Κατά καιρούς πληροφορούμεθα από τα ΜΜΕ για κάποιες βιαιοπραγίες ή ανάρμοστες, απλώς, συμπεριφορές σε βάρος μαθητών της Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που ευτυχώς είναι ελάχιστες.
Στην επισήμανσή τους γίνονται υπερβολές και καταδικάζονται εκπαιδευτικοί πριν καν ξεκαθαριστεί το θέμα. Δεν πληροφορούμεθα όμως συνήθως για ανάρμοστες συμπεριφορές παιδιών προς τους διδάσκοντες που κάποιες φορές προκαλούν τις αντιδράσεις των και συνήθως οι γονείς δίδουν το δίκαιο πάντα στους κανακάρηδές των, πράγμα που δεν είναι σωστό για την περαιτέρω πορεία των παιδιών.
Ουδέποτε στο παρελθόν υπήρχαν τόσες παραβατικές συμπεριφορές από μεμονωμένους νέους ή ακόμη και από “συμμορίες” των και αυτό ας το εξετάσουν οι αρμόδιοι ψυχολόγοι, που στην εποχή μας συχνά επικαλούμεθα την επιστημονική άποψή τους, και που κατά πού πάμε, θα τους χρειαζόμεθα όλοι κάποια ημέρα αυτούς. Αναφέρομαι στη συνέχεια σε κάποια “παιδαγωγικά” συστήματα εποχών, από εκατό και πριν χρόνια, χωρίς φυσικά να τα επικροτώ, αλλά αποτελούν πλέον μέρος της παράδοσης. Άλλωστε και τις τελευταίες δεκαετίες από κάθε κυβέρνηση εφευρίσκεται κάποιο νέο σύστημα για την Παιδεία και κάποιες φορές μάλιστα και στην ίδια κυβέρνηση, αν αλλάξει ο υπ. Παιδείας, αλλάζει και όλο το σύστημα.
Οι παπάδες που ήξεραν και γραφή (διότι υπήρχαν μερικοί που γνώριζαν μόνο ανάγνωση), εκτελούσαν χρέη δασκάλου. Φτωχοί άνθρωποι κι οι ίδιοι, όπως κι οι υπόλοιποι συγχωριανοί τους, ασχολούνταν βασικά με κτηνοτροφικές, γεωργικές και μελισσοκομικές εργασίες.
Το παιδαγωγικό σύστημα που ακολουθούσαν οι δάσκαλοι ήταν «ξύλο αλύπητο». Είχαν σαν… έμβλημα ότι «το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο». Κι ήταν συνηθισμένη η φράση του πατέρα προς τον δάσκαλο, όταν του παρέδιδε τον μαθητή:
«Δάσκαλε, το πετσί και τα κόκαλα».
Δηλαδή: Να τον δέρνεις και να τον ταλαιπωρείς με τιμωρίες, μέχρι να μείνει μόνο το πετσί (το δέρμα) και τα κόκαλα. Πίστευαν οι καημένοι ότι με το ξύλο το παιδί τους θα γινόταν “γραμματιζούμενος”. Κάθε δάσκαλος, είχε δικό του εκπαιδευτικό σύστημα. Μερικοί, χρησιμοποιούσαν την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Πάει να πει, ότι οι καλοί μαθητές των τελευταίων τάξεων (που ονομάζονταν «πρωτόσχολοι»), δίδασκαν τους μικρότερους, ώστε να ανακουφίζεται ο δάσκαλος.
Διαλείμματα γίνονταν ένα το πρωί και ένα το απόγευμα. Η παλαιά γνωστή μας εντολή του γονέα «δάσκαλε, το πετσί και τα κόκαλα γερά», ίσχυε πάντα. Και υπήρχαν μαθητές, που κουβαλούσαν βέργες (αγρουλιδόβεργες), γιατί συνήθως δεν αρκούσαν δύο ή τρεις την ημέρα. Συνηθισμένη τιμωρία για τους αμελείς και ζωηρούς ήταν και το γονάτισμα πάνω σε μικρά πετραδάκια. Ή και πάνω σε κουκούτσια από ελιές που ήταν άφθονα τριγύρω, απ’ το φαγητό των παιδιών.
Μεγάλη επισημότητα έπαιρναν οι εξετάσεις, στο τέλος του σχολικού έτους. Από μέρες πριν ετοίμαζαν σε πανέρια ξεροτήγανα, καλιτσουνάκια, σταρένια παξιμαδάκια με σησάμι, αμύγδαλα, σύκα και καρύδια. Δίπλα τα μπουκάλια με το διαλεχτό κρασί και την ρακή. Γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, κάθονταν ο δάσκαλος, ο παπάς και -αν υπήρχαν- οι άλλοι γραμματιζούμενοι. Μαζί τους οι δυο – τρεις καπεταναίοι του χωριού, αυτοί που είχαν διακριθεί στις προηγούμενες Επαναστάσεις κι είχαν αποκτήσει τον τίτλο του «Γέροντα».
Ας σημειωθεί ότι συνήθως δεν έστελναν τα κορίτσια για να μάθουν γράμματα, γιατί, για ένα διάστημα εθεωρούσαν την φοίτηση αυτή των κοριτσιών, και ιδίως μαζί με τα αγόρια, σαν πράγμα όχι συμβατό με την παράδοση, τα έθιμα και την κατεστημένη ηθική. Μου διηγήθηκαν χαρακτηριστικά για μια μικρή, που διακαώς επιθυμούσε να μάθει γράμματα και έκρυβε την τσάντα με τα βιβλία σε έναν μαντρότοιχο του σπιτιού και όταν έλειπε για το σχολείο έβρισκε για κάμποσο διάστημα δικαιολογίες ότι ήταν σε κάποια θεία ή κάτι παρόμοιο. Δεν μπορούσε όμως αυτό να κρατήσει πολύ και κάποια μέρα η μικρή ανέφερε στη μάνα της ότι θέλει τόσο πολύ να φοιτήσει στο σχολείο. Η απάντηση της εξαγριωμένης μάνας ήταν: «Μωρή πουτ… θα μου γενείς;»!!!
Κάποιο διάστημα είχαν στο σχολείο έναν δάσκαλο δυο μέτρα ψηλό, που έδερνε αλύπητα και φαίνεται οι γονείς να το ανέχονταν. Οι μαθητές φορούσαν τότες ακόμη βράκες. Έτσι και ο Αετός Βίγλης κάποια φορά που δεν γνώριζε το μάθημα, τον ανάγκασε ο δάσκαλος να μαζέψει από έξω χαλίκια, να τα στρώσει χάμω στην αίθουσα, να γονατίσει πάνω τους και να πει το μάθημα.
Ο αλησμόνητος Γιάννης Βίγλης μού διηγήθηκε πολλές ιστορίες και πως αυτός διάβαζε και ήξερε το μάθημα συνήθως, αλλά είχε πάρει από φόβο τον δάσκαλο και όταν τον έβγαζε στο μάθημα ετρεμούλιαζε και δεν έλεγε τίποτα. Τότε ο δάσκαλος τον άρπαζε στα χαστούκια και στις ραβδιές, με βέργα από ρογδιά. Τελευταία φορά τον έπιασε με τα δυο του χέρια και τον τίναξε πάνω ανάποδα και ευτυχώς που έπεσε χωρίς να χτυπήσει στο κεφάλι. Τότε διαμαρτυρήθηκε έντονα η μάνα του και ο δάσκαλος μέρεψε κάπως και ο Γιάννης έμαθε γράμματα, που πάντα του αρέσανε πολύ.
Έτσι ο αδελφός του Γιάννη, Σήφης, εφοίτησε για οκτώ χρόνια στο δημοτικό και κατά μια έκφραση του Γιάννη «μάθαινε τρία ψηφία από το αλφάβητο κάθε χρόνο».
Ο τότε δάσκαλος έδερνε, λέει, τον Σήφη σαν τον γάιδαρο, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ κανείς. Δυο φορές το πρωί και δυο το βράδυ. Στην τελευταία σχεδόν περίοδο του 1985, το δημοτικό σχολείο Αγίας Ρουμέλης είχε μόνο πέντε παιδιά όλα με το επίθετο Τζατζιμάκη, ένα σε κάθε τάξη.
(Απόσπασμα από το κεφάλαιο για την εκπαίδευση, από το βιβλίο του Αντ. Πλυμάκη “Μνήμες Σαμαριάς”).