«Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί µας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν µεταξύ τους[…]. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλµάνοι και έκαµαν ό,τι ηµπορούσαν, διά να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαµε.
Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της Εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαµαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαµπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα µέρη. Η τρίτη τάξη, οι έµποροι και οι προκοµµένοι, το καλύτερο µέρος των πολιτών, µην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραµµατισµένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερηµένος από τα µέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήµερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο µεταξύ του λαού κανείς µε ολίγην µάθηση, τον ελάµβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόµια, ή εσύρετο από τον έµπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραµµατικός του προεστού». […]
«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαµε µεγάλη οµόνοια και όλοι ετρέχαµε σύµφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεµο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύµωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωµί και µπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η οµόνοια εβαστούσε ακόµη δύο χρόνους, ηθέλαµε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναµε και έως την Κωνσταντινούπολη». […]
«Ήλθαν µερικοί και ηθέλησαν να γένουν µπαρµπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το µπαρµπέρισµά τους. Μα τι να κάµοµε; Είχαµε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυµία και οµόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήµατα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεµο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και µ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράµει ούτε να πολεµήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαµε ένα αρχηγό και µίαν κεφαλή.
Άλλά ένας έµπαινε πρόεδρος έξι µήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαµε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώµη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει».
Τρία µικρά αποσπάσµατα από την ιστορική οµιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς τους νέους το 1838 στην Πνύκα και χωρίς κανένα από εµένα σχολιασµό! Τα λέει όλα ο Γέρος του Μωριά!