Πολυσύχναστος δρόμος σπαρμένος δένδρα μερικές δεκαετίες πριν, απ’ τη μια και την άλλη του πλευρά.
Γερασμένα στέκουν τώρα όσα απόμειναν, τα περισσότερα κουτσουρεμένα, λυγισμένα σχεδόν στα δυο, λίγα ακόμα με χονδρούς κορμούς και πυκνές φυλλωσιές.
Η υγρασία περονιάζει κόκαλα σήμερα, κι ένα δυνατό αεράκι που έρχεται απ’ τη θάλασσα σαρώνει τα πάντα στο διάβα του.
Ανακατεύει μαλλιά, ανασηκώνει ρούχα, μετακινεί μικροαντικείμενα…
Ατμόσφαιρα φθινοπωρινού τοπίου, κι εκεί κοντά στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάτω απ’ το πιο ψηλό δένδρο -που μοιάζει να ξεφλουδίσει απ’ πάνω μέχρι κάτω- μικρός κι ασήμαντος ένας ανθρωπάκος με μια μεγάλη σκούπα και φαράσι προσπαθεί να βάλει τάξη…
Σκουπίζει ξερά φύλλα, κομμάτια φλούδες, κλωνάρια, χαρτάκια, κυπελλάκια κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς…
Με κυκλικές κινήσεις που σκοπό έχουν να εγκλωβίσουν στο βαθύ του φτυάρι όλους τους μικροπαραβάτες που παν να του ξεφύγουν, μ’ επιμονή κι υπομονή καταφέρνει να τα φτάσει μέχρι μια εσοχή ενός παλιού μαντρότοιχου όπου έχει σφηνώσει μια χαρτόκουτα.
Ανασηκώνει το φτυάρι και ρίχνει μέσα τα πιο βαριά σκουπίδια!
Τ’ άλλα μισά, ανάλαφρα καθώς είναι, του ξεφεύγουν!
Αιωρούνται λιγάκι ακυβέρνητα στον αέρα κι ύστερα προσγειώνονται άτακτα στο πεζοδρόμιο!
Ο ανθρωπάκος μας που τον πάει κι αυτόν και τον φέρνει η δυνατή πνοή του αγέρα -του μετακινεί το καπέλο, καταχτυπά τις άκρες του πουκαμίσου, κουμαντάρει σκούπα και φαράσι- δεν πτοείται!
Ή δεν καταλαβαίνει…
Ακαταπόνητος ξεκινά απ’ την αρχή!
Κάνει δυο βήματα πίσω, συμμαζεύει και στριμώχνει τους απείθαρχους στο φτυάρι, μαζί μ’ όσους του είχανε ξεφύγει την πρώτη φορά, κι όλους όσοι του ήλθαν απ’ το πουθενά, και συνεχίζει το… καλό το έργο!
Πεισματάρικα ματαιοπονώντας ο… άμοιρος!
Κι ο αγέρας το ίδιο… ακαταπόνητος και… πεισματάρης, τον χαβά του!