Είναι η πιο γλυκιά ώρα. Η ώρα που ο ήλιος δύει και µια πανδαισία χρωµάτων, απαλό ροζ, λιλά και κοραλλί, κάνει την εµφάνισή της στο γαλανό ουρανό, προσφέροντας ένα φόντο ιδανικό για την ατελείωτη παραλία µε τους εξωτικούς φοίνικες, το φάρο και τα βενετσιάνικα τείχη στο βάθος. Η τέλεια ώρα για µια βραδινή βολτίτσα! Να πάρεις λίγο τον αέρα σου. Να ξεσκάσεις και ν’ ανανεωθείς επιτέλους. Το αξίζεις άλλωστε µετά από µια κουραστική µέρα µόχθου. Ο καιρός µοιάζει να είναι µε το µέρος σου. Το απόβραδο είναι ήπιο κι ένα χαρωπό αεράκι ανέµελα σε δροσίζει Ένα µισάωρο µόνο για σένα…
Στην απέναντι πλευρά του δρόµου µια σειρά από µοντέρνες καφετέριες. Παρέες νεαρών -φοιτητές φαντάζουν- γελάνε και διασκεδάζουν αµέριµνα. Λογικό είναι σκέφτεσαι. Τι έγνοιες θα µπορούσαν να έχουν αυτοί; Καµία φυσικά! Μόνο την καλοπέρασή τους έχουν να σκεφτούν. Πάνω από τις καφετέριες τα παλιά σπίτια επί της παραλίας έχουν µετατραπεί, µηδενός εξαιρουµένου, σε πολυτελή ξενοδοχεία-µπουτίκ! Όλα ανακαινισµένα και υπερσύγχρονα, µε απρόσκοπτη θέα στο γαλάζιο, πανάκριβα αναµφίβολα. Ποιοι να τ’ απολαµβάνουν άραγε; Σίγουρα όχι εσύ! Αυτά είναι µόνο για τους ολίγους, τους πλουσίους και τους εκλεκτούς. Το δικό σου σπίτι έχει θέα την απέναντι άχαρη πολυκατοικία και για ανέσεις κι εκσυγχρονισµούς ούτε λόγος…
Προχωράς -περιέργως κάπως πιο αγχωµένος απ’ ότι ξεκίνησες- και από απέναντι ένα ηλικιωµένο ζευγάρι τουριστών απολαµβάνει κι αυτό τη βόλτα του. Συνταξιούχοι βλέπεις! Αυτοί φυσικά έχουν χρόνο και χρήµα για διακοπές. Και αµέσως από πίσω τους ακολουθεί άλλο ένα ζευγαράκι. Νέοι αυτοί. Ξανθοί και οι δύο, ξεκάθαρα Βόρειοι, αδιαπραγµάτευτα ερωτευµένοι. Χέρι- χέρι. Φρέσκοι. Όµορφοι. Αυτός µε κολλαριστό, ανοιχτόχρωµο πουκάµισο κι αυτή βραδινό, τιραντέ µίνι, στραφταλιζέ δωδεκάποντα. Να’ σαν τα νιάτα δύο φορές κρυφά αναστενάζεις. Αλλά όχι βέβαια, δεν είναι! Τώρα πια στην ηλικία σου πού χρόνος και κυρίως διάθεση για ντυσίµατα, βραδινές εξόδους κι έρωτες…
Επιστρέφεις στην οικία σου και ρίχνεσαι κυριολεκτικά στον καναπέ, αναζητώντας εναγωνίως το τηλεκοντρόλ, ενώ παράλληλα εύχεσαι τα λοιπά µέλη της οικογένειας να έχουν ξεχάσει την ύπαρξή σου και να σ’ αφήσουν -έστω για λίγο- στην ησυχία σου ή καλύτερα στον… πόνο σου. Γιατί παραδόξως γύρισες από τη βόλτα σου όχι ανανεωµένος και ξεκούραστος όπως προσδοκούσες, αλλά µάλλον κουρασµένος, βαρύς, ακόµα και στεναχωρηµένος θα µπορούσες να πεις…
Μα «Γιατί;» αναρωτιέσαι. Μα γιατί να ζεις έτσι, ενώ θα µπορούσε να ζεις αλλιώς, καλύτερα, όπως κάποιοι άλλοι; Και πράγµατι αξίζει να διερωτηθεί κανείς. Γιατί επιλέγουµε να ζούµε έτσι; Κάτι εξαιρετικά ευχάριστο -ή στην χειρότερη των περιπτώσεων, ουδέτερο-, όπως µια βραδινή βόλτα σε µια από τις οµορφότερες κοσµικές παραλίες του νησιού-, γιατί πρέπει να το µετατρέπουµε σε κάτι δυσάρεστο; Γιατί να εστιάζουµε σ’ αυτά που δεν έχουµε ή που δεν µπορούµε να κάνουµε έναντι αυτών που -νοµίζουµε- ότι όλοι οι άλλοι κατέχουν κι απολαµβάνουν;! Ξεχνώντας βέβαια το σπουδαιότερο, ότι κι αυτοί είναι κοινοί θνητοί, απλοί άνθρωποι -όπως κι εµείς- µε τα δικά τους βάσανα, δυσκολίες και προκλήσεις που µπορεί ακόµα κι αυτό, να ζηλεύουν… εµάς, έναν άνθρωπο ξέγνοιαστο που κάνει ανέµελος τη βραδινή του βόλτα στην παραλία…
- H Γιούλα Κανιτσάκη είναι Φιλόλογος