Μπορεί τα σχολεία να έχουν κλείσει, αλλά οι έγνοιες των γονέων για το πώς θα τα πάνε τα παιδιά τους στο σχολείο με τη νέα χρονιά δεν σταματούν ποτέ. Ειδικά για τους γονείς παιδιών με μαθησιακές ή άλλες δυσκολίες.
Σύμφωνα με έρευνες, το ποσοστό των παιδιών αυτών παγκοσμίως μεγαλώνει, ωθώντας έτσι τα εκπαιδευτικά συστήματα να παρέχουν προβλέψεις για όλο το φάσμα των δυσκολιών.
Στην Ελλάδα, η Ειδική Αγωγή, αν και… «πολύπαθη», προσφέρει μία λύση. Πότε, όμως, ένα παιδί εντάσσεται στην ειδική εκπαίδευση; Μέχρι πρόσφατα, τα Κέντρα Διάγνωσης Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) ήταν επιφορτισμένα με την αξιολόγηση των μαθητών και γνωμοδοτούσαν και εισηγούνταν για το κατάλληλο εκπαιδευτικό πλαίσιο φοίτησης.
Μετά την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τις δομές Εκπαίδευσης, τα ΚΕΔΔΥ μετεξελίσσονται σε Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ), έχοντας εκτός των αρμοδιοτήτων των ΚΕΔΔΥ και εκείνη της υποστήριξης των μαθητών στο σχολικό πλαίσιο και την ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών τους.
«Για το σκοπό αυτό, ορίζεται υπεύθυνος εκπαιδευτικός ως σύνδεσμος επικοινωνίας με το ΚΕΣΥ της περιοχής του σχολείου με σκοπό την άμεση επικοινωνία και υποστήριξη από τη διεπιστημονική ομάδα του ΚΕΣΥ στην οποία μετέχουν εκπαιδευτικός, ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός και εφόσον κρίνεται απαραίτητο λογοθεραπευτής, εργοθεραπευτής και φυσικοθεραπευτής», ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής Ειδικής Αγωγής του υπουργείου Παιδείας, Παναγής Κασσιανός.
Η μετεξέλιξη των ΚΕΔΔΥ σε ΚΕΣΥ για τον κ. Κασσιανό είναι μεγάλης σημασίας, ειδικά στο κομμάτι της σύνδεσης με τη σχολική διαδικασία.
Η πρώιμη παρέμβαση και η παραπομπή σε ειδικούς
Πολλοί, γονείς, ωστόσο, έχουν το άγχος μήπως όταν αποταθούν σε ειδικούς, είναι ήδη αργά. Όντως, για όσους ασχολούνται με την Ειδική Αγωγή, το ζήτημα της πρώιμης παρέμβασης (στην ηλικία 2-4 χρόνων) είναι πολύ σημαντικό, αναγνωρίζεται όμως ότι δεν υπάρχει καθορισμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο να μπορέσουν να κινηθούν οι γονείς.
«Η διαπίστωση των διαταραχών της ανάπτυξης σε πρώιμο ηλικιακό στάδιο που πιθανόν να προκαλέσουν δυσκολίες μάθησης δεν είναι μια απλή διαδικασία που μπορεί να εκτιμηθεί από τους γονείς μέσα από μια σειρά οδηγιών», σχολίασε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κασσιανός.
Πράγματι, υπάρχουν ενδείξεις κατά την πρώιμη φάση της ανάπτυξης ενός παιδιού, που μπορούν να «χτυπήσουν το καμπανάκι» για τους γονείς, όπως είναι η καθυστέρηση στην ομιλία και στην ανάπτυξη της κίνησης, η αδυναμία συγκέντρωσης της προσοχής και η εύκολη διάσπαση αυτής από δραστηριότητες.
«Η εμπειρία δείχνει ότι εύκολα μπορεί να υπερεκτιμηθούν ή να αγνοηθούν οι παρατηρήσεις των γονέων. Γι αυτό χρειάζεται ψυχραιμία και να μην διστάζουμε να ζητήσουμε βοήθεια από ειδικούς», πρότεινε ο κ. Κασσιανός.
Σε πρώτο στάδιο, στη βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία ο παιδίατρος είναι το πλέον οικείο πρόσωπο για τους γονείς. Γι αυτό κρίνεται απαραίτητη πλέον η εκπαίδευση των παιδιάτρων στην ανίχνευση πρώιμων διαταραχών της ανάπτυξης ώστε να είναι σε θέση να κατευθύνουν τους γονείς σε άλλους ειδικούς.
Σε δεύτερο στάδιο, πρόσωπο-κλειδί είναι ο εκπαιδευτικός στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό, που θα πρέπει να είναι σε θέση να καθοδηγήσει τους γονείς για την περαιτέρω διερεύνηση των δυσκολιών του παιδιού τους.
Όπως σημείωσε ο κ. Κασσιανός, μεγάλο θέμα είναι το κατά πόσο οι γονείς είναι έτοιμοι να αποδεχτούν αυτό που παρατηρούν ή τους εντοπίζουν άλλοι και να ζητήσουν υποστήριξη από ειδικούς.
«Το γνωρίζουμε ότι είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα η παραδοχή κάποιου μικρού ή μεγάλου ελλείμματος στην πορεία ανάπτυξης του παιδιού τους. Οι γονείς δεν χρειάζεται να κατηγορούνται γι αυτό αλλά να βοηθούνται να το αποδεχτούν», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.