Μαύρη φτερούγα κείτονταν στο δρόμο σκονισμένη, σημάδι να ‘ναι Έρωντα, καρδιά αητού χαμένη.
Κι ακόμα ήταν ανοιχτή κι αν κείτονταν, πετούσε, άσμα παλιού πολεμιστή νεράιδα που ξεχνούσε.
Κι ήταν η σκόνη σκέψη ντου κι ήταν ο δρόμος μάχη, είν’ ουρανός που ξέπεσε δίχως αστέρια να ‘χει.
Κι όμως, της νύχτας τα θεριά, του Έρωντα τ’ αγρίμια, σεβάστηκαν το πέταγμα που ήταν πια συντρίμμια.
Και κάπου – κάπου μιάν ευχή, κάποια γριά- Αφροδίτη, λέει για να ‘χει συντροφιά στου στεναγμού τη κοίτη.
Και παλικάρια σα περνούν, πίνοντας, τραγουδώντας, δίνουν κρασί, ωσάν σπονδή, τον Άδη αψηφώντας.
Και ‘γω διαβάτης που γυρνώ μαζί με τσ’ ασκιανούς μου, θωρώ τη και δωρίζω τζη τους θρήνους τους δικούς μου.
Και μιά βραδιά καλοκαιριού, μιά νύχτα φλογισμένη, θωρώ σπασμένο πέταγμα να ‘ναι η ψυχή ζωσμένη.
Μαύρη φτερούγα μοναχή, φορά μαύρα στιβάνια κι αν είναι μιά δε σκιάζεται, πετάει στα ουράνια.
Και είδε όλα τα πέλαγα, τους Έρωντες, τα πάθη, που έζησα όπως κι αυτή και τώρα ο νους μου πλάθει.
Και τη γροικώ να μου γελά κάθε του λύκου η ώρα, πριχού η μέρα να χαθεί κι η νύχτα να ‘ρθει τώρα.
‘Κειός που πονεί κι ανε πονεί, πολλά μακρά πετάει και για καρδιά έχει πληγή απου τον ξεδιψάει.