Ζούσαν στη σχετική ηρεμία που τους παρέχει ο Δρυμός Σαμαριάς στα πευκόφυτα γκρεμνά της νότιας πλαγιάς των Μικρών Παχνών, κοντά στο Ξυλόσκαλο. Είχαν ζευγαρώσει από το περασμένο φθινόπωρο και αχώριστα από τότε, ένα θηλυκό και ένα αρσενικό αγρίμι, απολάμβαναν σαν άλλοι τουρίστες τη δική τους ομορφιά, την ομορφιά του βιοτόπου των.
Κάποια μέρα όμως, ζήλεψαν τους τουρίστες που αγνάντευαν από τα γκρεμνά τους ή ένιωσαν αποκλεισμένα από τα τέλια της περίφραξης και αποφάσισαν να κάμουν το μεγάλο βήμα.
Βρήκαν κάποιο πέρασμα στα σύρματα και βγήκαν στον… ελεύθερο κόσμο. Από το σημείο όμως της φυγής τους περνούσαν πεζοπόροι και κάποια στιγμή άκουσαν τον βηματισμό και τις κουβέντες τους και πανικοβλήθηκαν. Μη βρίσκοντας το πέρασμα που τα έφερε την… ελευθερία, όρμησαν πάνω στα σύρματα και προσπάθησαν ν’ αναρριχηθούν σε αυτά, που όμως δεν ήταν όπως τα μυτάκια των βράχων και οι λέσκες που ήταν συνηθισμένα. Κάποιο πόδι ή κέρατο μπέρδεψε σε άνοιγμα (παράθυρο) της περίφραξης και κρεμάστηκαν ανάποδα. Δίπλα – δίπλα, όπως διαφέντευαν το φαράγγι έτσι “έφυγαν”, ξεψύχησαν.
Τουλάχιστον δεν πήγαν από βόλι λαθροκυνηγού που σε κάποιον από αυτούς αποδόθηκε αρχικά ο θάνατός τους. Όμως μια πλέον προσεχτική ματιά φανέρωνε πως δεν ήταν εκεί στα σύρματα μόνο η προβιά από γδάρσιμο, ήταν όλο το σώμα αποξεραμένο από τον ήλιο και τον άνεμο με πλευρά να έχουν αποκαλυφθεί με το πέρασμα των ημερών.
Ίσως για πρώτη φορά στα 52 χρόνια του Δρυμού συνέβη κάτι τέτοιο.