Οσο κι αν παραφύλαγε
τη κοπελιά η μάνα
να μη τση τη πλανέψουνε
να μη παραστρατήσει,
έδωκε όρκο μ’ ένα νιο
με των ματιών κουβέντες,
απ’ το παράθυρο χωστά
μέσ’ τη σιωπή τση νύχτας.
Μαρτύρους τ’ άστρα τ’ ουρανού
είχαν με το φεγγάρι,
που μυστικά δε μολογούν
έρωντες με αγάπες.
Κάμανε όρκο και τα δυο
μέρα να ξημερώσει,
που να τα σμίξει ο Θεός
εις τη φωλιά τσ’ αγάπης.
Πολλές φορές τραγουδιστά
συγκλόνιαζαν λογάκια,
που ’ταν καρδιάς μηνύματα
και τση ψυχής λαχτάρες.
Πουλάκια αρφουγγαστερά
με ομορφιές τσ’ αγάπης
τους κελαηδούσανε γλυκά
μ’ ερωντικά στιχάκια.
Ζούσαν μέσα στα όνειρα
τη μέρα με τη νύχτα,
μ’ υπομονή περίμεναν
αλήθεια να γενούνε.
Με τα φτερά του έρωντα
εκάνανε ταξίδια,
με τη ψυχή με τη καρδιά
και τα γλυκά τα μάτια.
Η μοίρα τους τα ζήλεψε
των έστεσε καρτέρι
και την ελπίδα άφηκε
μόνο για συντροφιά τους.
Μεσ’ του πολέμου τσι φωθιές
πετούσαν οι ψυχές τους,
με πληγιασμένες τσι καρδιές
χώρια επροσευχόταν.
Το νιο να τον παρηγορεί
ο γυρισμός στη Μάνα,
που μόν’ αυτή μπορεί γαμπρό
δίπλα στη νια να στέσει.
Μα ’πεσε εις το πόλεμο
στση δόξας την αγκάλη,
με δάφνες τον εσκέπασε
εις το βαθύ τον ύπνο.
Δεν έπαψε κι η κοπελιά
έρμη στο παραθύρι
με τα θολά τα μάθια τση
να ψάχνει τη φωνιά ντου.
Με τα φτερά του έρωντα
εκάνανε ταξίδια…