Οσοι πρόλαβαν τις εποχές της αναλογικής φωτογραφίας θα θυμούνται με νοσταλγία τη γοητευτική διαδιακασία της λήψης, της αναμονής ώστε να συγκεντρωθεί ένας ικανοποιητικός αριθμός φιλμ ώστε να μπορούν να εμφανιστούν όλα μαζί στο σκοτεινό θάλαμο και έπειτα τις ατελείωτες ώρες στο κόκκινο ημίφως με τη χαρακτηριστική μυρωδιά των χημικών και την αγωνία για το αν είχε επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Πολλοί ισχυρίζονται πως η γοητεία αυτή έχει χαθεί πια, σκοτωμένη από εκείνο το δευτερόλεπτο που μεσολαβεί μέχρι να ενεργοποιηθεί η οθόνη της ψηφιακής μηχανής μετά τη λήψη. Ακόμη περισσότερο, ότι η πολλαπλάσια αποθηκευτική ικανότητα των καρτών μνήμης μάς έχει κάνει ασύδοτους, σε σημείο να τραβάμε αψήφιστα παράγοντας σωρεία άχρηστων εικόνων, χωρίς σεβασμό στη μέθοδο εργασίας. Τα πάντα γίνονται πλέον με απίστευτη ταχύτητα, μία εικόνα φτάνει να δημοσιεύεται στον παγκόσμιο ιστό σχεδόν πριν καν ληφθεί και αυτό είναι εις βάρος της ποιότητας.
Αφού συμφωνήσουμε, θα ανατρέξουμε έναν αιώνα πριν, όταν ο πατριάρχης της αμερικανικής φωτογραφίας Alfred Stieglitz περιφρονούσε το μεγαλύτερο μέρος των φωτογραφιών που είχαν γίνει με “κατασκοπευτικές μηχανές” (εννοώντας τις μηχανές χειρός), τις οποίες θεωρούσε καλές μόνο “για φωτογραφικές σημειώσεις”, πριν υποκύψει και ο ίδιος μαζί με ένα σεβαστό αριθμό μεγάλων καλλιτεχνων στις δυνατότητές τους1. Το φαινόμενο φαίνεται λοιπόν να είναι διαχρονικό, ίσως με τον ίδιο διαχρονικό τρόπο που οι πρεσβύτεροι κατηγορούν τις νεότερες γενιές για έλλειψη αξιών και οι παλαιότερες σειρές στο στρατό θεωρούν ότι έχουν περάσει τις χειρότερες κακουχίες χλευάζοντας και επιβαρύνοντας τους “νέους”. Η τεχνολογία είναι ουδέτερη και αναπόφευκτη και μοιραία η χρήση της είναι πολλές φορές επιπόλαιη και φυσικά ενίοτε επικίνδυνη. Ο αντίλογος δεν είναι απαραίτητα αναχρονιστικός ή συντηρητικός, αλλά μάλλον προσαρμοστικός.
Την εποχή του σκοτεινού θαλάμου οι ταχύτητες ήταν διαφορετικές όχι μόνο για τη φωτογραφία, αλλά για τον γενικότερο τρόπο ζωής. Με την επιτάχυνση των ρυθμών ζωής μία υστέρηση στη φωτογραφική διαδικασία θα ήταν δυσανάλογη. Άρα το ζητούμενο είναι αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη φωτογραφία για να επιβραδύνουμε ή να σταματήσουμε το χρόνο, όπως κάνει από τη φύση της, επειδή μας προβληματίζει η ταχύτητα της ίδιας της ζωής.
Έπειτα η προαναφερθείσα αναμονή ίσως πάντα να ήταν γοητευτική για τους ενθουσιώδεις ερασιτέχνες, όχι όμως και για τους επαγγελματίες ή τους καλλιτέχνες που δεν επέλεγαν να παίξουν με το τυχαίο. Αυτοί ήδη από παλιά χρησιμοποιούσαν μεθόδους όπως τα φιλμ στιγμιαίας εμφάνισης προκειμένου να διασφαλίσουν το αποτέλεσμα πριν το πέρας της φωτογράφισης. Γι’ αυτούς η έλευση της ψηφιακής φωτογραφίας ήταν μια ευπρόσδεκτη και ανακουφιστική εξέλιξη.
Ο ειλικρινής θεράπων της φωτογραφίας δε χρειάζεται να κουνήσει ούτε το κεφαλι, ούτε το δάχτυλο. Μπορεί να αναγνωρίσει, να καταλάβει και να προσαρμόσει. Ακόμη και αν τραβάει περισσότερες φωτογραφίες πια, είναι η συνέπεια και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει το μέσο του που διασφαλίζουν την ποιότητα, δίνοντας μάλιστα πολύτιμο παράδειγμα μέσα στον όλο καταιγισμό των εικόνων. Μπορεί μάλιστα να επιβραδύνει, μην επηρεαζόμενος από όποια βιάση για αναγνώριση, γιατί με την εξάπλωση του διαδικτύου έχουμε καθημερινά πρόσβαση σε τόσο πολλές εξαιρετικές εργασίες, που ακόμη κι αυτές περνάνε και ξεχνιούνται, οπότε μπορούμε απαλλαγμένοι και απερίσπαστοι να επικεντρωθούμε στην ουσία.
Απ’ την άλλη πλευρά, αν κρίνεται απαραίτητο, τα φιλμ, ο σκοτεινός θάλαμος, οι μηχανές μεσαίου και μεγάλου φορμά υπάρχουν ακόμα και μπορούν να συμβάλλουν οργανικά σε σημαντικές φωτογραφικές εργασίες. Υπάρχει βέβαια και μία αναπόδραστη όψη στην καλλιτεχνική παραγωγή: ένα έργο για να είναι επιτυχές πρέπει να είναι σε διάλογο με τον χώρο και το χρόνο που παράγεται. Ετσι για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά δύσκολο στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης να παραχθεί έργο με χρήση μηχανής μεγάλου φιλμ, στο οποίο αρέσκονται οι μεγάλες γκαλερί (ίσως ακριβώς επειδή επιβραδύνει τη διαδικασία), γιατί το κόστος είναι τεράστιο και η τεχνική υποστήριξη ελάχιστη. Είναι λογικό λοιπόν να περιμένουμε την πλειονότητα της ελληνικής παραγωγής να γίνεται με τα οικονομικότερα ψηφιακά μέσα. Με ταχύτητες μεγάλες ή όχι, οι επιλογές για το φωτογραφικό έργο είναι προσωπικές.
1. Jeffrey, Ian. Φωτογραφία, Συνοπτική Ιστορία. Αθήνα, ΦΩΤΟγράφος, 1997 σ.136