» Στο Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου
Διαχρονικά στην Ελλάδα ο ιδιωτικός τομέας προπορεύεται του δημοσίου σε όλες τις εκφάνσεις του βίου. Έτσι και στον τομέα της τέχνης, οι μεγάλοι ευπατρίδες της χώρας δημιούργησαν εκείνες τις συνθήκες για να δρομολογηθούν οι θεσμοί της τέχνης όπως η Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Μπενάκη και τα υπόλοιπα μουσεία. Κουτλίδης, Μπενάκης, Γουλανδρής, Ιωάννου, Δασκαλόπουλος και πολλοί άλλοι των οποίων τα ονόματα είναι σημαντικό να θυμόμαστε έχουν συμβάλει στο εικαστικό τοπίο της χώρας διαμορφώνοντας τις συντεταγμένες του. Οι συλλέκτες αυτοί διαμόρφωσαν τη μαγιά που οδήγησε στη δρομολόγηση των εικαστικών θεσμών.
Είναι πολύ σημαντικό η μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, το Ηράκλειο το οποίο μάλιστα συγκεντρώνει το 70% της οικονομικής δραστηριότητας όλου του νησιού να έχει ανάλογους εικαστικούς θεσμούς. Θεωρώ ότι η πρωτοβουλία του ζεύγους Σχιζάκη να δημοσιοποιήσει τη συλλογή του μέσω της έκδοσης του καταλόγου αλλά και της λειτουργίας του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός αντάξιου της συλλογής εικαστικού θεσμού στο δημόσιο τομέα. Πολλοί αισθάνονται ότι ενώ τα Χανιά έχουν τη Δημοτική Πινακοθήκη και το Ρέθυμνο το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, είναι κρίμα το Ηράκλειο να μη διαθέτει ένα τέτοιο θεσμό, πέραν της νεοπαγούς Πινακοθήκης Μαλεβιζίου Μπότης Θαλασσινός που ωστόσο τα τελευταία χρόνια ακόμα διαμορφώνει τη φυσιογνωμία της. Βέβαια πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι κι εμείς στα Χανιά που διαθέτουμε μια Δημοτική Πινακοθήκη δε λειτουργεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και αντιμετωπίζει πρόβλημα υποστελέχωσης. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης λειτουργεί καλύτερα από όλους τους θεσμούς της τέχνης στην Κρήτη.
Οι συλλέκτες είναι σημαντικοί όχι μόνο ως θεματοφύλακες της περιουσίας που έχουν δημιουργήσει μαζεύοντας έργα τέχνης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη διδακτορική της διατριβή η κ. Ζαχαρούλα Αυλωνίτου1, αλλά είναι σημαντικοί επειδή οι συλλογές τους είναι φάροι αισθητικών κριτηρίων. Σε μια εποχή που κυριαρχεί το κριτήριο του Marcel Duchamp «Κάνε ό,τι σου κατέβει», «Fais n’importe quoi», η γενική αίσθηση είναι ότι όλα έχουν πλέον δοκιμαστεί, όλα έχουν ειπωθεί και δειχτεί στην τέχνη.2 Δεν έχουμε πια το σοκ που δοκίμαζαν οι παλιοί όταν έβλεπαν ένα Delacroix ή έναν Courbet στο Παρισινό salon. Σε αυτή την εποχή «ανοχής, συγκρητισμού και παγκοσμιοποίησης», στην εποχή της «παγκόσμιας μεταμοντέρνας ειρήνης» για να δανειστώ τις εκφράσεις της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα,3 τα κινήματα τέχνης έχουν πλέον απολέσει την πυγμή τους και οι αντίθετες παρατάξεις έχουν συμφιλιωθεί. Μάλιστα βλέπουμε συχνά στον ίδιο καλλιτέχνη διαφορετικές και αντιθετικές τεχνοτροπίες, διαχρονικά και συγχρονικά. Ο μορφολογικός πλουραλισμός επιτρέπει σε κάθε παρέκκλιση να περνά σχεδόν απαρατήρητη και ως εκ τούτου η πληθωριστική πίεση στην έννοια του ύφους, προσωπικού ή συλλογικού, έχει καταστήσει ακόμα και αυτήν την κομβική έννοια του ύφους, μια έννοια ορόσημο για την ιστορία της τέχνης λειτουργικά ανεπαρκή. Σε αυτή τη συνθήκη που εν πολλοίς διαμορφώνει το εικαστικό τοπίο όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και γενικά, στην Ευρώπη και στον κόσμο, συλλέκτες σαν το ζεύγος Σχιζάκη που μαζεύουν έργα με χαρακτηριστικά καλλιτεχνικής αειφορίας, από τον τόπο τους, μας δίνουν τα κριτήρια για το τι είναι σημαντικό και τι όχι.
Περιδιαβάζοντας τη συλλογή Σχιζάκη καταλαβαίνουμε ότι οι καλλιτέχνες της Κρήτης από τους οποίους ουσιαστικά απαρτίζεται είναι ευαίσθητοι δέκτες των παγκόσμιων εξελίξεων τις οποίες ωστόσο αφομοιώνουν δίνοντας το δικό τους στίγμα. Το στίγμα αυτό μπορεί να περιγραφεί μόνο περιφραστικά και όχι μονολεκτικά. Θα έλεγα ότι χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες αρχές:
1. Η επιμονή στο εικαστικό μέσο και στη λογική του, είτε αυτό είναι ζωγραφική ή γλυπτική, δείχνοντας ωστόσο ότι είναι ενήμεροι για την τάση που υπάρχει προς τα μεικτά μέσα και την εγκατάλειψη των παραδοσιακών διακρίσεων των εικαστικών τεχνών.
2. Ο ανθρωπομορφισμός και η αναπαραστατική απεικόνιση, λαμβάνοντας υπόψη τα επιτεύγματα της αφαίρεσης στη γραφή και στην ανάδειξη των αισθητικών ποιοτήτων του μέσου.
3. Η στροφή των εικαστικών τεχνών προς την καθημερινότητα και η επανοικειοποίηση του βιόκοσμου της πόλης και της επαρχίας.
Σε αυτές τις αρχές οι οποίες περιγράφουν την κατάσταση της τέχνης της συλλογής γενικά, υπάρχουν εξαιρέσεις και διάφοροι ανένταχτοι που χρήζουν ιδιαίτερης αναφοράς. Είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Μια άλλη πτυχή της συλλογής Σχιζάκη είναι η ηθική της σημασία ως δείκτης των ανησυχιών και των προβληματισμών μιας ολόκληρης εποχής. Η τέχνη, ως γνωστόν, είναι βαρόμετρο των ανησυχιών και προβληματισμών αυτών κι έτσι η συλλογή Σχιζάκη εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως απεικόνιση μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής. Κοιτώντας τα έργα της συλλογής Σχιζάκη, καταλαβαίνουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και ίσως και προς τα πού μπορούμε να πάμε. Και αυτό το δώρο της αυτοσυνειδησίας είναι μια από τις μεγάλες συμβολές της συλλογής Σχιζάκη και ο λόγος για τον οποίο ελπίζουμε κι ευχόμαστε η συλλογή να αποκτήσει σύντομα ακόμα σημαντικότερο δημόσιο βήμα.
Η παγκόσμια μεταμοντέρνα ειρήνη έχει επηρεάσει όχι μόνο τα αισθητικά κριτήρια τα οποία έχει ατονήσει αλλά και την ίδια την έννοια της ποιότητας της εικαστικής εργασίας. Το 1978 η Marcia Tucker επιμελήτρια τότε στο New Museum of Contemporary Art της Νέας Υόρκης έστησε μια έκθεση ζωγραφικής την οποία τιτλοφόρησε ως “Bad Painting”.4 Κακή ζωγραφική, όχι γιατί στην πραγματικότητα ήταν κακή ζωγραφική αλλά γιατί τα έργα που συνέλεξε αρνούνταν να κοινωνήσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις του ύφους, αρνούνταν να ενταχθούν σε συγκεκριμένες αναγνωρίσιμες κατηγορίες και απλά αρκούνταν να ευαγγελίζονται την χαρά και πολυλειτουργικότητα της εικαστικής εργασίας. Σήμερα πιο πολύ από ποτέ χρειάζεται να αμφισβητήσουμε τις παραδεδομένες απόψεις για το τι συνιστά ποιοτικό έργο τέχνης και να έχουμε μια πολυδύναμη έννοια της ποιότητας που να μην είναι μονοκλωνική και να απαρτίζεται από πολλούς παράγοντες. Μόνο έτσι φαίνεται εφικτό να μπορούμε να πλοηγηθούμε στο σύμπαν της σύγχρονης τέχνης, ένα σύμπαν που απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και διαρκή διαπραγμάτευση. Θεωρώ ότι η συλλογή Σχιζάκη δεν κατατρύχεται από τέτοιες ανησυχίες ποιότητας και τις συναφείς ιδεοληψίες περί ιδιοφυίας και αριστουργήματος που επιβεβαιώνουν απλά τις καθεστηκυίες αξίες της αγοράς της τέχνης. Τιμά τόσο τους αναγνωρισμένους όσο και τους ανερχόμενους καλλιτέχνες, τόσο αυτούς που πηγαίνουν με το ρεύμα της εποχής όσο και όσους πάνε κόντρα. Τιμά εν ολίγοις την εργασία στην τέχνη την οποία κάθε γνήσια φιλότεχνος οφείλει να αναγνωρίζει και να σέβεται.
Είναι η παγκόσμια μεταμοντέρνα ειρήνη στις τέχνες που τα επιτρέπει όλα, ένδειξη ενός ψοφοδεούς πεπρωμένου, όπως θα έλεγε ο Jean Clair; Η κρίση αυτή που πάντα σημαίνει ένα σχετικό συναγερμό έχει περιέργως μια μεγάλη ιστορία που κατάγεται τουλάχιστον στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, τον Ρωμαίο λόγιο που επίσης προέβλεψε την πτώση και την παρακμή της ζωγραφικής αλλά και της τέχνης γενικότερα. Παρά την ετυμηγορία αυτή του Πλίνιου, οι εικαστικές τέχνες εξακολουθούν να υφίστανται κραταιές όσο κι αν οι κατά καιρούς περιπέτειές τους ή μετεξελίξεις τους, μας γεμίζουν αμφιβολία. Το τέλος της τέχνης που πολλοί μηρυκάζουν εδώ και αιώνες, αναβάλλεται για μια ακόμα φορά. Και η παρουσίαση του καταλόγου της συλλογής Σχιζάκη, τι άλλο είναι παρά μια επιπλέον αναβολή του τέλους την οποία ο συλλέκτης κέρδισε για λογαριασμό όλων μας, επιβεβαιώνοντας και σφραγίζοντας με τη συλλογή του το πλούσιο πνεύμα της σύγχρονης, έμβιας Κρήτης.
*Ο Δρ Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος είναι Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στο μεταπτυχιακό της σχολής αρχιτεκτόνων μηχανικών του Μετσοβίου Πολυτεχνείου Αθηνών
1. Ζαχαρούλα Αυλωνίτου, Συλλέκτες και συλλογές: μια αδιαίρετη ενότητα. Η περίπτωση της συλλογής Γιώργου Κωστάκη, διδ. διατριβή, Τμήμα Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών Τέχνης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2018, σ. 12.
2. Thierry de Duve, Au nom de l’art. Pour une archéologie de la modernité, Paris, Minuit 1989, σ. 140-150.
3. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Ο γελωτοποιός και η αλήθεια του. Η αθέατη πλευρά της τέχνης, Αθήνα, Καστανιώτης 1991, σ. 240-245.
4. Bad Painting, κατ. εκθ., επιμ. Marcia Tucker, New York, New Museum of Contemporary Art, 1978.