Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Με τα ζωντανά μιλώ και τα δεντρά…

Ητανε, που λες, τότε που, για ένα χρόνο, από το ανασφαλές Μπρούκλιν πήγαινα κάθε πρωί στο βουερό Μανχάταν, την καρδιά του κόσμου, στο μεγάλο χωνευτήρι της Νέας Υόρκης. Εκεί που σμίγουν όλοι οι πολιτισμοί, θρησκείες, χρώματα και γλώσσες της γης, που απορροφώνται, χωνεύονται, συμπράττουν, συμβιώνουν και μεγαλουργούν. Εκεί με την πιο εγκληματική συνοικία του Μπρονξ, ως την πιο ασφαλή και πλούσια της Πέμπτης Λεωφόρου, που στέκεις σε μια γωνία κι από τη μια κυκλοφορεί η αλητεία από την άλλη η αριστοκρατία. Αυτή την παράξενη κι εντυπωσιακή μεγαλούπολη, με τα φημισμένα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, την Όπερα και τη Λυρική Σκηνή, με τους αναρίθμητους ουρανοξύστες και τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Ένα νησί που λες και θα βουλιάξει από τον πολιτισμό, το χρήμα και την ανασφάλεια. Με τις είκοσι γέφυρες να το ενώνουν ολόγυρα με προάστια, νησάκια και πολιτείες, με το πολύπλοκο μετρώ των πεντακοσίων μιλίων κάτω από τη γης το περισσότερο, τις πόρνες, τραβεστί, σχεδιαστές μόδας, λογοτέχνες ποιητές και καλλιτέχνες πάσης φύσεως, εκεί, περπατούσα ένα Κυριακάτικο πρωινό, πηγαίνοντας με τον Έλληνα καθηγητή μου στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Είκοσι χρόνια προτού γκρεμιστεί μαζί με τους Δίδυμους Πύργους.

Κι ως ανεβαίναμε τα σκαλιά του υπόγειου σιδηρόδρομου, ένας μελαψός άντρας ήτανε πεσμένος στο μεσαίο πλατύσκαλο. Θέλησα να τον βοηθήσω γιατί φαινόταν αναίσθητος κι ο σύντροφός μου με συγκράτησε τρομαγμένος. – Μα είναι κρίμα, του είπα – Ναι, αλλά, μπορεί και να σε σκοτώσει. – Γιατί. – Γιατί κανένας δεν ξέρει αν είναι ζωντανός ή όχι κι αν έχει πιστόλι ή όχι. Κατάλαβες; Δεν κατάλαβα, αλλά φοβήθηκα, προχώρησα να βγω στην επιφάνεια της γης ρωτώντας τον συνοδοιπόρο μου. – Και τι θα γίνει με αυτόν; – Μη νοιάζεσαι. Θα περάσουν οι σκουπιδιάρηδες και θα τον πάρουν. Σοκαρίστηκα, ακόμα με τρυπούνε οι κουβέντες αυτές του καθηγητή μου αλλά και η συμβουλή του. – κ. Καμβυσέλλη, μάθε πως στη Νέα Υόρκη οι άνθρωποι είναι σαν τα μηχανήματα. Ξένοι μεταξύ τους. Ξένοι κι αδιάφοροι. Μην τους κοιτάς, μη ρωτάς, μην ενδιαφέρεσαι, αν θες να γυρίσεις ζωντανός σπίτι σου. Μα εγώ, το μυαλό μου στην Ελλαδίτσα και το χωριό μου που ξέρουμε ακόμα και τα δόντια του γείτονα και τρέχουμε σε κάθε ανάγκη του, το χαβά μου. Κι ένας Θεός με γλύτωσε όταν, εκεί, προς την κακόφημη Τεσσαρακοστή Δεύτερη οδό με έντονη την εγκληματικότητα, τους πάσης φύσεως ανώμαλους και τη μεγαλύτερη σεξαγορά της Αμερικής, όταν περνούσα ένα μεσημέρι, στη μέση του δρόμου δερνόντουσαν δυο αλήτες. Ο ένας Πορτορικάνος φαινότανε κι ο άλλος Μεξικάνος.

Με τα μαχαίρια κι οι δυο κυνηγούσε ο ένας τον άλλον και τα αυτοκίνητα είχανε σταματήσει στον πολυσύχναστο αυτό δρόμο, με τα τζάμια κλειστά, γιατί αυτοί οι δυο τρέχανε από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Σαν αγρίμια. Βρισιές κι απειλές που κόβανε την ανάσα. Φοβισμένος αλλά και περίεργος, όπως πάντα, κούρνιασα δίπλα σε ένα από αυτά τα μεταλλικά κουτιά της τηλεφωνικής εταιρίας για να δω την έκβαση της τιτανομαχίας. Ίσα που φαινόμουνα. Κοιτούσα περίεργος κι η καρδιά μου να σπάσει, όταν μια σκιά έπεσε απάνω μου κι ένα χέρι σα μέγγενη με άρπαξε απ’ τον ώμο και σχεδόν με σήκωσε. Γυρίζω, ένα μαύρο μεγαθήριο, ως τη μέση του ερχόμουνα, με είχε βουτήξει, αλλά για καλή μου τύχη δεν καταδέχτηκε να ασχοληθεί μαζί μου, με έσπρωξε, κόντεψα να πέσω χάμω και βρυχήθηκε: – Go away, δηλαδή, εξαφανίσου.

Το πώς βρέθηκα στον παράδρομο, δεν το κατάλαβα. Εκείνο όμως που κατάλαβα και συμφώνησα, ήταν η κουβέντα του καθηγητή μου. – Μην τους κοιτάς. Μπορεί και να σε σκοτώσουν. Αυτά διηγούμουνα στην κυρά Πολυξένη, όταν, τρομαγμένη, μου λέει: – Πώς βρέθηκες κύριε καθηγητή μου εκεί! Δεν είμαι πιο καλά εγώ που δε ξεκολλώ απ’ τον τόπο που γεννήθηκα; – Μα έτσι δεν υπάρχει πρόοδος… Εδώ η επίθεση έγινε κατά μέτωπο. – Με τα ζωντανά, με τον αγέρα, τα δεντρά και τα λουλούδια μιλώ. Και κατέχεις πόσα μαθαίνω εγώ που με βλέπεις; Απτόητη η αγράμματη γριούλα συνέχισε την ομοβροντία της. – Τέσσερις αίγες έχω, η κάθε μια το όνομά τση. Και δυο προβατίνες. Τη Καραγκιόζα και την Αυγομάτα.

Άμα τελειώσει η μέρα και το καταχτύπι, φωνάζω ένα ζωντανό, έρχεται, με φιλάει και του λέω τον πόνο μου ή τη χαρά μου. Κι υστερνά κοιμούμαι…

Συνέχιζε, αλλά εγώ απόμεινα να σκέφτομαι.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα