΑ
Και ενώ γνωρίζουμε αρκετά για αυτά που έχουν κατασκευαστεί και περισωθεί από τα μοναδικά αυτά δομικά υλικά (με απόγειο τον Παρθενώνα, στην Ακρόπολη και όλα όσα αυτή περικλείει), ελάχιστα γνωρίζουμε για τις θέσεις προέλευσης αυτών των υλικών, τις διάφορες τεχνικές και τεχνοτροπίες εξόρυξης και όλα όσα σχετίζονται με την λατόμευση. Η λατόμευση συσχετίστηκε στην εξελικτική της πορεία με τη μαρμαροτεχνία. Οσον αφορά τη λατόμευση (λατομία ή και λιθοτομία) και την παράδοση της μαρμαροτεχνίας στον ελλαδικό χώρο μπορούν να πάνε πίσω στην μεταγενέστερη Μέση Νεολιθική (περ. 5000 π.Χ.) και την Υστερη Νεολιθική περίοδο (περίπου 4500 π.Χ.), όταν στη διάρκεια μιας σχετικά μικρής περιόδου κατασκευάστηκαν περίτεχνα μικρά ανθρωπόμορφα ειδώλια από μάρμαρο στην ηπειρωτική χώρα, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες. Κατά την εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία) αυτή η πρακτική φαίνεται ότι συνεχίστηκε στις Κυκλάδες. Αν και χρησιμοποιήθηκαν μάρμαρα για τη δημιουργία αυτών των ειδωλίων λείπουν οι αποδείξεις για λατόμευση στην περίοδο αυτή. Ως λατόμευση θεωρήθηκε η αιγυπτιακή τεχνική εξόρυξης πετρωμάτων που στηρίχθηκε στην κατασκευή καναλιών γύρω από τα μπλοκ προς εξόρυξη (Εικ. 2C). Αυτή η τεχνική εξαπλώθηκε σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο συμπεριλαμβανομένου και του Αιγαίου. Οι Μινωίτες μπορεί αρχικά να συνέλεγαν λίθινα κομμάτια που είχαν αποσπαστεί φυσικά, λόγω διάβρωσης. Το αργότερο όμως μέχρι το 1900 π.X. άρχισαν και αυτοί την λατόμευση αρχικά “μαλακών πετρωμάτων” όπως πορώδη ασβεστόλιθο, ψαμμίτη και “αμμούδα” έναν ασβεστούχο ψαμμίτη στην ανατολική Κρήτη. Τα περισσότερα λατομεία ήταν τοποθετημένα κοντά στη θάλασσα σε θέσεις με έντονο τοπογραφικό ανάγλυφο που μπορεί να χαρακτηριστεί “γκρεμός”, ένα ανάγλυφο που αυτονόητα ευνοεί την εξόρυξη με αναβαθμίδες. Αν και έχουν εντοπιστεί και περιγραφεί διαφορετικές τεχνικές εξόρυξης η τεχνική κατασκευής καναλιών (Εικ. 2C) που εισήχθηκε από την Αίγυπτο εφαρμόστηκε σε ευρεία κλίμακα στην Αν. Μεσόγειο αλλά στην Κρήτη τα κανάλια “κόπηκαν” με τη χρήση αιχμηρών μεταλλικών αντικειμένων, όπως φαίνεται στα λατομεία στις Αρχάνες. Στα λατομεία δίπλα στη θάλασσα χρησιμοποιήθηκε θαλασσινό νερό πιθανώς για να καταβρέχει το πέτρωμα προς εξόρυξη, μειώνοντας έτσι τη φθορά του αδύναμου χάλκινου εργαλείου. Oσον αφορά την τελική απόσπαση του πετρώματος από το υπόβαθρό του (από την κάτω πλευρά), έχει προταθεί στο παρελθόν ότι χρησιμοποιήθηκαν ξύλινες σφήνες (Εικ. 2B). Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχει ανακαλυφθεί κανένα ίχνος από αυτά στα λατομεία της Εποχής του Χαλκού της Κρήτης.
Μια πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι οι λατόμοι της εποχής διάνοιγαν ρωγμές στο υπόβαθρο με αιχμηρά εργαλεία και στη συνέχεια «ξεκολλούσαν -εξόρυσσαν» το ογκοτεμάχιο («μπλόκ») του πετρώματος από το υπόβαθρό του, χρησιμοποιώντας ένα λοστό (Εικ. 2Α). Υπολείμματα αυτής της τεχνικής βρέθηκαν στα λατομεία του Μόχλου [5].
Στον νομό Χανίων είναι γνωστά αρχαία λατομεία, όμως ψαμμίτη: στα αρχαία Φαλάσαρνα και στον Σταυρό Ακρωτηρίου. Άγνωστες στο ευρύ κοινό είναι οι λατομικές θέσεις που περιγράφονται στο Corpus των αρχαίων λατομείων [6] καθώς και οι δεκάδες θέσεις με ίχνη λατόμευσης σε εκατοντάδες θέσεις στην Κρήτη [7].
Αν και έχει ήδη αναφερθεί [8], ελάχιστα είναι γνωστά για το αρχαίο λατομείο μαρμάρων, στη θέση Μάρμαρα, δυτικά από το Λουτρό, στην επαρχία Σφακίων. Μια περιοχή που αγκυρώνει το φαράγγι της Αράδαινας με τη θάλασσα, με μια μικρή βοτσαλένια παραλία, που περιστοιχίζεται από δεκάδες σπήλαια και απότομους βράχους που έχουν σμιλευτεί σκαφοειδώς από την μηχανική θαλάσσια διάβρωση (Εικ. 3).
Για να γίνει η σύνδεση της γενικότερης λατομικής δραστηριότητας με αυτήν που θα αναφερθούμε, θα επιτραπεί μια μικρή επανάληψη. Η Ελλάδα είναι γνωστή από την αρχαιότητα για τα περίφημα λευκά μάρμαρά της, όπως το Πεντελικό (από την Αττική), το Παριανό (από την Πάρο και άλλα νησιά των Κυκλάδων όπως την Νάξο) και της Θάσου (όχι μόνο από τη Θάσο αλλά και από άλλες περιοχές της αντιπέρα Μακεδονίας). Παρόμοιων φυσικοχημικών -ορυκτολογικών χαρακτηριστικών είναι και τα μάρμαρα από περιοχές της Μικράς Ασίας αλλά και της Ιταλικής Χερσονήσου (Εικ. 4).
ΤΑΙΝΑΡΙΟΣ ΛΙΘΟΣ
Τα μάρμαρα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στη γλυπτική και αρχιτεκτονικά σε όλη την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας. Πέρα από τα λευκά αυτά μάρμαρα που είναι ευρέως γνωστά, σχεδόν άγνωστο παραμένει στο ευρύ κοινό το γεγονός ότι εκτός από τα λευκά μάρμαρα εξορύχτηκε διαχρονικά πριν από την κλασική περίοδο με επίφαση τη Ρωμαϊκή περίοδο ένας μικρός αριθμός όχι λιγότερο σημαντικών χρωματιστών δομικών λίθων, που χρησιμοποιήθηκαν ειδικά κατά την Ρωμαϊκή περίοδο για να διακοσμήσουν τα δημόσια κτίρια και τα σπίτια των πλουσίων σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ένα από αυτά είναι ο Ταινάριος λίθος που πρωτοαναφέρεται στον Στράβωνα (8.5.7 = C367)
το Marmor Taenarium ή Rosso Antico των Ρωμαίων[10], ένα μάρμαρο που εμπεριέχει το ορυκτό αιματίτη που του προσέδωσε το ερυθρο – πορφυρόχρου έως κόκκινο χρώμα του και εξορύχτηκε αρχικά (αλλά όχι μόνο) στην ακροτελεύτια περιοχή της χερσονήσου της Μάνης, στο ακρωτήριο Ταίναρο. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χρωματιστά μάρμαρα της αρχαιότητας, χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον από τη Μεσομινωική ΙΙΙ περίοδο (δηλαδή το 1700 π.Χ.), με πολλά κενά, στη νεοκλασική περίοδο. Από τα μάρμαρα αυτά κατασκευάστηκαν πανέμορφα αγγεία, αγάλματα και διάφορα αρχιτεκτονικά-διακοσμητικά στοιχεία όπως δάπεδα, τοίχοι, μικρές στήλες, γείσα κ.λπ. [11].
Το ίδιο μάρμαρο από την ίδια στρωματογραφική ακολουθία (Ηώκαινο της Ομάδας των Πλακωδών Ασβεστολίθων) εξορύχτηκε στην περιοχή Μάρμαρα δυτικά από το Λουτρό της επαρχίας Σφακίων. Στη δυτική περιοχή της παραλίας Μάρμαρα εκεί όπου μεταμορφωμένο υπόβαθρο καταλήγει στη θάλασσα και σε μια περιοχή που εκτείνεται μερικές δεκάδες μέτρα προς τα δυτικά παράλληλα με τη θάλασσα εκτείνεται ο αρχαίος λατομικός χώρος Μάρμαρα (Εικόνες 5-8).
Στον ευρύτερο λατομικό χώρο διαπιστώνουμε την ύπαρξη φυσικών “καναλιών” που προέκυψαν από την διεύρυνση των συζυγών ρηγμάτων στην περιοχή (διακρίνονται και στην εικ. 5). Η εξόρυξη όπως φαίνεται ξεκίνησε ακριβώς δίπλα στη θάλασσα και μάλιστα σε θέσεις όπου το ορατό πάχος των ερυθρών μαρμάρων ξεπερνάει το μέτρο. Η εξόρυξη υποβοηθούμενη από την ύπαρξη ασυνεχειών λόγω ρηγμάτωσης δεν ξεπερνάει την διάσταση του μέτρου ώστε να εξορύσσονται ογκοτεμάχια που μετακινούνται αλλά και φορτώνονται πιθανώς σε πλοιάρια.
Πέραν από τα υπολείμματα κατά θέσεις του Ταινάριου λίθου υπάρχουν και υπολείμματα όχι μόνο εξόρυξης αλλά και λάξευσης διαφόρων μεγεθών και τύπων όπως φαίνεται στις επόμενες φωτογραφίες.
Πέραν όμως από τον ταινάριο λίθο εξορύχθηκε στον ίδιο λατομικό χώρο και μια ακόμα «ποικιλία» μαρμάρων το υπόλευκο, αδροκρυσταλλικό μάρμαρο της εικόνας 8 που προσομοιάζει τουλάχιστον οπτικά με το υπόλευκο μάρμαρο Διρού, που εξορύχτηκε στο παρελθόν από δύο λατομεία, τα οποία βρίσκονται νοτίως του σπηλαίου της Μάνης, κοντά στο χωριό Χαρούδα [12].
Όπως και το ερυθροπορφυρόχροο μάρμαρο της Μάνης, εξορύχθηκε τόσο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όσο και κατά τους νεότερους χρόνους, από την αγγλογαλλική εταιρεία “Grecian Marbles”[10] έτσι και στην περιοχή Μάρμαρα υπάρχουν στοιχεία εκμετάλλευσης νεότερων χρόνων. Δεν έχουν βρεθεί διαθέσιμα στοιχεία για το πού έχουν χρησιμοποιηθεί τα μάρμαρα που εξορύχθηκαν από τη θέση Μάρμαρα, θα ήταν χρήσιμο να βρεθούν.
Ο ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Ως επίλογο: Εάν ισχύει έστω και ποσοστιαία η διαπίστωση του αξιοσέβαστου Καθ. κ. Μανόλη Κορρέ που έγραψε στον πρόλογό του βιβλίου του “Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα” (Εκδόσεις Μέλισσα) μεταξύ άλλων: «Ένας καλός λατόμος είχε πολύ συχνά στη σκέψη του μερικά από τα προβλήματα του γλύπτη ή του αρχιτέκτονος και έκανε υπολογισμούς που απαιτούσαν καλλιέργεια σκέψεως. Έπρεπε να παρατηρεί και να διαχειρίζεται ένα πολύ δύσκολο υλικό. Επρεπε να συλλαμβάνει πολύπλοκους συνδυασμούς γεωλογικών, γεωμετρικών, καλλιτεχνικών και μηχανικών παραγόντων….» και τεθεί αυτή η θέση σε αντιδιαστολή με την “χολιγουντιανή” (και δυστυχώς επικρατούσα) άποψη ότι η λατόμευση ήταν συνδεδεμένη με εργασία καταναγκασμού, σκλάβων και υποδούλωσης, θα πρέπει να αναλογιστούμε και να αναθεωρήσουμε:
Να αναλογιστούμε πόσα συνέβησαν διαχρονικά σε έναν πολύ στενό χώρο, αυτόν της σημερινής Ελλάδος, μιας περιοχής που μεγαλούργησε ιστορικά κατ’ επανάληψη εκμεταλλευόμενη σωστά τον ορυκτό της πλούτο. Θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι στον ίδιο χώρο σήμερα η κοινή γνώμη άγεται και φέρεται από πηγαίους τίτλους εφημερίδων στο θέμα του ορυκτού πλούτου, και ότι η πλειοψηφία των πολιτών αγνοεί με πείσμα το ελάχιστο της κοινωνικά αναγκαίας γνώσης ώστε να «κοινωνήσει» με τη ρήσιμη μεταλλευτική παιδεία και να αναζητήσουμε τρόπους ώστε να διευρύνουμε τις συνεργασίες μας, να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας και να αναθεωρήσουμε αποστεωμένες απόψεις.
[1]
Fant, J. The Roman imperial marble yard at Portus. Ancient stones. Quarrying, trade and provenance. Interdisciplinary studies on stones and stone technology in Europe and Near East from the prehistoric to the Early Christian period. [Second Meeting of the Association for the Study of Marble and Other Stones Used in Antiquity. Leuven, October 16 – 20th, 1990.
[2] http://oxrep.classics.ox.ac.uk/databases/stone_quarries_database/ Version 1.0 (2013)
[3] Michael Greenhalgh-Marble Past, Monumental Present_ Building With Antiquities in the Mediaeval Mediterranean (The Medieval Mediterranean) (2008).
[4] http://www.quarryscapes.no/
[5] Waelkens M., De Paepe P., Moens L. (1988) Quarries and the Marble Trade in Antiquity. In: Herz N., Waelkens M. (eds) Classical Marble: Geochemistry, Technology, Trade. NATO ASI Series (Series E: Applied Sciences), vol 153, Springer.
[6]http://www.arch.uoa.gr/fileadmin/arch.uoa.gr/uploads/images/ekdoseis/corpus_of_ancient_quarries.pdf
[7] Τζιλιγκάκη Ε. 2014. Τα αρχαία λατομεία της Κρήτης, Διδακτ. Διατριβή, Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μιου Κρήτης, σελ. 566 και παραρτήματα.
[8] Μανωλιούδης Σ. Από τα αρχαία μνημεία του Πολιτισμού (Μυθικοί Ήρωες και αινίγματα τεχνολογίας).
[9] Βάκουλης Θ.Χ., 2000. Λατομεία μαρμάρου στην αρχαία Μακεδονία και προσδιορισμός προέλευσης μαρμάρινων έργων. Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Φιλοσοφική Σχολή. ΑΠΘ. 256σ.
[10] Μόσχου Λ. 1998. Λίθος ερυθρός, Ταινάριος : τα αρχαία λατομεία στον προφήτη Ηλία Δημαριστικών Μάνης και η περιοχή τους.- Αρχαιολογικόν δελτίον ; Vol.53, 1998, 267-288.
[11] http://library.tee.gr/digital/m2616/m2616_lazzarini.pdf
[12] http://oryktos.blogspot.com/2017/09/rosso-antico-nero-antico.html