Από τις εκδηλώσεις τις φετινές ανά την Ελλάδα και τα λουλούδια που στολίζουν τον ανδριάντα του στο Αρκαλοχώρι φαίνεται πως θυμόμαστε το Ναπολέοντα Σουκατζίδη, κυρίως την Πρωτομαγιά, γιατί η σύντομη ζωή του ήταν ένας διαρκής και καθημερινός αγώνας για τον Ανθρωπισμό και την πρακτική εφαρμογή του στην Κοινωνία : Για την καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων όπου Γης, την αποτίναξη του ζυγού της εκμετάλλευσης των αδύναμων ανθρώπων και κρατών από τους δυνατούς του Κόσμου και τους υπηρέτες τους, για την Ειρήνη και την Ελευθερία, για το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κυρίως η βίωση της προσφυγιάς διαμόρφωσε εξάλλου την προσωπικότητά του. Το Μάη του 1914 στη Δυτική Ασία, στον Α’ διωγμό, που οργανώθηκε από τους Γερμανούς και είχε να κάνει με τον αποικιακό ανταγωνισμό και την οικονομική διείσδυση των βιομηχανικών χωρών στην Τουρκία της Εγγύς Ανατολής με το πλούσιο έδαφος και τη στρατηγική θέση, ο Ναπολέων 5 χρονών αγοράκι στην αγκαλιά των δασκάλων γονιών του οδηγήθηκε με δύσκολες συνθήκες αργού θανάτου από την Προύσα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Επέστρεψε στην Προύσα το 1918 μετά από μεγάλο διάστημα κακουχιών και το Σεπτέμβριο του 1922, στο φοβερό διωγμό που ξερίζωσε τους Έλληνες των Δυτικών παραλίων, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου, με την ψυχή στο στόμα, έφηβος πια, ήρθε στο Ηράκλειο, όπου από τον Α’ Διωγμό λιποτάκτης είχε έρθει και ριζώσει ο θείος του Φίλιππος : Από κει, αμέσως σχεδόν, εγκαταστάθηκαν στο Αρκαλοχώρι, όπου, αν και οι δάσκαλοι γονείς του ήταν άσχετοι με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, επιβίωσαν δύσκολα, κυρίως με την παραδοσιακή στην Προύσα καλλιέργεια του μεταξιού(παραγωγή σπόρου).
Τον Ναπολέοντα τον έκαναν επαναστάτη τα βιώματα των δύο διωγμών στα τρυφερά χρόνια της ζωής του, η συμπόνια του προς κάθε αδικημένο και πονεμένο άνθρωπο της Γης, η λαχτάρα του να ζήσει η ανθρωπότητα όλη καλύτερες μέρες (αυτό θεωρούσε πρόοδο). Κι έδινε τη ζωή του κάθε μέρα γι’ αυτό, βέβαιος πως ο ίδιος δε θα το ζήσει. Ο υψηλός του μισθός δεν τον επηρέαζε. Τον μοίραζε εξάλλου στους πεινασμένους. Ούτε η μόρφωση και η γλωσσομάθειά του του δημιουργούσε την έπαρση των ανθρώπων της ελίτ. Ίσα-ίσα τον έφερνε μπροστά στο χρέος του αγώνα για την πνευματική καλλιέργεια όλων των ανθρώπων.
Η εφηβική και νεανική του ζωή στο Αρκαλοχώρι μαρτυρεί τα παραπάνω: Το 1996 ο αείμνηστος αρκαλοχωρίτης φίλος μου Ν. Εμμ. Λαμπράκης θυμάται την βαθιά ανθρωπιά του : «Ήταν η προσωποποίηση της αληθινής αγάπης. Απ ‘ αυτόν χόρτασα παιδί τις σπάνιες τότε καραμέλες, τον τρυφερό λόγο και το χάδι, το παράδειγμα της ευγένειας. Ήταν φίλος στενός του αδελφού μου του Παύλου και του δασκάλου Μανόλη Βογιατζάκη. Ο Παύλος μας έλεγε συχνά πως, αν δεν εξόριζαν το Ναπολέοντα Σουκατζίδη το 1936, ο φίλος τους Μανόλης Βογιατζάκης δε θα αυτοκτονούσε, γιατί θα τον στήριζε ψυχολογικά ο Ναπολέοντας, βοηθώντας τον να τοποθετήσει υφηλούς στόχους ζωής και να παλέψει τα αδιέξοδα της ψυχής του. Με τη σύντομη ζωή του σημάδεψε την εποχή και τον τόπο μας, γιατί τέτοιον άνθρωπο δεν είχε ως τότε γνωρίσει…»
Από τον Άη Στράτη, το Μάη του 1937, χωρίς να έχει περάσει ποτέ από δικαστήριο, το μεταξικό καθεστώς τον μετέφερε στην Ακροναυπλία, όπου από το Μάρτιο του 1938, μαζί με 29 συγκρατούμενούς του, με διαταγή του Μανιαδάκη, κλείστηκε στον κρύο βορεινό θάλαμο του γ’ ορόφου, στην απομόνωση, ως «επικίνδυνο στέλεχος». Μαζί του ο σκαλανιώτης γιατρός Μανόλης Σιγανός, ο καθηγητής Σωτήρης Σουκαράς, ο δημοσιογράφος Ν. Παπαπερικλής και άλλοι. Είχαν μεταφέρει ολομόναχο το Δημήτρη Γληνό το Δεκέμβριο του 1937 στη Σαντορίνη και έτσι δεν ήταν μαζί τους. 2,5 χρόνια δεν βγήκαν καθόλου στην αυλή .
Στις 1-11-1940 μαζί με τους 600 ακροναυπλιώτες ο Ναπολέων ζήτησε ενυπόγραφα να πάει στο Μέτωπο, στην α’ γραμμή. Το καθεστώς ζήτησε δήλωση μετανοίας.
Τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκαν από τον Διοικητή της Ακροναυπλίας ανθυπομοίραρχο Γιαννίκο στους Ιταλούς-όμηροι στους κατακτητές. Έλληνες πολιτικοί κρατούμενοι παραδόθηκαν στους κατακτητές!
Από το Σεπτέμβριο του 1942 η Ακροναυπλία αποδεκατίζεται στα στρατόπεδα Λάρισας, Τρικάλων και Βόνιτσας και το Φεβρουάριο του 1943 άδειασε τελείως. Οι περισσότεροι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης πήγε στο στρατόπεδο της Λάρισας και από κει στο Χαϊδάρι. Έμεινε στην Ιστορία και στη ζωή μας, γιατί ο φακός της Ιστορίας διατήρησε στους αιώνες την τελευταία πράξη της σύντομης ζωής του : την υψηλή και βαθιά του Ανθρωπιά. Την άρνησή του να μπει στη θέση του και να τουφεκιστεί άλλος κρατούμενος την Πρωτομαγιά του 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Όμως ο Ναπολέων ενεργούσε έτσι κάθε μέρα της σύντομής του ζωής, όπως μας διαβεβαιώνει και η μαρτυρία της Ευδοκίας Χριστοφάκη από την Ιεράπετρα (καταγραφή Ιούλιος 2005, Ιεράπετρα) :
«Όταν το 1932 ήρθε στην Ιεράπετρα, στα 23 του χρόνια, η μακαρίτισσα η Μαρία Λιουδάκη τον έφερε στο σπίτι μας κι εκεί έμεινε ως το 1935 που έφυγε για το Ηράκλειο. Θυμάμαι μια μέρα που έπαιζα στην αυλή μας, μαθήτρια του Δημοτικού, και έβγαινε από το δωμάτιο του μ’ ένα υψηλό άνδρα. Ως την αυλόπορτα τον αποχαιρέτησε και γυρίζοντας μου είπε: «Είναι ένας μεγάλος». Ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης. Είχε φιλοξενήσει επίσης το Γληνό, τον Πορφυρογέννη και άλλους.
Ήρθαν και τού ‘παν μια μέρα ότι ένας εργάτης του εργοστασίου, ο Πασαλάκης, είχε πεθάνει. Αμέσως άδειασε το πορτοφόλι του πάνω στο τραπέζι : «Πηγαίνετε να κάνετε την κηδεία και ό, τι περισσέψει να τα δώσετε στην οικογένειά του».
Μόλις ήρθε κι έμεινε στο σπίτι μας μου είπε : «Μάζεψε μερικές φίλες και συμμαθήτριές σου να σας κάνω γαλλικά δωρεάν». Μιλούσε τότε 6 γλώσσες.
Αυτά θυμάμαι από την περίοδο που έμεινε στο σπίτι μας. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν ξανασυνάντησα όμοιό του κι έμεινε στην ψυχή μου ως τώρα. Με σημάδεψε όπως και όλη την κοινωνία της Ιεράπετρας».
Να γιατί άφησε εποχή και έμεινε στη μνήμη και στην ψυχή των ανθρώπων αυτή η μεγάλη πνευματική και πολιτική προσωπικότητα, ο Ναπολέων Σουκατζίδης.
Να γιατί δεν ξεχνούμε το ήθος, τη ζωή και τη στάση του, που μας βοηθούν για να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα στους σκοτεινούς μας καιρούς.
Να γιατί και φέτος στο σεισμόπληκτο Αρκαλοχώρι ο ανδριάντας του, που είναι στημένος κοντά στο σπίτι του, στη σχεδόν ερειπωμένη από τους σεισμούς γειτονιά του παλιού οικισμού, στολίστηκε από λουλούδια ευγνωμοσύνης και αγάπης.
Ας είναι ετούτο το κείμενο ένα ταπεινό λουλουδάκι σαν κι αυτά, ωφέλιμο για την αναγκαία ιστορική μνήμη και αυτογνωσία μας.