Bιότοπος – περιγραφή
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι LACTUCA sativa (Λακτούκα η καλλιεργούμενη). Είναι το κοινό μας μαρούλι το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Συνθέτων.
Το καλλιεργούμενο μαρούλι είναι φυτό ποώδες και μονοετές µε ρίζα πασσαλώδη , η οποία κατά τη μεταφύτευση καταστρέφεται για να αναπτυχθεί αργότερα ένα επιπόλαιο θυσσανώδες ριζικό σύστημα. Τα φύλλα σχηματίζονται από ένα βραχύ στέλεχος και είναι πλατιά, µε επιφάνεια λεία ή κυµατοειδή, χρώματος πράσινου ή πρασινοκίτρινου και σε μερικές ποικιλίες µε απόχρωση κόκκινη, ενώ το μέγεθος και το Σχήμα ποικίλει ανάλογα την ποικιλία. Τα φύλλα είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο κατά τρόπο που να σχηματίζουν κατά την ανάπτυξη του φυτού σφαιροειδή ή προμήκη. Κατά την εποχή της αναπαραγωγής το στέλεχος του φυτού επιμηκύνεται φτάνοντας συνήθως το ύψος των 8-12 εκατοστών και σχηματίζει διακλαδώσεις, οι οποίες καταλήγουν σε ταξιανθίες µε 15-25 ερµαφρόδιτα άνθη η καθεµιά. Τα άνθη είναι μικρά, κίτρινου χρώματος µε στεφάνη από 5 ενωμένα πέταλα και 5 στήμονες που σχηματίζουν σωλήνα γύρω από το στύλο. Ο τελευταίος είναι εφοδιασμένο µε λεπτές τρίχες και φέρει δίλοβο στίγμα, το οποίο είναι επιδεκτικό επικονίασης µόνο για μερικές ώρες το πρωί. Η αυτογονιµοποίηση είναι ο κυριότερος τρόπος γονιμοποίησης των ανθέων ενώ σπάνια συμβαίνει να σταυρογονιµοποιηθούν µερικά άνθη. Ο σπόρος είναι μικρός, επιμήκης, ενώ το χρώμα διαφοροποιείται ανάλογα την ποικιλία και εφοδιασμένος µε πάππο (φούντα) από λεπτές και λευκές τρίχες.
Ιστορικά στοιχεία
Το καλλιεργούμενο μαρούλι (Lactuca sativa L.) θεωρείται ότι κατά πάσα πιθανότητα προήλθε είτε από το άγριο μαρούλι (Lactuca serriola L. ή L.scariola L.), το οποίο συναντάται ως ζιζάνιο στην Κρήτη και σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, είτε από διασταυρώσεις με τα άγρια είδη L. saligna L. και L. virosa L. Υπάρχουν πάνω από 100 είδη στο γένος Lactuca. Το μαρούλι τύπου Cos πιστεύεται ότι έχει διαδοθεί από την Ελλάδα (το όνομα του προέρχεται από την νήσο Κω της Δωδεκανήσου). Επίσης χώροι προέλευσης του μαρουλιού θεωρούνται οι περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, Μικράς Ασίας, Καυκάσου, Περσίας και Τουρκιστάν. Στην Ελλάδα, αυτοφύονται 9 είδη του γένους Lactuca. Απεικονίσεις του μαρουλιού τύπου Cos έχουν βρεθεί σε επιτύμβιες πλάκες στην Αίγυπτο από το 4500 π.Χ. και είναι γνωστό ότι το μαρούλι χρησιμοποιείται πάρα πολύ στη διατροφή του ανθρώπου πάνω από 2000 χρόνια. Όμως, πριν από τη χρήση του ως τροφή του ανθρώπου χρησιμοποιήθηκε για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες ως παυσίπονο.
Το μαρούλι ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Ο Θεόφραστος το αποκαλούσε Θριδακίνη. Ο Διουσκουρίδης αναφέρει ότι το βότανο «κατευνάζει την λαγνεία ». Ο Καλουμέλλα αναφέρει ότι «το φυτό φέρνει ύπνο στους αναρρωνύοντες και εξαντλημένους από μακρά ασθένεια χωρίς ενοχλήσεις».
Συστατικά -χαρακτήρας
Το βότανο περιέχει λακτουκάριο (το γαλακτώδες υγρό του μαρουλιού), λακτουσίνη, πικρή ουσία, μαννίτη, ασπαραγίνη, λεύκωμα, ρητίνη, κερί, κάποιο απροσδιόριστο οξύ, ιώδιο και μαγγάνιο. Περιέχει ακόνη αιθέριο έλαιο που δίνει στο μαρούλι κάποια μυρωδιά, όχι και τόσο ευχάριστη. Το Μαρούλι έχει πρωτείνη, λίπος, τέφρα, υδατάνθρακες, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο, μαγνήσιο, νάτριο, κάλιο, ψευδάργυρο και τις βιταμίνες θειαμίνη, ριβοφλαβίνη, νιασίνη και Β6.
Aνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Το φυτό ανθίζει Ιούλιο και Αύγουστο. Οι σπόροι ωριμάζουν Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα φύλλα και ο γαλακτώδης χυμός. Συλλέγεται 4-6 εβδομάδες μετά την σπορά.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις
Το βότανο δρα ως αναφροδισιακό, ήπιο αναλγητικό, αντισπασμωδικό, άφυσο, διουρητικό, μαλακτικό, γαλακταγωγό, ήπιο υπνωτικό, υπογλυκαιμικό και παρασιτοκτόνο.
Το Μαρούλι ανήκει στην κατηγορία των εξαιρετικών καλλιεργούμενων φυτών. Οι κατευναστικές ιδιότητες του βοτάνου οφείλονται στη λακτανίη η οποία δρα ως κατευναστικό των νεύρων και του βήχα. Η κατευναστική της ιδιότητα όμως δεν είναι τοξική όπως του οπίου και άλλων και για τον λόγο αυτό συνίσταται και για μικρά παιδιά.
Τα διάφορα μέρη του Μαρουλιού περιέχουν την γαλακτώδη ουσία η οποία βγαίνει από τις εγκοπές που γίνονται στο βλαστό της ο οποίος περιέχει την λακτανίνη. Δρα ως παυσίπονο, αποχρεμπτικό και επουλωτικό για τους ερεθισμένους ιστούς. Έχει αντιαφροδιασικές ιδιότητες, ενάντια στην υστερία και τη νυμφομανία. Παράλληλα έχει ευεργετικές ιδιότητες στα νεφρά. Χρησιμοποιείται εσωτερικά για την αϋπνία, ανυπομονησία, νευρικές καταστάσεις, υπερδιέγερση στα παιδιά, ξερό και υγρό βήχα, άσθμα, ξινίλα στομάχου και ρευματικούς πόνους. Συνδυάζεται άριστα με Λυκίσκο, Πασιφλόρα και Βαλεριάνα για την αϋπνία. Υπάρχουν περιπτώσεις που κατά το γήρας η εσωτερική χρήση μαρουλιού φέρνει ύπνο σε ανθρώπους που δύσκολα κοιμούνται.
Καταπλάσματα μαρουλιού δρουν κατά του ερυσιπέλατος, των αποστημάτων και των εγκαυμάτων.
Τα σπέρματα του φυτού δίνουν λάδι το οποίο θεωρείται αναφροδισιακό.
Ο χυμός του άγριου μαρουλιού (LACTUCA virosa) είναι καταπραϋντικός και υπνωτικός.
Παρασκευή και δοσολογία
Συνίσταται η κατανάλωση Μαρουλιού υπό μορφή σαλάτας σαν ηρεμιστική για την αϋπνία στους ηλικιωμένους. Ο χυμός μαρουλιού λαμβάνεται με μισό κουταλάκι του καφέ την πρώτη ημέρα και στη συνέχεια 1-2 κουταλάκια την ημέρα. Το αφέψημα μαρουλιού που έχουμε βράσει για 2-3 ώρες χρησιμοποιείται σαν καθαριστικό του προσώπου και ενάντια στο υπερβολικό μαύρισμα του προσώπου από τον ήλιο.
Προφυλάξεις
Η υπερβολική κατανάλωση μαρουλιού προκαλεί υπερδιέγερση ενώ δεν συνίσταται στους νεόνυμφους. Τα άγρια μαρούλια παρά τις χρήσιμες θεραπευτικές τους ιδιότητες που είναι παρόμοιες με αυτές που περιγράψαμε, αν τα φάμε σε μεγάλη ποσότητα προκαλούν ανακατωσούρα, εμέτους, διάρροια, ιλίγγους, μέθη και πολλά ούρα. Πρέπει να τρώγονται βρασμένα.