Από τις εκδόσεις “ΕΡΕΙΣΜΑ” και τον εκδότη Χρήστο Μαχαιρίδη έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο-µαρτυρία για την περίοδο Μαΐου –Ιουνίου 1944 στα Χανιά µε τον τίτλο “Σελίδες Ηµερολογίου ενός δεκαπεντάχρονου”. Πρόκειται για το χειρόγραφο ηµερολόγιο του Σπυρίδωνος Βολάνη του Γεωργίου.
ΟΣπυρίδων Βολάνης, ο νεαρός Σπύρος, γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης το 1929. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Βολάνης του Βασιλείου από τους Λάκκους και η Ευαγγελία Μυγιάκη του Εµµανουήλ από τον ∆αράτσο.
Οι Λάκκοι είναι ένα από τα ηρωικά χωριά της επαρχίας Κυδωνίας και αναφέρονται από τους ιστορικούς για την ενεργό συµµετοχή των κατοίκων τους σε όλες τις Κρητικές επαναστάσεις. Ειδικά από την οικογένεια Βολάνη προήλθαν πολλοί αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη και των µετέπειτα πολέµων. Ο πιο γνωστός είναι ο καπετάνιος Γεώργιος Βολάνης του Ιωάννου γεννηµένος το 1876, Μακεδονοµάχος, πληρεξούσιος βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας, φίλος και φρουρός του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ένας άλλος γνωστός απόγονος υπήρξε ο επίλαρχος Σταµάτης Βολάνης, γεννηµένος το 1895 και αδελφός του πατέρα του Σπύρου, που θεωρήθηκε ως ο «υπερασπιστής της ∆ηµοκρατίας» γιατί καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε µετά το αποτυχηµένο κίνηµα του 1935.
Ο πατέρας του Σπύρου γεννήθηκε το 1886 και συµµετείχε στην Επανάσταση του Θερίσου και στον Μακεδονικό Αγώνα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέµους προσλήφθηκε στην Υπηρεσία ∆ηµοσίων Έργων στα Χανιά κι έκανε οικογένεια. Ο Γεώργιος µε την σύζυγό του Ευαγγελία και τα δύο τους παιδιά, τον Σπύρο και την Χρυσούλα, έµεναν σε µια µονοκατοικία στα Χανιά, πάνω από την πλατεία 1866, και η ζωή τους ήταν άνετη και απρόσκοπτη.
Όταν κηρύχτηκε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεµος του 1940 στην Κρήτη υπήρχε µόνο η 5η Μεραρχία Στρατού µε 19.000 άνδρες. Γρήγορα µεταφέρθηκε στην Ήπειρο και, καθώς η Κρήτη έµεινε χωρίς υπερασπιστές, η Ελληνική Κυβέρνηση συµφώνησε να αναλάβουν οι Βρετανοί την ευθύνη της άµυνας του νησιού. Οι νίκες στο Μέτωπο της Αλβανίας αναπτέρωναν το ηθικό των Ελλήνων και όλοι ευχόντουσαν να τιµωρηθούν γρήγορα οι Ιταλοί. Μέχρι την άνοιξη του 1941 η ζωή στο νησί δεν είχε αλλάξει και πολύ.
Όταν όµως τελικά οι δυνάµεις του Άξονα εισήλθαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, το στρατηγείο του Χίτλερ έκρινε ότι είχε έλθει η ώρα της Κρήτης.
Με το ξηµέρωµα της 20ης Μαΐου 1941, µίας άλλης «αποφράδας Τρίτης» για την Ελληνική Ιστορία, οι Κρητικοί κατάλαβαν ότι η ζωή τους δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Οι Γερµανοί εµφανίστηκαν από τον αέρα, τα αλεξίπτωτα γέµισαν τον ουρανό και µέσα σε δέκα ηµέρες κατέλαβαν το νησί. Η αντίσταση ήταν γενναία, αλλά ο εχθρός είχε όπλα, µέσα και δυνάµεις.
Στις προτεραιότητες των κατακτητών ήταν η εξασφάλιση διαµονής για τους Γερµανούς στρατιώτες. Καταλύµατα δεν υπήρχαν, οι άνδρες ήταν πολλοί, οι λίγοι στρατώνες δεν επαρκούσαν ή είχαν βοµβαρδιστεί. Άρχισαν λοιπόν οι αξιωµατικοί µε οµάδες στρατιωτών να κτυπούν τις εξώθυρες των σπιτιών και να τα επιτάσσουν για την διαµονή τους.
Έτσι κατέλαβαν τα δύο δωµάτια της οικίας του Γεωργίου Βολάνη και άφησαν το τρίτο για την οικογένεια. Χρησιµοποιούσαν το σπίτι µόνο για ύπνο τα βράδια, χωρίς να µπαίνουν στην κουζίνα, διότι είχαν το δικό τους συσσίτιο στην βάση τους. Όσο καιρό έµειναν στο σπίτι δεν πείραξαν τους γονείς, ούτε τα παιδιά, αλλά η αίσθηση της επίταξης και της συγκατοίκησης µε τον κατακτητή ήταν βαριά. Έτσι ξεκίνησε το 1941 η Γερµανική Κατοχή στα Χανιά και σ’ όλη την Κρήτη.
Τον Μάιο του 1944, στα Χανιά της Γερµανικής Κατοχής, ο δεκαπεντάχρονος Σπύρος Βολάνης, επιµελής µαθητής της Ε’ τάξης του τότε Οκταταξίου Γυµνασίου Αρρένων Χανίων αποφασίζει να καταγράφει τα καθηµερινά γεγονότα σε ένα τετράδιο. Χρησιµοποιώντας την πένα του µε ωραία καλλιγραφικά γράµµατα περιγράφει την οικογενειακή ζωή, τις σχολικές επιδόσεις, την αλλαγή του καιρού. Ο πατέρας του ευτυχώς µπορούσε να προµηθεύεται εφηµερίδες από το γραφείο του. Στο σπίτι άκουγαν ραδιόφωνο, φανερά τον Γερµανοκρατούµενο σταθµό µε τις πληροφορίες από το “Γενικό Στρατηγείο Φύρερ” και κρυφά το Βρετανικό παράνοµο BBC, που περιέγραφε αναλυτικά τις επιχειρήσεις των συµµάχων. Ο Σπύρος καταχωρεί στο ηµερολόγιό του όλες τις εξελίξεις που συνέβαιναν σε κάθε µικρή ή µεγάλη πόλη της Ευρώπης. Οι γνώσεις του από την Γεωγραφία τον βοηθούσαν να καταγράφει µε λατινικά γράµµατα τα τοπωνύµια µε ακρίβεια. Παρακολουθεί λεπτοµερώς τους βοµβαρδισµούς, τις αεροπορικές επιδροµές, τις καταρρίψεις αεροπλάνων, τα µέτωπα των επιχειρήσεων στην Κρήτη, αλλά και σε όλη την Ευρώπη και γίνεται ένας συστηµατικός πολεµικός ανταποκριτής και σχολιαστής.
Στο ηµερολόγιο του αναφέρει στην αρχή την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε στις 26 Απριλίου 1941 έξω από το Ηράκλειο και την καταστροφή τεσσάρων χωριών του Ηρακλείου επειδή οι κάτοικοι δεν παρέδωσαν τον στρατηγό.
Στις 7 Μαΐου 1944 οι Γερµανοί εκτόπισαν όλους τους κατοίκους των Αντικυθήρων στα Χανιά, αφού ανησυχούσαν για τις πιθανές επαφές τους µε τον Αγγλικό στόλο και την Ελληνική Αντίσταση. Ο Σπύρος απορεί και βλέπει τις ξεριζωµένες οικογένειες να περνούν µπροστά από το σπίτι τους µαζί µε όλα τα ζωντανά και τα υπάρχοντά τους ψάχνοντας για κατάλυµα.
Οι κάτοικοι των Χανίων και οι µαθητές υποχρεώνονται να παρακολουθούν τους διαφωτιστικούς λόγους που εκφωνεί ο Κατοχικός Υπουργός Γενικός ∆ιοικητής Κρήτης Ι. Πασσαδάκης είτε στην πλατεία ∆ικαστηρίων, είτε στην αίθουσα των Ολυµπίων, ενώ επακολουθούν συλλαλητήρια.
Στις 20 Μαΐου 1944 ο Σπύρος καταγράφει την σύλληψη 265 Εβραίων κατοίκων των Χανίων, οι οποίοι στην συνέχεια επιβιβάστηκαν στο Ηράκλειο στο πλοίο “Τάναϊς” που τορπιλίστηκε και βυθίστηκε στις 9 Ιουνίου.
Οι Γερµανικές αρχές “µεριµνούν” για την διασκέδαση των πολιτών. Έτσι οι µαθητές παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες, οι οποίοι συνοδεύονται από µουσική υπόκρουση ή χαιρετισµούς από Γερµανούς πιλότους. Συγχρόνως όµως οι Γερµανοί επιτάσσουν όλα τα ποδήλατα των κατοίκων.
Οι αρχές και οι µαθητές καλούνται να παρακολουθήσουν οµιλία για την Ολυµπιακή ιδέα, την οποία εκφωνεί ο επισκέπτης Κάρολος Ντίµ, Γενικός Γραµµατέας των Ολυµπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο και εµπνευστής της αφής της Ολυµπιακής φλόγας και της ακόλουθης λαµπαδηδροµίας.
Από το ραδιόφωνο ο λαός µαθαίνει στις 4 Ιουνίου την απελευθέρωση της Ρώµης από τους συµµάχους και στις 6 Ιουνίου την απόβαση των συµµάχων στην Νορµανδία. Ο Σπύρος πανηγυρίζει και δεν κρύβει τον ενθουσιασµό του.
Όλες αυτές οι αναφορές συνδυάζονται στο ηµερολόγιο µε τις σχολικές επιδόσεις, τα διαγωνίσµατα, τα θέµατα των εκθέσεων, αλλά και την καλλιέργεια του κήπου, τον θερισµό, την φροντίδα των ζώων, την διανοµή αγαθών.
Ο Σπύρος ανησυχεί για την ραγδαία αύξηση των τιµών, τη µαύρη αγορά και τον ανεπαρκή µισθό του πατέρα του. Επαναφέρει στην µνήµη του την 20η Μαΐου 1941, την ηµέρα που ξεκίνησε η πτώση των αλεξιπτωτιστών και η Μάχη της Κρήτης, το «σηµαντικότερο γεγονός της ζωής του» και αναπολεί τα ξέγνοιαστα χρόνια πριν τον πόλεµο. Η δική του µικρή πράξη αντίστασης απέναντι στην γερµανική κατοχή πραγµατοποιείται µε την καθηµερινή καταγραφή των συµµαχικών επιχειρήσεων κατά του Άξονα, τον θαυµασµό για τις επιτυχίες, την ελπίδα για την ευόδωση του αγώνα.
Η ιστορία της οικογένειας Βολάνη, η συµµετοχή των παππούδων, των θείων, του πατέρα σε αγώνες και εξεγέρσεις ώθησαν τον Σπύρο να δώσει κι εκείνος το δικό του στίγµα, να κάνει εµφανή και την δική του παρουσία στο προσκήνιο. Το ηµερολόγιο του νεαρού Σπυρίδωνος Βολάνη καταδεικνύει το γενναίο φρόνηµα του δεκαπεντάχρονου µαθητή και αποτυπώνει την άσβεστη φλόγα του Ελληνικού λαού για ελευθερία και δικαιοσύνη.