Κάτω απ’ το φως του χανιώτικου φεγγαριού, με τη δροσιά του θαλασσινού αγέρα να χαϊδεύει ηθοποιούς και κοινό, παρουσιάστηκε προ ημερών η παράσταση “Κόκκινα φανάρια” του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλέκου Γαλανού από τον Σύλλογο Φίλων Θεάτρου Χανίων.
Η Ανατολική Τάφρος γεωγραφικά και συμβολικά ήταν το ιδανικότερο σημείο γι’ αυτήν την παράσταση. Οι περισσότεροι ξέρουμε τα «Κόκκινα φανάρια» από τη γνωστή ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη (1964), η οποία είχε προταθεί και για Όσκαρ. Όταν λοιπόν πηγαίνεις να δεις το ίδιο έργο από μία ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, έχεις αποφασίσει -αν είσαι καλοπροαίρετος- να μην πέσεις στην παγίδα της σύγκρισης.
Κι η παράσταση ξεκινάει και μεταφερόμαστε (ίσως) σε μια άλλη εποχή, (ίσως) σ’ έναν άλλο τόπο. Όσο η υπόθεση εξελίσσεται, αυτό αρχίζει να μην είναι και τόσο σίγουρο. Οι άνθρωποι, οι περιγραφές, οι συνυποδηλώσεις, αλλά και οι κραυγές αγωνίας και απόγνωσης φέρνουν στο νου σύγχρονες καταστάσεις, που ενδεχομένως να είναι και πιο άσχημες στην εποχή μας: το γνωστό trafficking, η προσφυγιά, η εκμετάλλευση της ανέχειας, οι κοινωνικές αντιθέσεις. Η ιστορία επαναλαμβάνεται;
Το κείμενο ένα μαχαίρι στην καρδιά, ταράζει, συγκινεί, προβληματίζει. Κάποια στιγμή σε ματώνει η συμπόνια γι’ αυτούς τους ταλαιπωρημένους ήρωες, αναρωτιέσαι τι να κέρδισε η ανθρωπότητα με τον φεμινισμό, όταν πολλά από τα ανθρώπινα δικαιώματα συνεχίζουν να καταστρατηγούνται.
Επίκαιρο, ναι, μα δεν παύει να είναι ένα έργο. Κι απορείς: Τι ψυχή θέλει για να ενσαρκώσουν αυτοί οι άνθρωποι, που δηλώνουν μη επαγγελματίες ηθοποιοί, αυτούς τους συγκεκριμένους ρόλους;
Η σκηνοθεσία του Νίκου Αθανασόπουλου ευρηματική, η διανομή των ρόλων θαυμαστή, σα να ράφτηκαν πάνω στον κάθε ηθοποιό. Τα σκηνικά και τα κοστούμια άψογα, μέσα στην απλότητά τους να στάζουν τον πόνο, η μουσική ακριβώς στα σημεία που χρειάζεται, όπως πρέπει. Τα ζωντανά μουσικά κομμάτια από την Αθηνά Καπνισάκη (κιθάρα) και την Ελευθερία Κοκοτσάκη (τραγούδι) μας μεταφέρουν σ’ ένα άλλο σύμπαν, χαλαρώνουν την ένταση της ψυχής, ευφραίνουν την καρδιά. Οι ηθοποιοί όλοι ανεξαιρέτως εκπληκτικοί. Πραγματικά δεν πιστεύω ότι απέχουν από τον χαρακτηρισμό επαγγελματίες. Οι γυναίκες που κρατούν τους πιο πονεμένους ρόλους μεταμορφώνονται πάνω στο σανίδι απόλυτα στις ηρωίδες που ενσαρκώνουν, οι άντρες στηρίζουν ως άντρες αυτούς τους γυναικείους ρόλους.
Και να που τελικά -δίχως να το θες- η σύγκριση με την ταινία έρχεται για να σου ψιθυρίσει στ’ αυτί ότι αυτή η παράσταση των αυτοαποκαλούμενων από σεμνότητα ερασιτεχνών ηθοποιών είναι αντάξια των επαγγελματιών.
Συγχαρητήρια λοιπόν! Κι όσοι δεν τους έχετε απολαύσει ακόμα, φροντίστε να το κάνετε.