Το πρωινό της 9ης Ιουλίου του 1956 οι Ρεθεµνιώτες έµειναν έκθαµβοι από ένα φαινόµενο που πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν: η θάλασσα αποτραβιόταν µε ορατό ρυθµό προς τα βόρεια και ο βυθός της αποκαλυπτόταν ολοένα και περισσότερο.
Πατείς µε πατώ σε κατέβηκαν στην Προκυµαία και στο παλιό λιµάνι. Να σηµειώσουµε ότι το νέο ξεκίνησε εκείνο ακριβώς το καλοκαίρι και µια φωτογραφία από την τελετή θεµελίωσης σώθηκε και την πρωτοδηµοσίευσα στο βιβλίο «Ρέθυµνο και θάλασσα: µια ιστορική σχέση» (εικόνα 1). Να σηµειώσω ότι την είχαν αγοράσει σε δηµοπρασίες τόσο ο αείµνηστος Γ. Π. Εκκεκάκης, που µου την παραχώρησε, όσο και ο συλλέκτης Γ. Κόπακας.
Τι ήταν όµως εκείνο που είχε συµβεί και κινητοποίησε τους Ρεθεµνιώτες, ώστε ν’ αφήσουν τις δουλειές τους, οι έµποροι να κλείσουν τα µαγαζιά τους κι οι νοικοκυρές να αφήσουν στη µέση το µαγείρεµά τους; Και που οι ίδιοι δεν µπορούσαν να το ξέρουν, ακόµα κι αν άκουγαν ραδιόφωνο, που δεν είχε προλάβει να το αναγγείλει, µε τη δυστοκία στις επικοινωνίες της εποχής; Στις 5:11 το πρωί της ηµέρας εκείνης βορείως της Σαντορίνης και νοτίως της Αµοργού, καλή ώρα όπως σήµερα, είχε σηµειωθεί µια ισχυρότατη σεισµική δόνηση 7,7 βαθµών της κλίµακας Ρίχτερ. Και επειδή από µόνος του ο αριθµός αυτός δεν µπορεί να τα µαρτυρήσει όλα, πολύ σηµαντικότερο ήταν ότι στην κλίµακα Μερκάλι των καταστροφών που προκαλούν οι σεισµοί αυτός είχε χαρακτηριστεί ως ΙΧ (9), δηλαδή εξαιρετικά καταστροφικός, αφού η κλίµακα έχει ανώτατο επίπεδο το 12.
Απ’ ό,τι αποδείχτηκε µετά από τέσσερις δεκαετίες, ο σεισµός της Αµοργού ήταν ο µεγαλύτερος στον ελληνικό χώρο κατά τον 20ό αιώνα. Οι καταστροφές που προκάλεσε στο νησί αυτό ήταν τεράστιες, αφού µάλιστα συνοδεύτηκε 13 λεπτά αργότερα από έναν εξίσου ισχυρό µετασεισµό, µεγέθους 7,2 Ρίχτερ. Αυτός ο δεύτερος ήταν πιο κοντά στη Σαντορίνη, η οποία δοκιµάστηκε εξίσου σκληρά µε την Αµοργό (εικόνα 2). Ο τελικός απολογισµός ήταν 53 άνθρωποι νεκροί, περισσότεροι από 100 τραυµατίες και περισσότερα από 2.000 σπίτια µε ζηµιές ή ερειπωµένα. Εκτός όµως από τα δυο αυτά νησιά, καταστροφές σηµειώθηκαν και στην Αµοργό, την Ανάφη, την Αστυπάλαια, την Ίο, την Πάρο και πολλά ακόµη, µεταξύ των οποίων και η Κάλυµνος, στην οποία από το τσουνάµι πνίγηκε µια γυναίκα. Τα µεγέθη του, που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, φαίνονται εξωπραγµατικά: 25 µέτρα στη νοτιοανατολική ακτή της Αµοργού, 20 µέτρα στα βορειοδυτικά της Αστυπάλαιας και 10 µέτρα στη Φολέγανδρο! Εξίσου απίστευτος φαίνεται ο υπολογισµός διεθνούς επιστηµονικής οµάδας (Πανεπιστήµια Νότιας Καλιφόρνιας, Νορθγουέστερν (Σικάγου), Πολυτεχνεία Άγκυρας και Κρήτης) ότι στην ανατολική Κρήτη το τσουνάµι δηµιούργησε κύµα ύψους 3,8 µέτρων.
Λίγη ώρα µετά τον κύριο σεισµό η θάλασσα στο Ρέθυµνο άρχισε σταδιακά να υποχωρεί. Όταν οι πρώτοι περίεργοι γέµισαν τις αποβάθρες του παλιού λιµανιού, ο βυθός του είχε ήδη αποκαλυφθεί, ενώ και στην Προκυµαία η θάλασσα είχε υποχωρήσει πολλές δεκάδες µέτρα. Λίγη ώρα αργότερα οι πρώτοι Ρεθεµνιώτες, µε τις γαλότσες τους ή απλά ξυπόλυτοι, γέµιζαν τα ζεµπίλια τους µε ψάρια που σπαρταρούσαν, πεταλίδες κι άλλα όστρακα που βρέθηκαν εκτεθειµένα στην ατµόσφαιρα και στον καλοκαιρινό ήλιο. Οι φωτογράφοι της εποχής έσπευσαν ν’ απαθανατίσουν το πρωτόφαντο φαινόµενο. Πολλές σχετικές φωτογραφίες θα πρέπει να βρίσκονται ακόµα στα ρεθεµνιώτικα σπίτια, όπως η µοναδική που έχει παρουσιαστεί µέχρι σήµερα είναι από τον Μανόλη Καρνιωτάκη στο λεύκωµά του «Ρεθυµνίων Νόστος» (εικόνα 3). Σ’ αυτήν απεικονίζεται ο Θεόφιλος Πολίτης στον βυθό του παλιού λιµανιού, µπροστά στο Τελωνείο. ∆εξιά του διακρίνονται τρεις βάρκες καθισµένες στην άµµο, ενώ διάσπαρτες πάνω της φαίνονται τρύπες, που θα πρέπει να είχαν σχηµατιστεί από οργανισµούς που ζούσαν κάτω απ’ αυτήν (σωλήνες κ.ά.) και αργοπέθαιναν.
Ακόµα όµως εντυπωσιακότερο υπήρξε το φαινόµενο της επανόδου της θάλασσας, η οποία µε πολύ πιο γρήγορους ρυθµούς άρχισε να ανακτά το πρότερο ύψος και ν’ ανεβαίνει όλο και ψηλότερα. Οι αποβάθρες και η Προκυµαία κατακλύστηκαν από τα νερά, τα οποία συνέχισαν κι έφτασαν να καλύψουν την οδό Αρκαδίου, µέχρι τα πρώτα σκαλοπάτια της Λότζια, όπως µας είχε πληροφορήσει κατά τη διάρκεια της ξενάγησης «Το Ρέθυµνο του τρόµου» ο συνταξιούχος δάσκαλος Στέλιος Μπαγουράκης. Με βάση αυτή την πληροφορία µπορούµε να υπολογίσουµε την ανύψωση της θάλασσας σε περίπου 2,0-2,5 µέτρα. Τώρα πια οι Ρεθεµνιώτες κατάλαβαν ότι το άγνωστο σ’ αυτούς φαινόµενο δεν είχε και τόσο χάζι και µάλιστα είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο. Ευτυχώς τα πράγµατα σταµάτησαν κάπου εκεί. Αλλά ας δούµε πως περίγραψε µε κάποια υπερβολή το φαινόµενο ο Σπύρος Λίτινας, αυτόπτης µάρτυρας 49 ετών τότε, στο βιβλίο του «Τα Αθάνατα», το 1995:
«…Ο φοβερότερος σεισµός όλων, λόγω της ιδιαιτερότητός του, ο ιδιοτροπώτερος, ο εντυπωσιακώτερος, υπήρξεν ο σεισµός του έτους 1955 ή 1956. Τότε συνέβησαν περίεργα, παράδοξα πράγµατα. Αι δονήσεις και τα τρεµουλιάσµατα των πάντων δεν ήσαν τόσον εµφανή και συνταρακτικά. Μάλλον ασθενή ήσαν. Αι συνέπειες όµως του σεισµού ήσαν εξόφθαλµοι. Η θάλασσα αργά αργά απεσύρετο, ετραβιόταν στα ενδότερα. Τα νερά κάτω από την προκυµαίαν, κάτω από το πλακάδο, το πλακόστρωτό της, της προκυµαίας, έφευγαν, ετραβιόνταν οπίσω, στα µέσα, διακριτικά. Και ο πυθµένας της θάλασσας στην ακρογιαλιά άδειαζεν εντελώς. Εδηµιουργείτο εκεί µια νέα στεριά! Και µπορούσες να βαδίσης µέσα στη νέαν αυτήν παρουσιαζοµένην έκτασιν –ανοιχτάδα, αµµουδιά νέαν- αρκετά, 200 έως 300 µέτρα, ανάµεσα σε ζωντανά χέλια, που εσπαρταρούσαν πάνω στο νέον αυτό γήπεδον, στη νέα αµµουδιά. Μπορούσες να τα πιάσεις µε τα χέρια σου. Εν τω µεταξύ το βενετσιάνικο λιµάνι έβλεπες και άδειαζε. Και τα πλεούµενα σχεδόν εκάθονταν εις τον πυθµένα του λιµανιού. Αυτό εγίνονταν για κάµποση χρονική διάρκεια –ένα τέταρτο, µισή ώρα περίπου. Και κατόπιν τα νερά, η θάλασσα, εξαναρχόταν πάλι πίσω, στην προκυµαία, µέσα στο λιµάνι, αργά αργά, από το πέλαγος, περισσότερη τώρα. Και το βενετσιάνικο λιµάνι µας εξαναγέµιζε πάλι από τα νερά της θάλασσας, που συνεχώς, όλο και εφούσκωνε. Και ανέβαινε προοδευτικά επάνω και εξεχειλούσε. Εκάλυπτε τις πέτρινες πλάκες… Και εµείς στην προκυµαίαν να παρακολουθούµεν ανήσυχοι αυτό το καταπληκτικό φαινόµενο. Άλλοι, θαρραλέοι, να µην αποµακρύνονται. Άλλοι να τραβιούνται πίσω, στην πόλη. Άλλοι να προχωρούν και να ανεβαίνουν στα ανάντη, τις ψηλότερες εξάρσεις των υψωµάτων της πόλης. Αυτή η ιστορία εκράτησεν αρκετά, κάπου τρεις τέσσερις ώρες. Ύστερα τα πάντα ησύχασαν…».
Μπορεί το φαινόµενο «τσουνάµι» να ήταν µέχρι τότε άγνωστο στους συντοπίτες µας, όµως δεν ήταν άγνωστο σε κάποιους από τους δικούς τους προπάτορες, στη µακρά διάρκεια του χρόνου οπωσδήποτε. Για παράδειγµα οι παππούδες τους το 1870 είχαν εντυπωσιαστεί από ένα άλλο τέτοιο φαινόµενο, µεγαλύτερης οπωσδήποτε έντασης, τότε µάλιστα που δεν υπήρχε ακόµα Προκυµαία. Παραθέτω λοιπόν κλείνοντας (εικόνα 4) έναν πίνακα µε σεισµικά παλιρροϊκά κύµατα που έφτασαν στις ακτές της βόρειας Κρήτης από το 1600 π.Χ. µέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα, από µελέτη που έχει υποβληθεί στην Περιφέρεια Κρήτης (Ενίσχυση ∆ικτύων Παρακολούθησης και Παραγωγή Αυτόµατου Συστήµατος Ενηµέρωσης και Προειδοποίησης για Σεισµούς και Τσουνάµι στην Κρήτη). Η ένταση του φαινοµένου στον πίνακα είναι φθίνουσα, από το µηδέν µέχρι το τέσσερα. Έτσι το τσουνάµι του 1956 βαθµολογείται µε 4, στο κατώτερο σκαλοπάτι. Πολύ µεγαλύτερη ένταση υπολογίζεται ότι είχαν τα κύµατα των ετών 1681, 1843 και 1846.
Ας ελπίσουµε τα πράγµατα να εξελιχθούν καλύτερα για την Αµοργό και τη Σαντορίνη, απ’ ότι το µακρινό 1956. Πάντως εµείς στο Ρέθυµνο και στις άλλες πόλεις της βόρειας Κρήτης σίγουρα δεν θα τρέξουµε στο λιµάνι, παλιό και νέο, και στην Προκυµαία για ψάρια και χάζεµα. Άλλωστε τα ψάρια είναι πια είδος προς εξαφάνιση στις ακτές µας…