Οι άνθρωποι που επιλέγουν ένα άλλο διατροφικό μοντέλο, μια ζωή χωρίς κρέας και ζωικά παράγωγα συνεχώς αυξάνονται και στα Χανιά. Μαζί τους πληθαίνουν και τα καταστήματα που προσφέρουν προϊόντα vegan. Συνομιλήσαμε με ανθρώπους που έχουν βάλει στην άκρη οτιδήποτε έχει να κάνει με την κατανάλωση ζώων και αναζητήσαμε ορισμένα από τα καταστήματα που έχουν εξειδικευτεί σε αυτόν τον τομέα…
“NektaR” το θαυματουργό
Πρώτος μας σταθμός, το μαγαζί “NektaR”, ένας μικρός αλλά όμορφος χώρος στην Ελ. Βενιζέλου που κουβαλά στον τίτλο του το μύθο του ποτού των θεών. Εκεί μας υποδέχτηκε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο Δημήτρης Νικολουδάκης, ο οποίος μας τόνισε αρχικά ότι πρόκειται για ένα plant based μαγαζί, καθαρά φυτοφαγικό δηλαδή – δεν είναι φαν της λέξης βίγκαν και ότι τα προϊόντα που χρησιμοποιεί είναι βιολογικά 100%.
«Το μαγαζί λειτουργεί εδώ και δύο χρόνια, υποστηρίζουμε το τοπικό στοιχείο, όλα τα προϊόντα μας είναι ντόπια -με εξαίρεση τον κουρκουμά και την πιπερόριζα- και φροντίζουμε να είναι εποχικά, για να παίρνει ο οργανισμός αυτό που χρειάζεται την κατάλληλη εποχή» μας εξηγεί ο νεαρός ιδιοκτήτης. Μας αναφέρει ότι το μαγαζί είναι plastic free και μας κερνά σε γυάλινο δοχείο ένα τσάι από βότανο θρεπτικό για την ομαλή λειτουργία του εντέρου και του στομάχου. Στη συνέχεια, μας εξηγεί ότι το μαγαζί είναι πολύ παραπάνω από “βίγκαν”· ακολουθεί και προτείνει έναν υγιεινό τρόπο ζωής και πρόκειται, ουσιαστικά, όπως μας λέει για ένα healthy vegan/plant based μέρος, ένα ωμοφαγικό εστιατόριο. Αρχικά, το μαγαζί έφτιαχνε χυμούς και μπάρες δημητριακών, μετά όμως ξεκίνησε και γλυκά βίγκαν χωρίς ζάχαρη. Πλέον, προσφέρουν 25 διαφορετικούς χυμούς φρούτων και λαχανικών, ψωμιά, γλυκά, πολύχρωμες και θρεπτικές σαλάτες κ.ά. Μας εξομολογείται πως όλο αυτό προέκυψε από μια δύσκολη προσωπική στιγμή, που τον έκανε να αναζητήσει ένα πιο υγιεινό διατροφικό πρόγραμμα και σιγά-σιγά κατέληξε να αποκτήσει μια άλλη στάση ζωής.
Το μαγαζί βρίσκεται απέναντι από το Εθνικό Στάδιο Χανίων, ωστόσο οι αθλούμενοι δεν το στηρίζουν, όπως και η “κοινότητα” των βίγκαν, όπως μας λέει με απορία ο ιδιοκτήτης, έτσι η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών/επισκεπτών δεν είναι βίγκαν. Στην ερώτηση μας για το ποιο προϊόν έχει μεγαλύτερη ανταπόκριση, δυσκολεύεται να απαντήσει και εν τέλει μας αναφέρει τον θρεπτικό χυμό από παντζάρι. Τους καλοκαιρινούς μήνες, οι τουρίστες δείχνουν την προτίμησή τους στο μαγαζί και “τιμούν” αυτά που φτιάχνει (από πολλά μέρη, όπως Σουηδία, Βραζιλία, Νέα Ζηλανδία και Ελλάδα φυσικά), ενώ οι επισκέπτες ανήκουν σε όλα τα ηλικιακά γκρουπ και εντυπωσιάζονται από αυτά που προσφέρει και έτσι το ξαναεπισκέπτονται.
Η αδερφή του και συνιδιοκτήτρια, Ελευθερία, μας ενημερώνει ότι συμμετείχαν και σε φεστιβάλ για βίγκαν, στα Χανιά και στην Αθήνα, ενώ κατακρίνει τη βίγκαν junk food τάση, καθώς τη νοιάζει η καλή πρώτη ύλη, ο συνδυασμός των τροφίμων και οι επιλογές που μπορούμε όλοι μας να κάνουμε, ούτως ώστε να είμαστε υγιείς και να φροντίζουμε περισσότερο τον εαυτό μας. Τέλος, διαψεύδει την εντύπωση αρκετών ότι τα “βίγκαν” τρόφιμα είναι ακριβά καθώς όπως λέει ξηροί καρποί όπως τα κάσιους δεν είναι ανάγκη να ενσωματώνονται παντού· εξάλλου, στην Ελλάδα είμαστε από τους τυχερούς, καθώς είναι μια μεσογειακή χώρα με πολλά και φρέσκα φρούτα, λαχανικά, ελαιόλαδο κ.λπ., τα οποία δε θεωρούνται είδη πολυτελείας και προσφέρονται σε πολύ καλές τιμές.
“Στάχυ”: Εναλλακτικά παραδοσιακό
Όταν επισκεφτήκαμε “Το Στάχυ” στη Δευκαλίωνος, θα λέγαμε
-εκ πρώτης όψεως- ότι πρόκειται για ένα παραδοσιακό ταβερνάκι, δύο βήματα από τη θάλασσα και το γραφικό Ενετικό λιμάνι. Εκεί, λοιπόν, συναντήσαμε την κυρία Ζέτα Μιχελάκη, η οποία μας μίλησε με χαρά για την οικογενειακή επιχείρηση με το ζεστό περιβάλλον και τις σπιτικές γεύσεις, τις οποίες μοιράζεται με τον κόσμο των Χανίων, αλλά και τους τουρίστες, για δέκα ολόκληρα χρόνια. Το μαγαζί λειτουργεί κατά τη θερινή σεζόν, είναι χορτοφαγικό κι όχι αυστηρώς χορτοφαγικό – βίγκαν, κι αυτό διότι ενώ έχουν αποκλείσει από το μενού τα κρέατα, ψάρια και αυγά, έχουν «αφήσει» για τις παραδοσιακές κρητικές λιχουδιές κάποια γαλακτοκομικά, με κυρίαρχο την κρητική μυζήθρα. Ωστόσο, καθημερινώς φτιάχνουν δύο εκδοχές του ίδιου πιάτου, σε περίπτωση που περιλαμβάνει γαλακτοκομικά, προκειμένου να ικανοποιήσουν και τους vegans και τους vegetarians.
Ο σεφ, Στέλιος Μιχελάκης, έχει επιμεληθεί ένα πλούσιο μενού, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες γαστρονομικές απαιτήσεις κι έτσι θα βρει κανείς από καλιτσούνια παραδοσιακά, μπουρέκι, μουσακά και κολοκυθοανθούς, μέχρι και φαγητά κατσαρόλας και γλυκά, που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα αντίστοιχα πιάτα μιας κλασικής ελληνικής ταβέρνας. Ο κόσμος έχει αγκαλιάσει το εγχείρημα μετά από τόσα χρόνια και το επισκέπτονται Έλληνες τουρίστες, ξένοι και Χανιώτες, οι οποίοι γίνονται και τακτικοί πελάτες. Στην αρχή, όμως, όπως μας λέει η κα Ζέτα Μιχελάκη, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Η ίδια, αλλά και ο άντρας της, ούσα χορτοφάγος από νεαρή ηλικία επιθυμούσε να ανοίξει ένα μαγαζί που θα μπορεί να προσφέρει στον κόσμο κάτι που γνώριζε καλά και ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία της, οπότε το τόλμησαν και παρόλο που αντιμετώπισαν δυσκολίες τα πρώτα δύο με τρία χρόνια, το πάλεψαν κι εν τέλει ανταμείφθηκαν. Πλέον, έχει βοηθήσει πολύ και το Διαδίκτυο, όπως και η τάση των τελευταίων ετών για καλυτέρευση της σωματικής και ψυχικής υγείας, μέσω εναλλακτικών οδών, όπως αναφέρει. «Δεν έρχονται μόνο χορτοφάγοι, έρχονται, έστω διστακτικά στην αρχή και “παμφάγοι” πελάτες, οι οποίοι εντυπωσιάζονται και σημειώνουν στο Trip Advisor πως έφυγαν χορτασμένοι και ικανοποιημένοι. Εξάλλου, βασιζόμαστε στην ελληνική κουζίνα, η οποία είναι πολύ πλούσια και έτσι έχουμε μεγάλη γκάμα».
Αποφεύγονται τα ανθυγιεινά προϊόντα και αντίστοιχοι τρόποι μαγειρέματος (π.χ. φούρνος μικροκυμάτων). Αγαπημένα πιάτα δε μπορεί να διακρίνει, παρατηρεί, όμως, πως κάθε άνθρωπος και λαός επιθυμεί να δοκιμάσει αυτό που του λείπει ή που δε μπορεί να το βρει εύκολα άλλοτε, με τους γεμιστούς κολοκυθανθούς (με ρύζι και μυρωδικά φρέσκα) και το στιφάδο (με μανιτάρια) να κάνουν μάλλον την περισσότερη εντύπωση, όπως και ο χορτοφαγικός… μουσακάς. Αξίζει να αναφέρουμε πως το επισκέπτονται και άτομα που αντιμετωπίζουν την ταβέρνα τους σαν “φαρμακείο”· όχι λόγω των τιμών, κάθε άλλο, απλώς τους ταλαιπωρεί κάποιο πρόβλημα υγείας (συνηθέστερα γαστρεντερολογικό, αλλά όχι μόνο) και αναζητούν κάποιο μαγαζί που να προσφέρει ελαφριά γεύματα, βασισμένα στην ελληνική κουζίνα κ.ο.κ. Η πλειοψηφία των υλικών που χρησιμοποιούν είναι βιολογικά, ενώ ακόμα και τα παιδιά τους, που βοηθούν στην οικογενειακή επιχείρηση, έχουν ασπαστεί τη χορτοφαγική διατροφή.
Τέλος, μας λέει με ταπεινότητα πως το μαγαζί το δημιούργησαν με αγάπη και όχι με σκοπό το κέρδος, το θεώρησαν σαν κάτι φυσικό γιατί τους αντιπροσώπευε, κι έχουν λάβει καλές κριτικές για αυτήν την προσπάθεια (διαφήμιση από την Aegean, πρωτιές από το Trip Advisor), ενώ είναι το πρώτο χορτοφαγικό μαγαζί που άνοιξε στα Χανιά.
“Pulse”: στον παλμό των βίγκαν
Στην δυτική πλευρά του λιμανιού, πίσω από το Φρούριο Φιρκά και κοντά στα γραφικά σοκάκια της πόλης , βρίσκεται το Pulse· είναι εκεί για να υποδεχτεί τους vegans, vegetarians και μη, επισκέπτες του στο “σπιτικό” του.
Ο χώρος θυμίζει ένα κατάλευκο πανδοχείο και εκεί βρίσκεται η χαμογελαστή Γιούλη για να σερβίρει τον κόσμο, που απολαμβάνει τις λιχουδιές που προσφέρει το μαγαζί. Είναι το μοναδικό -εκ των τριών- καθαρά vegan εστιατόριο (καθώς το πρώτο δεν προσφέρει γεύματα, ενώ το δεύτερο έχει και χορτοφαγικά πιάτα). Η κυρία Σουζάνα Κουτουλάκη, η Ιρλανδή ιδιοκτήτρια, διέκοψε για λίγο τη δουλειά της στην κουζίνα για να μας μιλήσει. Το μαγαζί ξεκίνησε το 2018 και προέκυψε σαν ιδέα από ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε η ίδια, το οποίο την έκανε να στραφεί στην αυστηρώς χορτοφαγική διατροφή, για την ακρίβεια στην plant based διατροφή όπως μας διασαφηνίζει. Τη βίγκαν κουζίνα τη βλέπει σαν μια πρόκληση· οι απαιτήσεις μεγάλες, όπως και η δημιουργία, η οποία σε κάνει συνέχεια να αναζητάς νέες παρασκευές, προϊόντα, συνδυασμούς. Αναφέρει, μάλιστα, ότι είχε κάνει και στην Ιρλανδία κάποιες δουλειές με τη βίγκαν κουζίνα, ενώ επρόκειτο να αναλάβει και μια εκπομπή, καθώς είναι μαγείρισσα. Το όλο σκηνικό θυμίζει σπίτι γιατί η ίδια το θέλησε έτσι…
Στην αρχή, το επισκέπτονταν κυρίως τουρίστες/ξένοι διότι ήταν βίγκαν κι αναζητούσαν αντίστοιχη κουζίνα για τις διακοπές τους στο νησί, ενώ οι Έλληνες όπως μας λέει, δε γνώριζαν την ύπαρξή του, καθώς δε το είχαν προσέξει στο σημείο που βρίσκεται ή δε το είχαν αναζητήσει . Πλέον, όμως, τα μεσημέρια γέμιζε το καλοκαίρι με τουρίστες και το βράδυ με Έλληνες και αρκετούς Χανιώτες που το εμπιστεύονται για τις ιδιαίτερες και ελαφριές γαστρονομικές προτάσεις του. Μάλιστα, φέτος, συγκριτικά με το τι συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα και δη στην εστίαση, είναι σχετικά ικανοποιημένη-δεν παραπονιέται για την ακρίβεια- από το πώς κινήθηκε το μαγαζί τη θερινή σεζόν.
Δείχνει σίγουρη και ήρεμη και μας εξηγεί πως προτιμά αργά και σταθερά βήματα, χωρίς πολλά-πολλά, παρά βιασύνες και προχειρότητες που εν τέλει θα τη ζημιώσουν. «Φτιάχνω περίπλοκα πράγματα, χρησιμοποιώ δύσκολες τεχνικές, και παρόλο που το πλασάρω ως κάτι απλό, από πίσω κρύβεται πολλή δουλειά» αναφέρει με αυτοπεποίθηση. Είναι φαν της απλότητας, της καλής και δύσκολης μαγειρικής, φτιάχνει τη δική της pasta στο μαγαζί, ανοίγει μόνη της φύλλο και γενικώς επιμελείται τα πάντα και από ό,τι φαίνεται το έχουν εκτιμήσει αυτό οι πελάτες, καθώς έρχεται κόσμος από το Ηράκλειο, την επισκέπτονταν Χανιώτες και σε περιόδους νηστείας, αλλά και άτομα που δεν είναι βίγκαν για να δοκιμάσουν. Όλα τα πιάτα πάνε καλά, όπως τα φρέσκα ραβιόλια, λατρεύουν τα βίγκαν… σουτζουκάκια, ενώ ζητούν ακόμα και συνταγές! Στο μενού μας έκανε εντύπωση η ποικιλία για δύο άτομα, οι πολύχρωμες σαλάτες και τα λαχταριστά γλυκά.
Οι τιμές προσιτές, το μαγαζί όμορφο με εξωτερικό χώρο – αυλή και διάθεση καλοκαιρινή και ευχάριστη, όπως και οι άνθρωποι που μας υποδέχτηκαν -το μαγαζί λειτουργεί και αυτό κατά τη θερινή σεζόν.
ΓΙΑΤΙ VEGAN; Λόγοι ηθικής, υγείας, περιβάλλοντος
Λόγοι ηθικοί, υγείας και περιβάλλοντος έχουν φέρει ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων πιο κοντά στη vegan διατροφή. Τα τελευταία χρόνια εκείνοι που βγάζουν το κρέας και τα ζωικά παράγωγα από τη διατροφή τους έχουν πολλαπλασιαστεί και στη χώρα μας. Δύο άνθρωποι που εδώ και χρόνια έχουν σταματήσει να καταναλώνουν κάθε ζωικό παράγωγο είναι η Ελεάννα Μιχαλάκη και η Όλγα Λιάρα.
«Είχα πάντα μια ευαισθησία απέναντι στα ζώα και όταν έφτασα στα 18 αποφάσισα να τα βγάλω από τη διατροφή μου. Δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανένα ζώο! Έτσι ξεκίνησα όταν ενηλικιώθηκα να μην καταναλώνω κρέας και πριν από 10 χρόνια σταμάτησα και τα ζωικά παράγωγα (βούτυρο, τυρί, αυγά κ.ά.) όπως και να φοράω ρούχα ή να έχω αντικείμενα από δέρμα γιατί για να παραχθούν όλα αυτά εκμεταλλευόμαστε σκληρά και πολύ άδικα τα ζώα. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που χρησιμοποιεί γάλα από άλλα είδη!» μας λέει η Όλγα. Η συνομιλήτρια μας “έκοψε μαχαίρι” όλα τα είδη κρέατος από τη διατροφή της. «Βλέπεις ένα κομμάτι κρέας και λες “και τι έγινε αν το φάω”… Είναι φοβερό αν σκεφθείς ότι αφαιρέθηκε μια ζωή για να μείνει ένα κομματάκι κρέας και να το καταναλώσεις εσύ! Πλέον υπάρχουν χιλιάδες προϊόντα για να αντικαταστήσεις το κρέας. Μου λένε πχ. “Μα πώς μπορείς να φας μια μακαρονάδα χωρίς τυρί;” Ε λοιπόν δεν είναι καθόλου δύσκολο, είναι καθαρά θέμα συνήθειας!».
Από το 2015 απέχει από την κατανάλωση ζωικών προϊόντων και η Ελεάννα Μιχαλάκη. Πώς προέκυψε αυτή η αλλαγή στον τρόπο ζωή σου, την ρωτάμε; «Μέσα από συζητήσεις φίλων, μετά από προσωπική έρευνα αποφάσισα να σταματήσω το κρέας. Νωρίτερα είχα σταματήσει και το κάπνισμα γιατί ήθελα ένα πιο υγιεινό τρόπο ζωής. Ξεκίνησα λοιπόν για λόγους υγείας αλλά μετά από 1-2 χρόνια το ζήτημα έγινε ηθικό. Δεν επιθυμώ δηλαδή τον θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού! Έκανα τη σύνδεση στο μυαλό μου ότι αυτό που θα φάω ήταν ένα ζωντανό ζώο που σκοτώθηκε για να φάω εγώ. Υπάρχει απίστευτη εκμετάλλευση των ζώων, αν δείτε φωτογραφίες στις φάρμες παραγωγής δεν διαφέρουν από τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν ήθελα να είμαι συμμέτοχος σε αυτό» απαντάει.
Και οι δύο κοπέλες είναι άριστα ενημερωμένες για τη αξία της vegan διατροφής και μπορούν να απαντήσουν σε κάθε ερώτημα που του βάζουμε. «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας λέει ότι μια καλά δομημένη, αυστηρά χορτοφαγική διατροφή είναι άριστη για την υγεία. Για αυτό και παροτρύνω τον κόσμο να ξεκινήσει. Στην αρχή ίσως χάσει λίγο το “μπούσουλα”, αλλά πλέον στο διαδίκτυο θα βρεις χρήσιμα πράγματα, υπάρχουν και διατροφολόγοι να σε βοηθήσουν, μπορείς να ζητήσεις συμβουλές από ανθρώπους που κάνουν τη vegan διατροφή εδώ και χρόνια, να συμβουλευτείς όμαδες όπως οι vegan in greece ή site όπως το Vegan 22 (22 είναι οι μέρες που απαιτούνται για να σταματήσεις μια κακή συνήθεια). Στα Χανιά πλέον τα προϊόντα χωρίς ζωικά παράγωγα τα βρίσκεις παντού. Σε καταστήματα με βιολογικά προϊόντα, σε super market κ.ά.» τονίζει η Ελεάννα.
Για όσους κάνουν vegan διατροφή υπάρχει ένας κοινωνικός περίγυρος που εκπλήσσεται ή και αντιδρά απέναντι στους ανθρώπους που δεν καταναλώνουν κρέας και τα παράγωγα του. «Θυμάμαι πριν από 20 χρόνια όταν είχα έλθει πρώτη φορά στην Κρήτη που η κρεοφαγία είναι μάστιγα όταν έλεγα ότι δεν τρώω κρέας, με κοιτούσαν λες και είμαι εξωγήινη! “Δεν τρως κρέας; Και πώς ζεις;” ήταν η πιο συχνή ερώτηση και ακόμα την ακούω» θυμάται η Όλγα, ενώ η Ελεάννα συμπληρώνει πως «στην αρχή η αντιμετώπιση έχει πολλές απορίες. “Και τι θα τρως τώρα;”…Μετά έρχεται η επίθεση “γιατί κάνεις κακό στον εαυτό σου” και έπειτα ακολουθεί η συνειδητοποίηση, “η Ελεάννα δεν τρώει κρέας, ας της φτιάξουμε κάτι άλλο”».
Ρωτάμε για το πώς αντιμετωπίζουν κάποια έθιμα όπως… η Τσικνοπέμπτη. «Πέρυσι εμείς περάσαμε τέλεια με vegan ψησίματα σε ένα κατάστημα φίλου μας στο Ακρωτήρι» απαντάει η Ελεάννα, ενώ η Όλγα παρατηρεί πως «παλαιότερα δεν ήταν τόσο διαδεδομένα τα ψησίματα στα Χανιά, τώρα τελευταία βλέπεις να βγάζουν ψησταριές ακόμα και καταστήματα με ρούχα!».
Για τις δύο γυναίκες όμως το ζήτημα της μη κατανάλωσης ζωικών προϊόντων είναι πάνω από όλα ηθικό. «Βλέπουμε σε όλα τα παιδικά παραμύθια οι πρωταγωνιστές να είναι ζώα, τα παιδιά να δένονται μαζί τους, να τα αγαπούν και εμείς οι ίδιοι τους λέμε ότι αυτό που αγαπάμε πρέπει να το σκοτώσουμε για να το φάμε!» λέει χαρακτηριστικά η Όλγα.
Τη vegan διατροφή ακολουθεί και η Λίνα Φούφα, ιδιωτική υπάλληλος και μητέρα δύο παιδιών. Η Λίνα, εδώ και 3,5 χρόνια απέχει από το κρέας και τα γαλακτοκομικά και δηλώνει πως έχει περισσότερη ενέργεια, νιώθει πιο ευδιάθετη και ορεξάτη. Επίσης, δεν κοιμάται βαριά, ούτε την πιάνει υπνηλία μετά το φαγητό, ενώ και η επιδερμίδα της είναι πιο καθαρή και λαμπερή. «Όσοι ακολουθούν αυτό το μονοπάτι, πάντα θα βρουν να φάνε κάτι, είτε ένα φρούτο, μια σαλάτα ή λίγο ψωμί· θα βοηθούσε βέβαια αν υπήρχαν πιο πολλά βίγκαν πιάτα και σεβόταν το κάθε μαγαζί την επιλογή αυτή. Επίσης, όλοι βιώνουμε αντίδραση και “ρατσισμό” και “μπούλινγκ”. Προσωπικά, ποτέ δε μπήκα στη διαδικασία αντιπαράθεσης γιατί δε θέλω να κάνω κάποιον να “αλλαξοπιστήσει”, δεν είμαι αίρεση άλλωστε. Εάν, όμως, βρω “έδαφος”, απλά θα προτείνω να υπάρχει το μέτρον άριστον…» λέει μεταξύ άλλων.