Στρατιώτης και αντάρτης θυμούνται όσα έζησαν
Τέτοια εποχή πριν από 71 χρόνια η αυλαία του εμφύλιου πόλεμου παιζόταν στα ορεινά της Μακεδονίας, στο Βίτσι και στο Γράμμο.
Πρωταγωνιστές σε αυτή τη σύγκρουση απλοί στρατιώτες, καθημερινοί άνθρωποι που πήραν μέρος στη μάχη με το πλευρό της μιας ή της άλλης πλευράς.
Με δύο τέτοιους ανθρώπους που βρέθηκαν στα πεδία των μαχών της εποχής και παραμένουν εν ζωή, συνομιλήσαμε αναζητώντας τις δικές τους μαρτυρίες από την εποχή εκείνη…
ΚΑΝΑΚΗΣ ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗΣ – στρατιώτης
Από το Βίτσι… στο Γράμμο
«Όπως τους έβλεπα από απόσταση τους αντάρτες έλεγα πολλές φορές. “Εγώ νομίζω ότι είμαι πατριώτης, και αυτοί εκεί νομίζουν ότι είναι πατριώτες. Μα ποιος μας έχει χωρίσει, τι μοιράζουμε”…» αφηγείται ο Κανάκης Γερωνυμάκης από το Βουβά Σφακίων.
Υπηρέτησε με τον κυβερνητικό στρατό στον εμφύλιο πόλεμο στο σώμα του πυροβολικού και τα γεγονότα της εποχής εκείνης διατηρούνται πολύ ισχυρά στη μνήμη του.
«Με κάλεσαν να παρουσιαστώ στις 10 Ιανουαρίου του 1949, αρχικά στο Ηράκλειο όπου έκανα τη βασική εκπαίδευση και μετά πήγα στα Μέγαρα όπου πήρα την ειδικότητα του πεδινού πυροβολητή. Και τον Μάιο του 1949 παρουσιάστηκα στο 102ο Σύνταγμα Πυροβολικού στην Καστοριά. Πήρα μέρος σε επιχειρήσεις στο Γράμμο, στο Βίτσι, στο Καιμακτσαλάν. Είχα αναλάβει και καθήκοντα επιλοχία του τάγματος. Οφείλω αρκετά πράγματα στο στρατό. Γιατί στα χέρια μου ήμουν άριστος αλλά γραμματική και συντακτικό δεν έδινα σημασία από παιδί έλεγα ότι εγώ “θα βόσκω και θα σκάβω στη ζωή μου, δεν μου χρειάζονται τα γράμματα”. Όμως στο στρατό πήρα ένα λεξικό, άρχισα να μαθαίνω γράμματα, απέκτησα κάποια γραφειοκρατική εμπειρία και όταν απολύθηκα μπόρεσα και ανέλαβα γραμματέας κοινότητας στο χωριό μου», λέει.
Του ζητάμε να φέρει στο νου του τα γεγονότα της εποχής. «Όταν πρωτοπήγα στην Καστοριά γίνονταν ανταλλαγή πυρών κάθε λίγο. Ρίχναμε εμείς καμιά 20αρια κανονιές, μας έριχναν και οι αντάρτες. Κάθε φορά που άκουγα την οβίδα να σιμώνει έλεγα “μπορεί να μην είναι ετούτινα δική μου, μπορεί να μην είναι για μένα”. Πολλές φορές σκοτώνονταν στρατιώτες σε σημεία που δεν πήγαινε αυτοκίνητο. Πηγαίναμε εμείς με μουλάρια και τους φορτώναμε γιατί δεν τους αφήναμε τους νεκρούς μας, δύο-δύο σε κάθε μουλάρι. Και πάλι σκεφτόμουν καθώς φορτώναμε τους νεκρούς ότι “μπορεί να μην σκοτωθώ”. Πάντα έβλεπα τα πράγματα με τη θετική τους πλευρά και αυτό το υιοθέτησα και στην προσωπική μου ζωή αργότερα», τονίζει.
Κάποια στιγμή η μονάδα του μετακινήθηκε στην περιοχή του Νεστορίου Καστοριάς.
«ΣΕ ΑΓΑΠΩ» ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΘΡΕΠΤΗ
«Είχαν πιάσει οι αντάρτες το πάνω Νεστόριο, εμείς το Κάτω, και είχαν κατέβει και είχαν επιτεθεί σε ένα αυτοκίνητο δικό μας. Του έβαλαν φωτιά και πήραν την αλληλογραφία που μετέφερε. Ενας αντάρτης είχε πάρει την αλληλογραφία και πίσω από μια πέτρα φώναζε με μια ντουντούκα ο “στρατιώτης τάδε να έλθει να δει τι του γράφει το κορίτσι του”, “ο στρατιώτης τάδε να έλθει να δει τι του γράφει η μάνα του”. Θυμάμαι πάλι που ήμουν στην Καστοριά και σε ένα “λαγκούδι” που είχαμε αιχμαλώτους συγγενείς των ανταρτών για να τους αναγκάσουμε να παραδοθούν. Εκεί που ήμουν σκοπός έρχεται μια κοπελίτσα με ένα χαρτί που κάτι έγραφε αλλά είχε τα γράμματα αντίθετα. Μου λέει “ξέρεις να τα διαβάσεις αυτά;”, “όχι” της απαντάω”. Βάζει ένα καθρεφτάκι μπροστά ώστε να φαίνονται τα γράμματα και έγραφε “σε αγαπώ”. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να είναι βαλτή από τους αξιωματικούς μου για να με δοκιμάσουν ή από τους αντάρτες για να τους ελευθερώσω και την έδιωξα παρότι ήμουν νέος. Επίσης δεν θα ξεχάσω και το θάνατο ενός ταγματάρχη της μονάδας μου του Νικηφόρου Κωνσταντάτου που ήταν στο παρατηρητήριο τον εντόπισαν και τους έριξαν οβίδα. Πήγα μαζί με άλλους και κατεβάσαμε το σώμα του και για αυτήν την πράξη μας παρασημοφορηθήκαμε…».
Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ
Ο κ. Γερωνυμάκης υπηρέτησε 18 μήνες, έκανε μικρότερη θητεία γιατί είχε χάσει τον αδελφό του στην αρχή του εμφύλιου πολέμου. «Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί βγήκε διαταγή να καταταχθούν οι νέοι στη χωροφυλακή για να υπηρετήσουν 3 χρόνια και να πληρώνονται.
Πήγε ο αδελφός μου Γιώργος Γερωνυμάκης για να κάνει τη θητεία του και σκοτώθηκε στις πρώτες συγκρούσεις. Στη Χαλκιδική στον αστυνομικό σταθμό που υπηρετούσε τους κτύπησαν οι αντάρτες. Πρόλαβε και αυτός και σκότωσε δύο. Επομένως μπορεί να είχα λόγους να είμαι φανατισμένος εναντίον τους αλλά δεν ήμουν. Εμείς στο στρατό ήμασταν κληρωτοί οι περισσότεροι όχι εθελοντές, αντίθετα οι αντάρτες ήταν πιο φανατισμένοι. Πώς τα βλέπω τα πράγματα σήμερα; Μπορούσε να αποφευχθεί ο εμφύλιος, δεν είχαμε πραγματικούς πατριώτες ηγέτες την εποχή εκείνοι, όλοι αριστεροί – δεξιοί ήταν ξενοκίνητοι που μας έβαλαν να σκοτωθούμε…», καταλήγει.
Εκτός από γραμματέας της κοινότητας Βουβά, ο κ. Γερωνυμάκης ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων όντας -“Γραμματικός εξ αγραμμάτων” όπως λέει- και θεωρείται εκ των κορυφαίων ντόπιων λαογράφων καθώς στα συγγράμματα του καταφέρνει να περνάει όλη την καθημερινότητα, τη ντοπιολαλιά, τα ήθη και τα έθιμα μιας Κρήτης που σιγά-σιγά χάνεται…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΜΑΡΑΚΗΣ – αντάρτης
«Απόφαση ζωής»«Το είχα πάρει απόφαση και την κατάλληλη στιγμή μόλις βρήκα την ευκαιρία αυτομόλησα από το στρατό και πήγα στους αντάρτες! Σε αυτούς άνηκα, σε αυτούς είχα πάρει απόφαση να πεθάνω» είναι τα λόγια του 97χρονου σήμερα Στεφανή Ροζμαράκη από την Σπηλιά Κολυμβαρίου.
Τέσσερις φορές τραυματίσθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, από ριπή πολυβόλου στο πόδι, στην ωμοπλάτη, στο στήθος και το χειρότερο τραύμα στο σαγόνι από όλμο. Μας δείχνει τα τραύματα του και τον αφήνουμε να διηγηθεί όσα έζησε…
«Στην κατοχή μπήκα στην ΕΠΟΝ και εντάχθηκα στο κομμουνιστικό κίνημα για να αγωνιστούμε για την απελευθέρωση της πατρίδα. Μετά την απελευθέρωση, με κάλεσαν στο στρατό και ήμουν σε ένα στρατόπεδο στο Μεσολλόγι. Ήλθαν τα στοιχεία μου από το χωριό μου ότι είμαι κομμουνιστής. Μου έφεραν ένα χαρτί να υπογράψω δήλωση ότι αποκηρύσσω τον κομμουνισμό, διαφορετικά θα έφευγα για Μακρόνησο και ξέρεις τι γίνονταν εκεί. Εγώ λοιπόν βρήκα την ευκαιρία και το έσκασα και βγήκα στο βουνό. Εκεί εντάχθηκα στη Ρούμελη στη μονάδα του Φλωράκη (καπετάν Γιώτης)…».ΣΤΗ ΜΑΧΗ
ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
Ο συνομιλητής μετείχε σε δεκάδες μάχες και ατέλειωτες πορείες από τη Ρούμελη προς το Γράμμο, το Βίτσι και τις περιοχές όπου γίνονταν σκληρές μάχες. Στις αρχές του 1949 είναι στη σχολή αξιωματικών του ΔΣΕ ως ανθυπολοχαγός και μετέχει στις 11-13 Φεβρουαρίου στη Μάχη της Φλώρινας.
«Θα κάναμε επίθεση για να καταλάβουμε τη Φλώρινα από τον κυβερνητικό στρατό. Έρχεται ένα μέλος του Π.Γ. που μας μίλησε για τους σκοπούς της αποστολής και είπε και ορισμένες “χοντράδες” για να μας εμψυχώσει ότι πχ. σε λίγο θα μας έλθουν αεροπλάνα από τη Ρωσία με δικούς μας αεροπόρους για να μας βοηθήσουν…τίποτα τέτοιο δεν ίσχυε βέβαια.
Η διμοιρία μου πλησίασε πολύ κοντά στη πρώτη γραμμή των συρματοπλεγμάτων και των πολυβολείων. Όμως το κρύο ήταν τέτοιο που τα όπλα είχαν παγώσει. Το σχέδιο ήταν μετά τη ρίψη της πρώτης φωτοβολίδας κόκκινου χρώματος να ανοίγαμε πυρ αλλά τι να ρίξουμε, είχαν παγώσει τα πάντα! Είχαμε φτιάξει “σταυρούς” – έτσι τους λέγαμε – με εκρηκτικά που όταν τους έριχνες στα συρματοπλέγματα τα τίναζαν στον αέρα , τα έκαναν πέρα και μπορούσες να προχωρήσεις μπροστά. Έτσι κάναμε και από ένα κενό που δημιουργήθηκε μαζί με άλλους δύο φεύγουμε μπροστά. Ρίχνουν εναντίον μας με πολυβόλο και από την πρώτη ριπή σκοτώνεται ο σύντροφος που είχε το μυδραλιοβόλο. Εγκαταλείπουν οι στρατιώτες το ένα πολυβολείο το καταλαμβάνουμε, αλλά δεν το ξέρουν οι δικοί μας από απέναντι που βάλουν προς το μέρος μας και σκοτώνεται και ο άλλος που ήμασταν μαζί. Αρχίζει να υποχωρεί η διμοιρία μας, δεν ήξεραν ότι ήμουν ζωντανός, μένω μόνος. Άρχισαν να βάλουν εναντίων της θέσεως μου οι του κυβερνητικού στρατού με μικρούς όλμους. Όπως ήμουν σκυμμένος στα γόνατα και προσπαθούσα να μπω σε ένα λάκκο και με “βαρελάκι” να φύγω προς μια χαράδρα που ήταν γεμάτη χιόνι μαλακό για να ξεφύγω σκάει μπροστά μου ένα βλήμα. Μου παίρνει το σαγόνι και μου το κόβει και το μεγαλύτερο μέρος του κρέμονταν, μου πήρε τα δόντια, τα ούλα, τη μισή γλώσσα. Με ένα σακάκι που φορούσα το έδεσα όπως-όπως και άρχισε να προχωρώ…τι να προχωρώ που κάθε πέντε μέτρα έπεφτα σηκωνόμουν, πήγαινα να λιγωθώ, να φύγει η ψυχή μου, αλλά έπαιρνα δυνάμεις, συνέχιζα. Γύριζα μέσα στη νύχτα, δεν έβρισκα που ήταν οι δικοί μου, δεν είχα πυξίδα και ευτυχώς έπεσα σε μια ομάδα ανταρτών. Με πήραν πάνω σε ένα μουλάρι μαζί με το όπλο, δεν το είχα αφήσει δευτερόλεπτο και φύγαμε προς τις θέσεις μου. Χρειάσθηκε μετά στην Ουγγαρία και στη Τσεχία να κάνω 8 πλαστικές εγχειρήσεις για να επαναφέρω το σαγόνι στη θέση του. Χρειάσθηκε να αφήσω και γένια γιατί ήταν τόσο βαθύ το τραύμα που όποιος με κοίταζε στο πρόσωπο τρόμαζε…».ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Στα χρόνια που έζησε στα βουνά ο κ. Ροζμαράκης συνάντησε και είδε πολλούς πρωταγωνιστές της εποχής, αλλά και αιχμαλώτους στρατιώτες κάποιους από την Κρήτη. «Πιάναμε αιχμαλώτους στρατιώτες κατά καιρούς. Ποτέ δεν τους πειράζαμε, ήταν εντολή ότι δεν επιτρέπεται να κάνουμε κακό σε στρατιώτη. Σε βαθμοφόρους ή στρατιωτικούς που είχαν πειράξει αντάρτες ή τις οικογένειές τους τους παραδίναμε για να περάσουν ανταρτοδικείο για τα περαιτέρω. Στρατιώτη σκοτώναμε μόνο στη μάχη ποτέ εκτέλεση… θυμάμαι που είχαμε αιχμάλωτο έναν που ήταν από τις Βουκολιές. Πήγα τον βρήκα, του είπα να καθήσει στα αυγά του και θα τους αφήναμε ελεύθερους, να μην προσπαθήσει να αποδράσει γιατί τότε θα τον πυροβολούσαν. Έτσι και έγινε και αφέθηκε ελεύθερος όπως έμαθα ποτέ και μετά από χρόνια τον συνάντησα στην Κρήτη…
Θυμάμαι και τον Χαρίλαο Φλωράκη, στη μονάδα του εντάχθηκα πρώτα. “Καλώς τον Κρητικό. Μου φαίνεται ότι έχω Κρητικό επίθετο” μου λέει “ναι του λέω όντως υπάρχουν Φλωράκηδες στην Κρήτη”. Hταν καταπληκτικός άνθρωπος, με κάθε μαχητή μιλούσε και ήταν δίπλα μας. Επίσης θυμάμαι τον Ζαχαριάδη να έχει έλθει στη μονάδα μας και να λέει στην επιμελητεία και στους μαγείρους πως ο κόσμος να χάνεται στους συναγωνιστές στην πρώτη γραμμή πηγαίνετε με κάθε τρόπο το φαγητό τους…».ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Την ίδια στιγμή οι γονείς του στο χωριό τον είχαν για νεκρό. «Μου είχαν κάνει και μνημόσυνο. Πρέπει να ήμουν στην Ουγγαρία για να αναρρώσω από το τραύμα στο σαγόνι και σκεπτόμουν πώς να επικοινωνήσω μαζί τους. Ήταν μαζί μου τραυματίας και αυτός ένας Έλληνας ναυτεργάτης από τις ΗΠΑ που είχε έλθει να πολεμήσει μαζί μας. Αυτός λοιπόν ήταν συνδρομητής σε μια εφημερίδα των ΗΠΑ, δημοκρατική. Έστειλε λοιπόν γράμμα στην εφημερίδα που δημοσιεύτηκε και έλεγε ότι ο Στέφανος Ροζμαράκης από τη Σπηλιά Κολυμβαρίου είναι στη ζωή! Το διάβασαν συγγενείς των γονιών μου που ήταν στην Αμερική και τους ενημέρωσαν ότι ζω…», θυμάται. Ο κ. Στέφανος έζησε στην Ελληνική κοινότητα της Τσεχοσλοβακίας στην πόλη Γιάβορνικ στα σύνορα με Πολωνία. Σπούδασε σε ωδείο και έγινε δάσκαλος μουσικής (πιάνο, κιθάρα, ακορντεόν) και παράλληλα έκανε μάθημα ελληνικών στα παιδιά της εκεί ελληνικής κοινότητας. «Εγώ γύρισα πίσω στην Ελλάδα το 1984. Δεν ξαναείδα τους γονείς μου είχαν πεθάνει…
Τα παιδιά μου τα είχα στείλει κάποια στιγμή νωρίτερα να τα δουν και είχαν ενθουσιαστεί οι γονείς μου που μιλούσαν άπταιστα ελληνικά» λέει.
Ο ίδιος δεν μετανιώνει για την επιλογή του, παρ’ όλες τις κακουχίες και τα σοβαρά τραύματα που υπέστη. «Ήμουν και παραμένω κομμουνιστής, ήταν μια απόφαση ζωής», καταλήγει.
Αγαπητέ κύριε διευθυντά των “Χ.Ν.”,
είναι άκρως σημαντική η χαρακτηριστική παράθεση των μαρτυριών από τον αγαπητό συντάκτη των “Χ.Ν.” κ. Γιώργου Κώνστα, όσο αφορά τον “Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο”, ώστε οι νεότεροι συμπολίτες μας να έχουν μίαν “πρώτη γεύση” των δεινών του επάρατου εμφυλίου πολέμου που για πολλά χρόνια βασάνισε, ταλαιπώρησε και ταλάνισε τον απλό Ελληνικό λαό. Τα πράγματα, ωστόσο, εκείνην την εποχή [τέλος δεκαετίας της κρίσιμης δεκαετίας 1940] ήσαν πολύπλοκα και πολύ δύσκολα για να κάνει κανείς ασφαλείς και δίκαιες εκτιμήσεις: Εμείς οι κάπως ηλικιωμένοι που βιώσαμε -άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο- τις οδυνηρές και καταστρεπτικές συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου βροντοφωνάζουμε: Ποτέ πια εμφύλιοι πόλεμοι, αντεκδικήσεις και αλληλοσπαραγμοί στην όμορφη χώρα μας!… Τί καλό και τί δίκιο μπορεί να προκύψει από τέτοιες διαμάχες και σκοτωμούς; Επειδή, το ζήτημα του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου είναι ατελείωτο και άκρως τρομακτικό σε συνέπειες στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της πολύπαθης χώρας μας, θα επιχειρήσουμε σε εύθετο χρόνο -Θεού θέλοντος και …. κορωνοϊού επιτρέποντος- σε κύρια εργασία στα “ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ” να κάνουμε σύντομη κοινωνιολογική[ δεν μας ενδιαφέρει το πολιτικό σκέλος] προσέγγιση με πηγαία στοιχεία – ντοκουμέντα – αρχεία, για τη διαπίστωση της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας εκείνης της δύσκολης εποχής. Δηλαδή, τα αίτια του εμφυλίου πολέμου, η διαφορετική πρόσληψη των εμφυλίων στη Συλλογική Μνήμη του Ελληνικού και του Ισπανικού λαού και οι τυχόν ευθύνες για τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Οφείλουμε να ενημερώσουμε τους νέους μας ανθρώπους, ώστε ν’ αντιδρούν σε οποιαδήποτε προσπάθεια εμφύλιου σπαραγμού και διαιρέσεων του αγνού λαού μας που είναι βαθύτατα δημοκρατικός και ορθόδοξος χριστιανός στην Πίστη του. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ.