Απου τα πιο άσκηµα µαντάτα απου γροικά κιανείς, είναι για τσι αθρώπους απου χάνουνται στσι στράτες. Κι όµως δε θα βρεις φαµελιά, όη µόνο στην Κρήτη παρά και στην αποδέλοιπη Ελλάδα, απου να µην έχει η γ΄ ίδια, γ-ή µέσα στη στενή δικολογιά, αθρώπους απου τωνε φάγανε τη ζωή τα σίντερα αµαξιού, γ-ή µιας µηχανής.
Παλιά οι φαµελιές εχάνανε αθρώπους τωνε στσι πολέµους, αλλά σήµερο πόλεµος γίνεται στις στράτες µε κερδεµένο µόνο το χάρο, απου τσι πλια φορές θερίζει νιους αθρώπους. Τσι παίρνει απάνω στα καλύτερά ντωνε, να γενούνε κυπαρίσσια και µηλιές στα περβόλια ν-του, απου λέει και το λυπητερό ριζίτικο. Σκοτώνουνται κάθε χρόνο τόσοινα απου ανε γλυτώνανε και µονοµεριούσανε θα ν΄ εκάνανε ένα Κεφαλοχώρι.
∆εν είναι µόνο όσοι χάνουνται, είναι και οι µισερωµένοι απου άλλοι γειαίνουνε, σε µερικούς όµως σηµαδέβεται το κορµί κι η ψυχή για την αποδέλοιπη ζωή. Να σου ραΐζει η καρδιά, τη µιαν ώρα ένας άντρας να στύβει τη πέτρα, µια κοπελιά, τσουτσέκι αθισµένο απου ανιµένει την ώρα να καµατέψει τα ονείρατα, κι αντίς ετούτονα, απαντήξανε µια κακιά µοίρα να τα καταστέσει µισερά.
Εκαθουµάστωνε στο καφενείο οπροχθές κι ελέγαµε για τούτανα και το αίτιο ήτονε ένα κατάκαλο κοπέλι απου τσι µπάντες µας απου έσβησε στσι στράτες.
Λέει ο ένας, φταίει το γκουβέρνο για τσι κακές στράτες κι έπαε στα Χανιά έχουµε απου τσι χειρότερες. Κιαµιά φορά στα χωργιά, δε χωρούνε δυο µουλάρια φορτωµένα στην ίδια στράτα, όη δυο αµάξια.
Λέει ο άλλος: Να θωρούµε και το δικό µας φταίξιµο. Άµα πάει ο άλλος µε 200, δε σε βάνει η στράτα, αεροκαθήστρα θέλεις για να κουλαντρίσεις το αµάξι σου. Στη παλιά Ελλάδα απου έχουνε καµπόσες καλές στράτες, επάψανε να σκοτώνουνται; Άµα δε καταλάβουµε πως φταίµε κι εµείς, πράµα δε θα σιάξει.
Ως τα λέεις είναι, επετάχτηκε ένας απου παρέκει. Ετόσανα γροικούµε και θωρούµε, αλλά άµα βγεις στσι στράτες θωρείς πως λαλούνε αµάξια και µηχανάκια. ∆εν το κατένε πως η ζωή κρέµεται σε µια κλωστή, στσι κούπες απου θα πιεις, σε ένα κράνος γ-ή µια ζωστήρα αµαξιού απου δεν έβαλες; Σε µία κούραση γ-ή νύστα που έχεις και δεν παραιτάς το αµάξι παρά λέεις, άσε, µα θα γαείρω στο σπίτι. Είναι η κακιά ώρα αλλά κι εµείς απου λαλούµε, δεν εκάµαµε το πρεπό να µη µασε βρει.
Ένας απου ήτονε ορχωµένος απου τη Γερµανία έλεγε: Οντεν επρωτοµπήκα να λαλήσω αµάξι εκειά και µου λέγανε να βάλω τη ζωστήρα εβαριούµουνε, µου θύµιζε και τση µπροστελίνας απού ΄βανα του γαϊδάρου. Εδά είναι η πρώτη µου δουλειά ως µπω στο αµάξι και το λαλώ όπως λενε οι χωροφυλάκοι. Κατέω πως άµα λαλώ στραβά θα µε πιάσουνε κι άµα δε βάλω νου θα µου πάρουνε τα χαρθιά να µην λαλώ αµάξι. Ετσα τό ΄χουνε δροµολοήσει εκειά και σκοτώνουνται καλά λίγοι αθρώποι. Φαίνεται παράξενο µα ετσά ΄ναι, ο φόβος να γλυτώσω τα προστήµατα µπορεί να µου γλυτώσει τη ζωή.
Λέει ένας άλλος: να σασε πω κατιντίς από διάβασα προ καιρού κι εγίνηκε στα 1907, µόλις επρωτοφέρανε αµάξια στην Ελλάδα. Γείς ανιψιός του βασιλιά κι ένας βουλευτής, τσανακογλείφτης του παλαθιού, ελαλούσανε τα αµάξια ν-τωνε σε µια στράτα τση Αθήνας απου τη λένε του Συγγρού κι συνορίζουντωνε ποιός θαν αποντερέψει τον άλλο. Ετσα απου τα γλακούσανε, εσκοτώσανε µια γυναίκα 25 χρονώ, απου είχε δυο κοπέλια και την άλλη µέρα µιαν αφηµερίδα έγραψε. «Εφτά αµάξια είναι ούλα κι ούλα στην Αθήνα κι εσκοτώσανε άθρωπο. Σκεφτείτε είντα θα γενεί άµα γενούνε εβδοµήντα!».
Ετούτανα αναθύβαλα οψές απου εβόσκιζα τα µαρτάτικα κι έλεγα µε το νου µου, πως ετσα απου λαλούµε εµεις άσκηµα, δασκαλέβουµε και τα κοπέλια µας απου ξεπατικώνουνε απου µας και θωρείτε πως λαλεί κι η γενιά απου ξεµουρίζει εδά. Πότες να ολπίσοµε πως µια γενιά θα ν΄ αλλάξει για να δασκαλέψει και την επόµενη;
Να πούµε πως θα βάλει ο Θιός τη χέρα ντου; Αλίσµονος άµα ανειµένουµε να µπέψει τσ΄ αγγέλους του κι άµα πάει ο σωφέρης να πιει τη κούπα να του τηνε χτυπούνε στη κεφαλή, γ-ή να παίζουνε ένα κατακαυκαλίδι εκείνουνα απου προσπερνά σε ένα καρόδροµο γ-ή σε µια κακή γάγλα, γ-ή κι όποιου άλλου λαλεί αµάξι στραβά.
Αναθύβαλα και νιους φίλου µου Ξαµουδοχωριανού, απου λαλεί και ντρέτα κι έλεγε τραγουδιστά στο παρεάκι απου είχαµε καµωµένο : Ένας απόψε να µην πιει/ που κάθε µία παρέα/ για να λαλεί στο γαερµό/ γιατ΄ η ζωή ΄ν΄ ωραία. ∆εν λείπουνε οι γ-άνθρωποι απου λαλούνε και κάνουνε τα πρεπά. Θαρρώ όµως πως είναι λίγοι, γ-ή και καλά λίγοι.
Στσι αθρώπους απου χάνονται στσι στράτες, λογιάζουνται και τα κοπέλια απου εσκοτωθήκανε µε τα τρένα που αφήκανε κι εκουτουλήσανε στη Θεσσαλία. Εµείς εθεωρούσαµε πως είναι τα τρένα είναι για να πάνε, εµάς και τα κοπέλια µας, εκειά που θέλουµε. Αυτά όµως ήτονε κρατικές νεκροφόρες.. Επήρανε τα κοπέλια µας µαζί µε τα όνειρατά ν-τωνε κι αντίς να τα πάνε στη Θεσσαλονίκη, τα πήγανε στού Νάδη τα παλάθια. Κι απάνω στο µ-πόνο ετούτονα τσακώνονται τα κόµµατα που διαφεντέβουνε το ν-τόπο, πιο φταίει περισσότερο και ποιο φταίει λιγότερο.
Κι οι βουλευτάδες τωνε ετσα το λαλούνε: θωρούνε τα στραβά, ακόµης και τα µιτσά στραβά άµα δεν είναι στο γκουβέρνο. Όσοι είναι στο γκουβέρνο στραβώνουνται, είναι σα να πέφτει µια µπλαστρακίδα στα µάθια ντωνε και δε θωρούνε πράµα άλλο, παρά µόνο ότι τωνε φέρνουνε να ψηφίζουνε. Άµα χάσει το καπετανιλίκι το κόµµα, φεύγει η θολούρα απου τα µάθια ντωνε και τα θωρούνε ούλα. Η θολούρα πάει όµως και κάθεται στα µάθια εκείνωνα απου γενήκανε γκουβέρνο και στραβώνουνται αυτοί.
Εµείς όµως δε πρέπει να κατσοµε σε µια γωνιά και να πούµε: Ετούτονα το µητάτο έχοµε ετούτονα το γάλα βγάνει. Οι µυριάδες αθρώποι απου κατεβαίνουνε στα µεϊντάνια είναι µιαν ολπίδα πως δε σταµατούµε να παλαίβοµε για όσα πρέπει, απου παράδες που µάσε κλέβουνε, µέχρι (προσπάντως και πάνω απ΄ ούλα) για τσι ζωές µας. ∆εν είµαστωνε αριθµοί απου ψήφους, είµαστωνε αθρώπινες ζωές.
*ο ΚάτωΚεφαλιανός