Με λένε αξιολόγηση. Αν και μεγάλωσα πλέον, βρίσκομαι ακόμη στο ράφι. Βρίσκομαι στο ράφι, επειδή -χρόνια τώρα-μαλώνουν οι άνθρωποι γύρω μου, για μένα.
Μητέρα μου είναι η εκπαίδευση και πατέρας μου ο έλεγχος. Ένας δύστροπος χαρακτήρας, που μας εκμεταλλευότανε πάντα, για τα ικανοποιήσει τα θέλω του.
Όταν ήμουν μικρή, τον θυμάμαι να μας βάζει να λέμε όσα εκείνος ήθελε, για τους ανθρώπους γύρω μας. Να μας βάζει να βαπτίζουμε τον ανάξιο άξιο, τον ανήθικο ηθικό και τον τεμπέλη δουλευταρά.
Δεν τον ενδιέφερε ούτε η υγεία, ούτε η ποιότητα ζωής της μαμάς μου· ούτε βέβαια η δική μου απαξίωση. Εκείνο που αποκλειστικά τον ενδιέφερε ήταν, να είναι οι άνθρωποι γύρω μας, εξαρτημένοι απ’ αυτόν και να παίρνει, ό,τι ζητούσε απ’ αυτούς.
Η κακομεταχείρησή μας κράτησε πολλά χρόνια, ώσπου οι άνθρωποι γύρω μας, επαναστάτησαν. Επαναστάτησαν ζητώντας μια καλύτερης ποιότητας ζωή, για τη μητέρα μου και τη δική μου αξιοποίηση, προς την κατεύθυνση της συνεχούς βελτίωσης της ποιότητας της ζωής της.
Θυμάμαι που φώναζαν για αέναη αναβάθμιση της ποιότητας στην εκπαίδευση και για έναν δικό μου ρόλο στη συνεχή αναβάθμισή της, που δεν τον πολυκαταλάβαινα τότε, αλλά μου άρεσε.
Κάποια στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ζητούσαν να αποτινάξω από πάνω μου τη βρώμικη δουλειά και να χρησιμοποιήσω τα θέλγητρά μου, στο να ικανοποιήσουν τα κενά και τις ανάγκες τους στην εκπαίδευση.
Να ικανοποιήσω, δηλαδή, τις ανάγκες και τις αγωνίες τους, στο να γίνονται όλο και καλύτεροι στη δουλειά τους. Στη δουλειά τους, όπως συνειδητοποίησα, που σχετιζότανε με τα βλαστάρια των ανθρώπων.
Λέγανε ότι ο ρόλος μου είναι σημαντικός, οι δυνατότητές μου απεριόριστες και ότι αν ξεφορτωθώ τη βρώμικη δουλειά μπορώ όχι μόνον να γιατρέψω τη μάνα μου, αλλά να βοηθήσω και όλα τα παιδιά, που είχε κάτω από τη σκέπη της.
Υπήρχαν, βέβαια και κάποιοι, εργάτες στα κτήματα της μητέρας μου, που με στραβοκοίταζαν συνεχώς. Πρόσεξα, ότι ήταν πάντα οι ίδιοι και συνήθως περνούσαν τις μέρες τους, χωρίς να δουλεύουν.
Τελευταία βρεθήκαμε με τη μάνα μου πάλι, στο προσκήνιο. Για κτητικούς λόγους και πάλι. Η Υπουργός Παιδείας λέει ότι της ανήκουμε, αφού αποτελούμε ιδιοκτησία του κράτους και το κράτος είναι ο πατέρας της.
Από την άλλη πλευρά ακούγονται φωνές, ότι δεν ανήκουμε στο κράτος, αλλά σ’ αυτούς που δουλεύουν στα κτήματα της μάνας μου.
Φοβάμαι ότι όλοι θέλουν να γίνουν κλειδοκράτορες της πλούσιας περιουσίας μας. Δηλαδή, κλειδοκράτορες της προοπτικής του τόπου και των νέων ανθρώπων του.
Κανένας τους δεν σκέφτεται ότι υπάρχουμε κι εγώ και η μάνα μου, επειδή υπάρχουν τα παιδιά και οι μορφωτικές ανάγκες τους.
* Ο Χριστόφορος Κορυφίδης
είναι πρώην πρόεδρος
Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος