Αχ τι τραβάω ο ταλαίπωρος!
Και μου το ’λεγε η κυρά Παναγιώτα που γέρασε, έκανε εγγόνια, ετοιμάζεται για δισέγγονο και τη λένε ακόμα Παναγιωτίτσα.
-Τι τα θέλεις τα ταξίδια Γιωργάκη. Κάτσε στ’ αυγά σου πια. Δε λυπάσαι τα λεφτά που σκορπάς μεσ’ τους δρόμους; Δε βλέπεις εμένα που με πήγανε μια φορά στα Χανιά, κοντά βδομήντα χιλιόμετρα, σα παντρευότανε η εγγόνα μου προ έξι μήνες κι ορκίστηκα να μη ξαναπάω;
Κάτι πήγα να πω, με έκοψε.
-Άκου με και δε θα χάσεις.
Γι’ αυτό σου λέω. Τα θέλω και τα παθαίνω.
Ναι, τότε, Χινόπωρο του 1980 ήτανε, όταν βρέθηκα λίγα τετράγωνα βορειότερα από τους Δίδυμους Πύργους, δεκαπέντε χρόνια, δηλαδή, πριν τη φρικτή καταστροφή τους, στο πιο κουλτουριάρικο σημείο του Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Σε ένα μικρό καφενεδάκι με πολλά τραπέζια απλωμένα ολόγυρα, την ώρα που χρύσωνε ο ήλιος τις κορφές στους ουρανοξύστες και κρεμαστές γέφυρες ανάμεσα Μανχάταν, Μπρούκλιν, Αστόρια και τα άλλα διαμερίσματα της Νέας Υόρκης, εκεί που ένα χαλί από πολύχρωμα φύλλα σκέπαζε την περίφημη πλατεία των καλλιτεχνών, την Ουάσινγκτον Σκουέρ Bίλατζ (Washington Square Village ) που πλευρικά με τον ομώνυμο κήπο φιλοξενεί ολημερίς τους πιο παράξενους και φημισμένους συγγραφείς, ποιητές, θεατρίνους και ζωγράφους, με τα πιο παράξενα ρούχα και όλες τις γλώσσες του κόσμου να ακούγονται, εκεί, σε ένα τραπεζάκι, απάνω στο στενό πεζοδρόμιο, τρία νέα παιδιά, με ένα ποτήρι χυμό μπροστά τους κουβεντιάζανε με πάθος.
Μια κοπελιά, όρθια, με μακριά μαλλιά κι απλωμένα σα φτέρουγες τα χέρια, μιλούσε για το μεγαλείο της ποίησης και έκανε σύγκριση τους δυο μεγάλους ποιητές Έλιοτ και Καβάφη.
-Από τη στιγμή που κατόρθωσε να δεχτεί το πάθος του ο Καβάφης, τόνισε, ορίζοντες απέραντοι ανοίχτηκαν μπροστά του κι έγραψε τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του.
Καθώς μιλούσε, ο αέρας ανέμιζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της, πηγαίνανε στα μάτια της, την ενοχλούσανε, ώσπου ο ένας της συντροφιάς, ο Μπάμπακ από την Τεχεράνη, φοιτητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, της πρότεινε να την χτενίσει κι αυτή δέχτηκε με ενθουσιασμό.
-Μου κάνεις μεγάλη τιμή δεσποινίς Ευρυδίκη, είπε και με μια υπόκλιση ξεκίνησε το δύσκολο έργο του.
Η Ευρυδίκη, βλέπεις, έκανε διδακτορικό στη λογοτεχνία στο ίδιο πανεπιστήμιο και παρέδιδε μαθήματα στο Μπάμπακ, τον τρίτο της συντροφιάς αδερφό του Χοσέ κι όλους τους πρωτοετείς φοιτητές.
Αλλά θαυμάζανε τη συνομήλικη καθηγήτριά τους και για ένα ακόμα λόγο, ότι τους είχε πει ότι ήταν γεννημένη στην Αλεξάνδρεια από γονείς αριστοκράτες.
Εμάς, δηλαδή, μια κι η κοπελιά ήτανε η κόρη μου.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τους είχε πει ότι ο πατέρας της ήταν μεγάλος καρδιοκατακτητής και βαθύπλουτος.
Κείνη την ώρα, που λέτε, έφτασα, μια και μου είχε πει ότι θα με περίμενε εκεί.
Τα δυο αδέρφια, με την εμφάνισή μου, στήθηκαν προσοχή και με υποδέχτηκαν με υποκλίσεις. Μου ήρθε να γελάσω, αλλά θα θύμωνε η κόρη μου, τους χαιρέτησα με στυλ… αυτοκρατορικό.
Τελείωσε κάποια στιγμή το χτένισμα, ηρέμησαν οι παραστάμενοι που αγωνιούσαν για την όλη επιχείρηση, με φίλησε η Ευρυδίκη με σοβαρό ύφος, όπως ταίριαζε σε ένα βαθύπλουτο πατέρα, πλησίασε το αυτί μου και ψιθύρισε.
-Τα παιδιά θέλουν να τους διδάξεις πώς μπορούν να κατακτήσουν μια γυναίκα.
-Είσαι με τα καλά σου;
-Μπαμπά μη μου το αρνηθείς. Τους το υποσχέθηκα και θα σε ευγνωμονούν, επέμενε.
Οπότε έβαλα το Δονζουανικό μου ύφος και τους έλεγα, εμπιστευτικά, ό,τι θυμόμουνα απ’ της νιότης μου τις επιτυχίες.
Αυτοί βέβαια ακούγανε και κοιτούσανε μετά μεγάλης προσοχής. Ο μικρότερος μάλιστα, κρατούσε και σημειώσεις. Και να δεις χαρά που την είχανε. Ιδίως όταν μετά τη θεωρία ακολούθησε και πρακτική εξάσκηση. Ψιθύρισα σε μια γνωστή κοπελάρα της κόρης μου το μυστικό, δέχτηκε, της τα έριξα τάχα, γλάρωσε η ομορφονιά και σχεδόν γονατιστή με παρακαλούσε να γίνουμε ζευγάρι!
Τόση ήταν η επιτυχία τού μαθήματος που εδώ και τριάντα χρόνια δεν μπορούν να σταυρώσουν γκόμενα.
Γι’ αυτό και με κάλεσαν Τεχεράνη για περισσότερη εκπαίδευσή τους. Δεν πάω, όμως, μη φύγω με σπασμένα τα παΐδια.
* gkamvysellis@yahoo.gr