Η Ανταρκτική θεωρείται ένα από τα τελευταία άθικτα μέρη της φύσης σε ολόκληρη τη γη. Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την απομακρυσμένη τοποθεσία, αλλά και με το αφιλόξενο κλίμα της. Σε μετρήσεις στις κοιλάδες του ανατολικού οροπεδίου της Ανταρκτικής έχουν σημειωθεί μέχρι και μείον 98 βαθμοί Κελσίου. Σε αυτήν τη μοναδική περιοχή με τα σπάνια είδη ζώων, η Αυστραλία σχεδιάζει μέχρι το 2040 να κατασκευάσει ένα αεροδρόμιο.
Ένας διάδρομος μήκους 2,7 χιλιομέτρων θα επιτρέπει στο μέλλον σε αεροπλάνα να ταξιδεύουν με προορισμό τον Νότιο Πόλο – ένα σενάριο που τρομοκρατεί τους περιβαλλοντολόγους. Η κυβέρνηση στην Καμπέρα θέλει να κατασκευάσει το αεροδρόμιο στην ανατολική Ανταρκτική, πολύ κοντά στον αυστραλιανό ερευνητικό σταθμό Davis. Σύμφωνα με τις επιθυμίες της Αυστραλιανής Διεύθυνσης Ανταρκτικής (AAD), ο διάδρομος θα καθιστούσε έτσι δυνατή τη σύνδεση πτήσεων όλο το χρόνο μεταξύ Χόμπαρτ, της πρωτεύουσας της πολιτείας της Τασμανίας, και της Ανταρκτικής.
Τί θα γίνει με τα ζώα της περιοχής
«Η περιοχή γύρω από το σταθμό Davis είναι ίσως η πιο σημαντική παράκτια περιοχή χωρίς πάγο στην Ανταρκτική», τονίζουν στην DW ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Τασμανίας (UTAS). «Διαθέτει μοναδικές λίμνες, φιόρδ, απολιθώματα και άγρια ζωή». Η Τζούλια Τζαμπούρ και η Σάουν Μπρουκς από το Ινστιτούτο Θαλάσσιων και Ανταρκτικών Μελετών (IMAS) προειδοποίησαν αμέσως για τις πιθανές συνέπειες του έργου. Η περιοχή γύρω από τον αεροδιάδρομο που προβλέπεται να κατασκευαστεί είναι σημαντική για τους πιγκουίνους και τις φώκιες. Με μία τέτοια απόφαση, όχι μόνο θα καταστραφούν τμήματα του οικοτόπου, αλλά τα ζώα της περιοχής θα υποφέρουν επίσης πολύ από τον θόρυβο και τη σκόνη κατά την κατασκευή και ειδικά μετά την έναρξη λειτουργίας του αεροδρομίου, όπως υποστηρίζουν ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων.
«Εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι σύμφωνα με τις τουριστικές οδηγίες δεν επιτρέπεται να κλείνουμε καν το δρόμο στους πιγκουΐνους, μπορείτε να υποθέσετε ότι αυτό το έργο θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στα ζώα», δήλωσε ο ειδικός σε θέματα που αφορούν την Ανταρκτική, Αλιστέρ Άλαν, του ιδρύματος Μπομπ Μπράουν. Επιπλέον «προβλέπονται ανεπανόρθωτες ζημιές στις παρακείμενες λίμνες», τόνισαν οι ερευνήτριες Τζαμπούρ και Μπρουκς. Σύμφωνα μάλιστα με τις εκτιμήσεις της Μπρουκς, το έργο θα αυξήσει το οικολογικό αποτύπωμα όλων των κρατών που διεξάγουν μελέτες στην Ανταρκτική κατά 40%.
Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον για την Ανταρκτική
Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες είναι κατανοητές. Διεξοδικές έρευνες και δοκιμές για την ελαχιστοποίηση του αντίκτυπου στην περιοχή ήταν άλλωστε προγραμματισμένες. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει μόνο επιστημονικούς, αλλά κυρίως γεωπολιτικούς στόχους. Η αυστραλιανή υπουργός Εξωτερικών Μαρίς Πέιν δήλωσε αλλωστε σε δελτίο τύπου τον περασμένο Δεκέμβριο ότι το έργο «θα ενίσχυε την παρουσία της Αυστραλίας στην Ανταρκτική». Η AAD είχε επίσης ανακοινώσει σε προηγούμενη έκθεσή της ότι το αεροδρόμιο «θα αύξανε την παρουσία μας και την επιρροή μας».
Ο Τζέοφ Ντάνοκ, ο οποίος εργάστηκε για την AAD για πάνω από μια δεκαετία, εξηγεί τα κίνητρα για την απόφαση, όπως τα αντιλαμβάνεται ο ίδιος: «Ανησυχούν για την αυξανόμενη επιρροή και το ενδιαφέρον της Κίνας και της Ρωσίας στην Ανταρκτική και πιστεύουν ότι μπορούν τα αντισταθμίσουν». Από την εξαγγελία του έργου το 2018, ο Ντάνοκ προειδοποίησε την κυβέρνηση όχι μόνο για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλά και για τεράστια προβλήματα υλικοτεχνικής φύσης. Δήλωσε μάλιστα τότε ότι «δεν μπορούσε να δει καθόλου θετικές προεκτάσεις» σε αυτό.
«Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ότι καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να εγγυηθεί τη χρηματοδότηση του έργου μέχρι το 2040», δήλωσε ο Ντάνοκ. «Και όταν εκλεγεί μια νέα κυβέρνηση, θα μπορούσε να ακυρώσει τα ποσά αυτά, αφού όμως θα είχαν γίνει οι ζημιές εκεί. Το μόνο που θα άφηνε δηλαδή πίσω του αυτό το έργο θα ήταν ερείπια – πολλές ζημιές, δίχως κανένα απολύτως όφελος».