Τούτες τις μέρες οι υποψήφιοι που επιθυμούν να συμμετάσχουν στις Πανελλαδικές εξετάσεις του έτους 2022 των Γενικών (ΓΕΛ) και Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑΛ) για εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, υποβάλλουν στο Λύκειό τους αιτήσεις-δηλώσεις υποψηφιότητας- συμμετοχής σε αυτές, με καταληκτική ημερομηνία την 13-12-2022. Η πράξη αυτή είναι το πρώτο βήμα στον δύσκολο ανήφορο που καλούνται να ανεβούν το επόμενο εξάμηνο προκειμένου να κατακτήσουν μια θέση στο Πανεπιστήμιο.
Και αυτό γιατί το σύστημα εισαγωγής γίνεται από φέτος ακόμα πιο δύσκολο και περίπλοκο για τους μαθητές, όπως φαίνεται από τις αλλαγές που ανακοινώθηκαν λίγες ημέρες πριν από το Υπουργείο Παιδείας κι ενώ ακόμα δεν έχει κατασταλάξει ο κουρνιαχτός των επιπτώσεων από την καθιέρωση της πολυσυζητημένης ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά. Οι πολυεπίπεδες επιπτώσεις από την εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής που εξακολουθεί να υφίσταται και στις τρέχουσες Πανελλαδικές Εξετάσεις, φάνηκαν με την έκδοση των περυσινών αποτελεσμάτων, όταν χιλιάδες μαθητές είδαν το όνειρό τους για την εισαγωγή στα δημόσια πανεπιστήμια να ναυαγεί. Συνακόλουθα, πολλοί από αυτούς όδευσαν στα κολέγια, των οποίων τα πτυχία πλέον είναι ισάξια με αυτά των Δημόσιων Πανεπιστημίων.
Παράλληλα, παρατηρήθηκαν αλλαγές στον Ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας και έμειναν άδειες αίθουσες και αναξιοποίητη υλικοτεχνική υποδομή στα περιφερειακά πανεπιστημιακά τμήματα, ενώ προκλήθηκε και πάλι συνωστισμός σε σχολές που διαμηνύουν χρόνια τώρα ότι δεν αντέχουν άλλους εισακτέους. Επίσης, καταγράφηκαν προβληματισμοί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για το γεγονός ότι από την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο με λευκή κόλλα και άσσο – πραγματικότητα που εύλογα, κατά τη γνώμη μου, είχε επικριθεί από πολλούς στο παρελθόν – φτάσαμε σε απρόβλεπτες ακρότητες, αποκλεισμούς υποψηφίων και εξεταστικές αδικίες.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πρόσφατες ανακοινώσεις του Υπουργείου Παιδείας για τις Πανελλαδικές 2022, αλλάζουν ριζικά οι συντελεστές βαρύτητας των μαθημάτων στα οποία διαγωνίζονται οι υποψήφιοι και καθιερώνεται το διπλό μηχανογραφικό για εισαγωγή στα ΑΕΙ. Στο πρώτο μηχανογραφικό, που θα συμπληρώσουν οι υποψήφιοι αμέσως μετά τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων, ο αριθμός των τμημάτων που καλούνται να επιλέξουν, εφόσον έχουν κατακτήσει την ελάχιστη βάση εισαγωγής που ισχύει σε αυτά, αντιστοιχεί στο 10% των τμημάτων του αντίστοιχου επιστημονικού πεδίου που έχουν επιλέξει. Μετά την ανακοίνωση των επιτυχόντων, οι υποψήφιοι που δεν έχουν εισαχθεί στις δηλωθείσες επιλογές τους μπορούν να συμπληρώσουν εκ νέου δεύτερο μηχανογραφικό, επιλέγοντας όσες σχολές επιθυμούν αυτή τη φορά, από τις θέσεις που δεν πληρώθηκαν κατά την πρώτη φάση της συμπλήρωσης των μηχανογραφικών. Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να έχουν κατακτήσει την ελάχιστη βάση εισαγωγής που αντιστοιχεί στις σχολές που επιθυμούν, καθώς και την ΕΒΕ που ισχύει στα ειδικά μαθήματα σε όσες από αυτές απαιτούνται. Τα δύο αυτά μηχανογραφικά, όπως έχουν τονίσει οι ειδικοί, ενέχουν τον κίνδυνο να μετατρέψουν τις Πανελλαδικές εξετάσεις σε ένα παιχνίδι τυχαιότητας με πιθανές αντισυνταγματικές προεκτάσεις ως προς την αρχή της ισότητας στην πρόσβαση των υποψηφίων στα ΑΕΙ. Κατά τη συμπλήρωση, δηλαδή, του πρώτου μηχανογραφικού οι υποψήφιοι, με δεδομένο ότι μπορούν να επιλέξουν περιορισμένο αριθμό σχολών, πιθανόν να αφήσουν εκτός επιλογής κάποιες σχολές. Συγκεκριμένα, τις σχολές αυτές, στις οποίες θεωρούν ότι δεν μπορούν να μπουν, γιατί έχουν λιγότερα μόρια από αυτά που κατά τη γνώμη τους θα απαιτηθούν για την εισαγωγή τους. Κατά τη συμπλήρωση, όμως, του δεύτερου μηχανογραφικού, μπορεί να μπει κάποιος στην ίδια σχολή με πολύ λιγότερα μόρια, αξιοποιώντας τις κενές θέσεις που είναι πολύ πιθανόν να έχουν παραμείνει από τη συμπλήρωση του πρώτου μηχανογραφικού.
Σύμφωνα, επίσης, με τις αλλαγές που ανακοινώθηκαν, κάθε ένα από τα 461 τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης όρισε ξεχωριστά συντελεστές βαρύτητας σε κάθε επιστημονικό πεδίο για κάθε ένα από τα τέσσερα μαθήματα, στα οποία πρέπει να εξετασθούν οι υποψήφιοι για να εισαχθούν σε αυτό, ενώ διαφορετικοί είναι και οι συντελεστές βαρύτητας των ειδικών μαθημάτων, όπου αυτοί απαιτούνται. Σχετικά μάλιστα με το θέμα αυτό ο μαθηματικός-αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης τονίζει ότι “για να υπολογιστούν οι μονάδες των υποψηφίων Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων στα διαφορετικά τμήματα χρειάζονται 5.712 συντελεστές, χωρίς τους συντελεστές των ειδικών μαθημάτων”.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, αλλάζει και ο τρόπος εξαγωγής της βαθμολογίας στις Πανελλήνιες, καθώς για κάθε τμήμα ο μαθητής υπολογίζει τα μόρια του με διαφορετικούς συντελεστές. Αναπόφευκτα, επίσης, εξαιτίας της πληθώρας και της διαφορετικότητας των συντελεστών βαρύτητας, παρατηρούνται έντονες διαφοροποιήσεις στη βαθμολογία σε σχολές με το ίδιο αντικείμενο, ενώ η συμπλήρωση του μηχανογραφικού καθίσταται υπόθεση για γερούς λύτες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι καταργήθηκαν οι υποστηρικτικές συμβουλευτικές δομές Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, στις οποίες θα μπορούσαν να αποταθούν οι μαθητές και οι γονείς τους, χωρίς μάλιστα να φαίνονται στον ορίζοντα σημάδια για τη δημιουργία νέων.
Με αφορμή, επίσης, τις πρόσφατες απανωτές ανακατατάξεις στο σύστημα εισαγωγής των Πανελλαδικών, έρχεται στην επιφάνεια το σοβαρό πρόβλημα των συνεχών αλλαγών που υφίστανται τα εξεταστικά συστήματα στη χώρα μας για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια που έχει ταλαιπωρήσει δεκάδες φορές μαθητές και γονείς τα τελευταία χρόνια. Με άλλα λόγια, διαχρονικά οι υποψήφιοι αποτελούν τα “πειραματόζωα” του εκάστοτε Υπουργείου Παιδείας.
Αντί, δηλαδή, να αρχίσει με ουσιαστικές εκπαιδευτικές αλλαγές από τις χαμηλές βαθμίδες με στόχο να επεκταθούν στο σύνολο της εκπαίδευσης, το Υπουργείο αλλάζει το εξεταστικό σύστημα με ημερομηνία λήξης τις επόμενες Πανελλαδικές, ή τον επόμενο υπουργό Παιδείας ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, την επόμενη κυβέρνηση.
Τέλος, σε κάθε περίπτωση, σχετικά με τους φετινούς υποψηφίους καλό είναι, κατά τη γνώμη μου, το Υπουργείο Παιδείας να λάβει υπόψη του δύο καίρια ζητήματα που προέκυψαν ως απόρροια των τριών χρόνων πανδημίας: το βαρύ ψυχολογικό φορτίο και το γνωστικό υπόβαθρο των μαθητών με το οποίο βαδίζουν προς τις εξετάσεις. Ως εκ τούτου χρήσιμο είναι να προβεί – όσο είναι νωρίς – σε διορθωτικές κινήσεις αυτού του δαιδαλώδους συστήματος με στόχο να ανακουφίσει τους υποψηφίους και τις οικογένειές τους.