«…Θυμάμαι πάντα μια φράση του Λουντέμη, νομίζω στις Κερασιές του, ότι ο δημιουργός το πλάσιμο κάθε του ήρωα το κάνει ξεφυλλίζοντας τον εαυτό του. Και αυτό είναι σωστό γιατί για να γράψεις για κάτι, πρέπει να το γνωρίζεις καλά. Κανείς ωστόσο δεν τοποθετεί τον εαυτό του απόλυτα στον ήρωά του καθώς τότε θα μιλούσαμε για ένα είδος αυτοβιογραφίας και όχι για μυθοπλασία. Είναι νομίζω και ζήτημα άμυνας του καθενός μας το να μην εκθέτουμε σε κοινή θέα τον εαυτό μας γυμνό».
Ο Άγγελος Ποθουλάκης μέσα από την πρώτη του νουβέλα με τίτλο “Η παραίτηση”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Ραδάμανθυς”, έρχεται να συστηθεί στο λογοτεχνικό κοινό και να μας αποκαλύψει κάτι από το προσωπικό του σύμπαν. Με γραφή μεστή, εντυπωσιακά ώριμη για τα μόλις 26 του χρόνια, μας αφηγείται μια ιστορία που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ονειροπόληση. Με μια διεισδυτική ματιά που κάποιες φορές με σύμμαχο τον σαρκασμό ξεσκεπάζει τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό κι άλλες με την τρυφερότητα ενός ποιητή αγκαλιάζει τις τραγικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πρώτο λογοτεχνικό δείγμα του Άγγελου Ποθουλάκη, ο οποίος κουβαλάει στις αποσκευές του και την έκδοση ποιημάτων “Κύκλος, Ανοικτός” (εκδ. Ζαχαράκης), αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Θα ήθελα Αγγελε να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας από τον πρωταγωνιστή της “Παραίτησης”. Προσωπικά μου έβγαλε κάτι “καρυωτακικό”. Ενας άνθρωπος που ασφυκτιά, βρίσκει καταφύγιο στον σαρκασμό, αναδιπλώνεται διαρκώς μέσα του. Από τι υλικά έπλασες τον ήρωά σου και πόσο έχει δανειστεί στοιχεία της δικής σου προσωπικότητας;
Ο σαρκασμός πάντα γοητεύει γιατί αποδομεί τον στόχο του βελούδινα, «με το γάντι» που λέμε. Και ακριβώς επειδή κανείς ασφυκτιά και έχει γευτεί την βαθύτερη πίκρα, είναι ικανός να σαρκάζει.
Τώρα, σε ό,τι αφορά τα δανεικά στοιχεία στον ήρωα, θυμάμαι πάντα μια φράση του Λουντέμη, νομίζω στις Κερασιές του, ότι ο δημιουργός το πλάσιμο κάθε του ήρωα το κάνει ξεφυλλίζοντας τον εαυτό του. Και αυτό είναι σωστό γιατί για να γράψεις για κάτι, πρέπει να το γνωρίζεις καλά. Κανείς ωστόσο δεν τοποθετεί τον εαυτό του απόλυτα στον ήρωά του καθώς τότε θα μιλούσαμε για ένα είδος αυτοβιογραφίας και όχι για μυθοπλασία. Είναι νομίζω και ζήτημα άμυνας του καθενός μας το να μην εκθέτουμε σε κοινή θέα τον εαυτό μας γυμνό · πέρα από την περίπτωση φυσικά που πάσχουμε από επιδειξιομανία.
Αλλωστε, από ένα σημείο και έπειτα στη διαδικασία δημιουργίας του, ο κάθε ήρωας αποκτά προσωπικότητα, αυτονομείται και δεν καθοδηγείται μονάχα αλλά και καθοδηγεί ο ίδιος τον δημιουργό. Το υλικό είναι ο άνθρωπος σήμερα. Όπως τον βλέπω μέσα μου, γύρω μου και, με τη λειψή γνώση που διαθέτω για αυτόν, όπως τον φαντάζομαι ότι είναι.
Δεν σου κρύβω ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση η λογοτεχνική σου γλώσσα. Τη βρήκα πολύ ώριμη: ζωντανή αλλά κουβαλώντας συγχρόνως και κάτι “κλασικό”. Αναρωτιέμαι αν ένας συγγραφέας βρίσκει την προσωπική του γραφή όταν πια αποτινάξει από πάνω του τις επιρροές που έχει δεχθεί από τους αγαπημένους του λογοτέχνες. Εσένα αισθάνεσαι να σε “βαραίνουν” τα διαβάσματά σου όταν γράφεις;
Η αυτονόμηση από το «βάρος» των αναγνωσμάτων του αποτελεί το δυσκολότερο έργο που πρέπει να φέρει εις πέρας οποιοσδήποτε γράφει.
Θα πρέπει να σταθεί ακούραστος και εμμονικός ως προς το να βρει ποια είναι η γλώσσα εκείνη που θα υποστηρίξει το περιεχόμενό του έργου του αλλά και την οποία θα είναι ταυτόχρονα ικανός να χειριστεί.
Εν τέλει, για να ολοκληρωθεί λογοτεχνικά, θα πρέπει να μπορεί σε μία ημέρα να διαβάζει Ταχτσή και Ροΐδη, και το ίδιο βράδυ να είναι ικανός να συνεχίζει να γράφει με το δικό του ύφος, εκείνο που τον ίδιο τον ικανοποιεί όχι μόνο ως μέσο της μυθοπλασίας του, αλλά και ως αδιαπραγμάτευτο σκοπό της ίδιας της λογοτεχνίας. Εγώ φυσικά απέχω παρασάγγας από την ιδανική αυτή θέση, δεν το συζητώ.
Εδώ και πολλά χρόνια το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να επιβάλλουν μια νέα λογική επικοινωνίας. Λέξεις και φράσεις αποσπασματικές, χωρίς αναγκαστικά κάποιον ειρμό ή βάθος, κείμενα κατά κανόνα μικρά. Άραγε η λογοτεχνία, όπως την ξέρουμε, ως ολοκληρωμένες ιστορίες με μια δομή, έχει μέλλον σε ένα τέτοιο τοπίο;
Η λογοτεχνία είναι μια τέχνη που έχει προχωρήσει ελάχιστα μέσα στην ιστορία. Ας αναλογιστεί κανείς πρώτα τον Θερβάντες και έπειτα το πόσο έχουμε προχωρήσει από τότε. Εδώ οι απαντήσεις ίσως να διαφέρουν. Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι έχουμε οπισθοδρομήσει, άλλοι ότι έχουν γίνει μεγάλα βήματα, αλλά νομίζω ότι, στην ουσία της, η λογοτεχνία έχει μεταβληθεί ελάχιστα. Αυτό γιατί ελάχιστα έχει μεταβληθεί και η ανάγκη του ανθρώπου να ακούει, ή να διαβάζει εν προκειμένω, ιστορίες. Και αυτή την ανάγκη, τη ριζωμένη τόσο βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, δεν μπορεί φυσικά το διαδίκτυο και η επικοινωνία που αυτό κομίζει να την εξαλείψει. Αυτό που σωστά επισημαίνετε αποτελεί απλώς άλλη μια εικόνα χαρακτηριστική της εποχής, μια εικόνα προχειρότητας δηλαδή. Μπορεί να μας πλήξει συνειδησιακά και γλωσσικά και, μέσω ημών ως εν δυνάμει αναγνωστών και δημιουργών, να επηρεάσει προσωρινά τη λογοτεχνία. Αλλά η αδιατάρακτη πορεία της από τον Θερβάντες στον Γκόγκολ, και από εκείνον στον Μπελ, αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Η ανάδειξη της σύγχρονης λογοτεχνίας στην τελική, εναπόκειται σε όλους εμάς που αγαπάμε τις καταβολές της. Όπως έγραφε ο Καμύ στο Καλοκαίρι του: «Είναι μάταιο να κλαίμε για το πνεύμα, χρειάζεται να δουλέψουμε για χάρη του».
Κάθε μυθιστόρημα θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια προέκταση της πραγματικότητας ή και μια απόδραση από αυτήν. Είναι σαν να μοιραζόμαστε, συγγραφείς και αναγνώστες, το «χτίσιμο» ενός άλλου κόσμου. Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί κατά τη γνώμη σου την ανάγκη του ανθρώπου για μυθοπλασία;
Η ανάγκη να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια αυτής της μίας ζωής που του δόθηκε. Αλλά αν θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα από αυτό το πρωτογενές κίνητρο, μπορεί κανείς να πει ότι διαβάζουμε για τον ίδιο λόγο που ακούμε κάποιον να μας μιλά. Γιατί έτσι θέτουμε στον εαυτό μας ερωτήματα, αναγνωρίζοντας το πόσα λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή. Ερωτήματα που μας οδηγούν σε μια ελάχιστη ολοκλήρωση. Και πιο ολοκληρωμένοι πια, γυρίζουμε και προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα πλαίσια αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Σε αυτόν τον αέναο κύκλο είναι που βασίζεται και ανθίζει η ανάγκη μας για μυθοπλασία.
Παρότι νεαρός κουβαλάς ήδη στις συγγραφικές σου αποσκευές μια ποιητική συλλογή και μια νουβέλα, ενώ ταυτόχρονα σπουδάζεις στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Ποια θα ήθελες να είναι η σχέση σου με τη συγγραφή; Τι θέση θα ήθελες να έχει στη ζωή σου τα επόμενα χρόνια;
Η σχέση με τη συγγραφή είναι μια σχέση άστατη. Ποτέ δεν ξέρει κανείς αν μια μέρα τον αφήσει στα κρύα του λουτρού, και βρεθεί να τριγυρνά συντετριμμένος στα σοκάκια σφίγγοντας παθιασμένα ένα μπουκάλι τζιν στο ένα χέρι και ένα μολύβι στο άλλο. Αλλά, για να σοβαρευτώ, αν καταφέρω να γράψω κάτι που, λογοτεχνικά μιλώντας, θα μου προσφέρει έστω την υπόνοια της ικανοποίησης, τότε θα ήμουν ευτυχής. Από τη γραφή βέβαια έως την έκδοση ο δρόμος είναι μακρύς. Πρόκειται για δύο διακριτές καταστάσεις η διαφορά των οποίων έγκειται στη διαφορά του να γράφεις για σένα και να κοινωνείς αυτό το κάτι σε άλλους. Αυτό που δεδομένα δεν θα στερηθώ τα επόμενα χρόνια είναι η απόλαυση της ανάγνωσης.
Η βιβλιοπαρουσίαση
Αφορμή για την κουβέντα μας με τον νεαρό Χανιώτη συγγραφέα υπήρξε η παρουσίαση – συζήτηση του βιβλίου του «Η παραίτηση» που θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα, 4 Φεβρουαρίου, στις 7 το απόγευμα στο βιβλιοπωλείο «Το Βιβλίο» (πλατεία Κολοκοτρώνη 29).
Στην εκδήλωση θα μιλήσουν για το βιβλίο η ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια Αθανασία Κοκκινάκη, ο συγγραφέας και υπεύθυνος των εκδόσεων «Ραδάμανθης» Χρήστος Τσαντής και ο συγγραφέας.