Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Με τη ντοπιολαλιά: Ο “Σύντεκνος” και λίγα για τη βάφτιση

Έπαε στη Κρήτη και προσπαντός στα Χανιά διαχωρίζουμε εκείνονα απου μας εβάφτισε γή του βαφτίσαμε κοπέλι και τονε λέμε σύντεκνο/σα από εκείνονα απου μας εστεφάνωσε γή τονε στεφανώσαμε και τονε λέμε κουμπάρο/ρα. Από όσο κατέω, ποθές στην αποδέλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχει ετούτονα. Λένε κουμπάρο/α, εκείνονα που στεφάνωσε το αντρόϋνο, αλλά κι εκείνονα απου βάφτισε κοπέλι.

Το κοπέλι απου βαφτίστηκε είναι ο φιλιότσος/τσα και παλιότερα στσοι μπάντες μας ελέγαμε ντάντο εκείνονα απου το βάφτισε. Οθέ ν-τα Σφακιά τον ελέγανε σάντουλο (γή και σαντολο). Οι γονιοί του κοπελιού αναμετάξυ ντωνε είναι και «μερωτικοί συντέκνοι» και τα κοπέλια ντωνε, είναι «συναδερφοί». Ελέγανε οι παλιοί μας «τ΄ αδέρφια τση κοιλιάς και τα αδέρφια τσ΄ εκκλησιάς», οι δεύτεροι ήτονε οι «συναδερφοί» και δεν εμπορούσανε να παντρευτούνε αναμετάξυ ντωνε. Έλεγε ένας πως, «συναδέρφια» λένε τα κοπέλια απου βάφτισε ο ίδιος ντάντος. Δεν το πιστέβγω, αλλά επειδής δεν κατέω για αλλού, λέω πως στσοι μπάντες μας ετούτονα δεν εγροικούντανε.

Ο δάσκαλος απου ΄χαμε στο χωριό μούχε ΄πωμένο πως η κουβέντα «σύντεκνος» είναι απου την παλαιϊνή Ελληνική γλώσσα, πριχού έρθει ο Χριστός, στο γ-κόσμο. Μούλεγε πως διαχωρίζεται στα δυο, στο «συν» και «τέκνο». «Μερωτικό» λέμε το σύντεκνο απου το μύρο που απου βάνουνε στη βάφτιση. Οι «συναδερφοί», είναι απου το «συν» και «αδερφός» και μου τάλεγε «πνευματικά αδέρφια». Μούλεγε είντά ΄ναι εκείνονα το «συν» και τα «πνευματικά», παρά εγώ άμα δε γράψω πράμα ντελόγως το ξεχνώ. Ανε ξαναπάω όμως στο σκολειό θα νάμαι διαβαστερός για να μπορώ να τα νογώ αμοναχός μου.
Μιας και πιάσαμε ετούτηνα τη γ- κουβέντα, να πούμε μερικά παράνω για τη συντεκνιά απου δένει με γερή φιλιά δυο σπιτικά απου δεν είναι δικολογιά.
Τα πράματα είναι αλλιώς στσοι μέρες μας, αλλά τσοι παλιότερους καιρούς, οι γ-άντρες εκανονίζανε για τη συντεκνιά. Την μ-πρώτη κουβέντα εμπόργειε να κάμει ο πατέρας του κοπελιού γή εκείνοσας απου ήθελε να βαφτίσει, απου λέγαμε πως εζήτηκσε το κοπέλι. Άμα συφωνούσανε να γεννούνε συντέκνοι, εδίνανε τα χέργια, κι έπρεπε να βαστήξουνε το λόγο ντωνε. Μουδέ ο πατέρας θα «ν-έδουδε» το κοπέλι αλλουνού να το βαφτίσει μουδέ ο δεύτερος θα ν΄ άλλαζε γνώμη για τη συντεκνιά.
Τσοι πλια φορές εδίνανε τα χέργια πριχού τη γέννα. Ετότεσας, απής «εσαραντίζανε»*1 το κοπέλι, έπγαινε ο σύντεκνος και του ΄κανε ένα γ- καλό δώρος.
Πολλές φορές ο κουμπάρος, απούχε στεφανωμένο το αντρόϋνο, εβάφτιζε και το πρώτο κοπέλι.

Τσοι καιρούς απου εβαστούσανε τα «οικογενειακά»*2 πολλές βολές για να σταματήσει η έχθρητα, εμπαίνανε στη μεση οι σιάχτες, βοηθούσανε να δώσουνε τα χέρια και άντρας απού την μιαν οικογένεια εβάφτιζε κοπέλι απού την άλλη κι ετσα εσταμάτα η έχθρητα.
Στα παλιότερα χρόνια που το χαροκόπι του γάμου δεν ετέλειωνε τη Κυριακή, παρά εβάστα κι άλλες μέρες, ένας απου τη μ-παρέα των γλεντιστάδω από άλλα χωργιά εμπόργειε, να βαφτίσει και κοπέλι στο χωριό του καινούργιου αντρόϋνου. Εμπόργειε να γενεί και απανωβάφτιση. Σέρτης απου τη μ-παρέα του πρωτοσύντεκνου, απάνω στο γλέντι μιας βάφτισης, έδινε τα χέργια κι εβάφτιζε κοπέλι την επομένη. Ετούτονα ήτονε γενομένο και στο χωργιό μου.

Ήτονε απού τσοι φιλιές που εγινούντονε απάνω στο γλέντι από ανθρώπους που εμπεγέντισε γεις τ΄ αλλού. Η βάφτιση εγίντονε πασιντάς κι ήτονε αφορμή να βαστήξει πλια πολύ το χαροκόπι.

Για «σύντεκνο» εθέλανε άντρα με χαρίσματα και «καλόσειρο», δηλαδής απού καλή γενιά. Πολλές φορές εθέλανε να κάμουνε σύντεκνο από αλλαργινό χωριό. Στη Κρήτη πολλές φορές εβαφτίζουντωνε μεγαλωπά τα κοπέλια και δεν ήτονε παράξενο να βαφτίζει ο γονιός δυο κοπέλια μαζωμένα. Δεν ήτονε συνήθειο ετότεσας να βαφτίζεται κοπέλι απου τη δικολογιά του αντρόϋνου.
Ο σύντεκνος έφερνε μαζί ν-του το λάδι, τα φωτάκια με τα σολντίδια και τ΄ άλλα χρειγιαζούμενα. Εβάστα κι ένα μεγάλο πανί απου πολλές φορές, εκανόνιζε να φτάνει για να ράψει φόρεμα η συντέκνισσα. Το δένανε αντικριστά απου τσοι γωνιές, τρεις κόμπους κι ελέγαμε πως «εδέσανε τα σταυρώματα». Απής εβάνανε τα φωτάκια στο κοπέλι, με κείνονα το πανί το «κρεμνούσανε» στο λαιμό ν-του.
Ο πρωτοσύντεκνος, σα γ-και σήμερο, έπγαινε με παρέα δικολογιά και φίλους του, σέρτες τσοι λέγανε κι έπρεπε να πει στο σύντεκνο πόσοι θα νάναι, για να τωνε για να τωνε στρώσει τάβλες. Ήθελε νάχει αθρώπους πρόβολους και καλούς γλεντηστάδες, για να αποφανίσουνε τη ν-τάβλα του συντέκνου. Τέθοια παρέα εψάχνανε κι οι γονιοί του κοπελιού.
Για να τελειώσει η βάφτιση έπρεπε να λύσουνε και τα σταυρώματα. Ο σύντεκνος μαζί με τσοι γονιούς έπγαινε το κοπέλι να του διαβάσει μιαν ευκή ο παπάς και να το μεταλάβει. Ελυούσανε μαντήλα κι ελέγαμε πως ελυούσανε τα σταυρώματα Το πρεπό ήτονε να γενεί σε οχτώ μέρες, αλλά τσοι πλια φορές τα λυούσανε μια γ-Κυργιακή απου τσοι βόλευε.
Παλιότερα εχαρίζανε στο κοπέλι, σαν και τσοι γάμους, ετούτονα όμως πολλούς χρόνους εδά, εσταμάτησε. Η μάνα του κοπελιού δεν έπγαινε στην εκκλησιά στη βάφτιση κι ο πατέρας έδουδε το κοπέλι στα χέργια του συντέκνου.
Πάντοτες και τούτονα βαστά ακόμης ο νταντος ειχε μια μεγάλη έγνοια για το/τη φιλιοτσο/τσα. Οι συντέκνοι σέβουνται και να φέρνουνται καλά, ο γεις τ΄ αλλού. Έχει μείνει και το λέμε ακόμης «δεν τον έχω σύντεκνο να τονε ντρέπομαι».
Λένε και μιαν άλλη παροιμία «του συντέκνου μας ο σκύλος, σύντεκνος είναι και κείνος». Ετούτονα έχω ακουσμένα να το ξεπαραλιούνε πολλώ λογιώ. Ενας μπάρμπας μου έλεγε πως με τούτονα θέλανε να πουνε πως, άμα σέβεσαι το σύντεκνο, να σέβεσαι και το σόι ν-του.
Ήτονε όμως και φορές απου η φιλιά τω συντέκνω έσβηνε, ούλοι τόχουμε θωρεμένο. Για τούτονα το παρατήρημα ελέγανε «συμπεθέροι και συντέκνοι, ότι πιούν τον μ-πρώτο χρόνο». Ήτονε όμως βαρύ παρατήρημα να τσακωστούνε γή και να μη μιλιούνται οι μερωτικοί συντέκνοι.
Δεν έχουνε σωσμό οι ιστορίες με συντέκνους απου αναθυβάνανε στοι αποσπερίδες τα περαζούμενα χρόνια και θα σασε πω μερικές.

• Πολλές φορές ελέγανε για ένα απού του κλέψανε έχνη κι απόσωσε βράδυ στο χωργιό νιους σύντεκνου ν-του. Ο σύντεκνος τούπε πως δε γ-κατέει πράμα για τη κλεψιά, αλλά πως θα βοηθήξει να βρεθούνε τα κλεψίμια. Το κρέας όμως απου τούβγαλε στη ν-τάβλα ήτονε απού ΄κείνανα τα έχνη, μιας κι ήτονε κι ο ίδιος απου τσοι κλέφτες. Για τέθοιο περιστατικό ελέγανε τη μαντινάδα, απου απηλογάται ο κλέφτης (και μπαγαπόντης) σύντεκνος «σύντεκνε σκοτεινά τανε και την σαμά δεν είδα κι απής την εκατάλαβα είχα παρμένα εξήντα».

• Ούλοι κατέμε γή έχουμε ζήσει, να κάνει πολλά πράματα ο γεις σύντεκνος για τον άλλο, θα σασε όμως και μιαν ιστορία απούχω ακουσμένη από άθρωπο απου μπιστέβγομαι κι έχει να κάμει με τα «οικογενειακά» απου ήτονε αίτιο να χαθούνε χιλιάδες πσυχές στη Κρήτη. Μούχε πωμένο πως σ΄ ένα χωργιό του Σελίνου, να μην το ονοματήσομε, εσκοτώσανε ένα και δεν εβρέθηκε κιανείς απου την οικογένειά ν-του να «πάρει το αίμα οπίσω», όπως ελέγανε εκείνους σας τσοι καιρούς. Ένας σύντεκνος του, εσκότωσε άντρα απου την άλλη οικογένεια. Δεν το λέω για παίνιο του φονικού, παρά επειδής είναι αλήθεια.

• Στα 1953 ποθές, απής ετέλεψε μια βάφτιση στα χωριά μας κι επήγανε στο σπίτι για να γλεντήσουνε, θωρεί ο πρωτοσύντεκνος στο ν-τοίχο του σπιθιού μια φωτογραφία του Κουλουρίδη του Γιώργη, απου, στα 1905 (α δε σφάλλω), είχε σκοτώσει ένα μπάρμπα ν-του. Δεν εμίλησε παρά μόλις εφάγανε, αντίς να γλεντήσουνε επήρε τη μ-παρέα ν-του κι εφύγανε. Σάϊκα ο πατέρας του κοπελιού, απου εκάτεχε για το φονικό, εξέχασε να ξεκρεμάσει τη φωτογραφία. Δεν ονοματίζουμε μούδε τα χωργιά μουδε τσοι οικογένειες, κιαμιά φορά ετούτανα, ακόμης μπορεί να πειράξουνε αθρώπους. Λέω μόνο ποιος ήτονε στη φωτογραφία επειδής, όσοι τον έχουνε ακουστά, κατένε πως είχε καμωμένα φονικά.

• Δε θυμούμαι σε πχοιό χωργιό ήτονε γινωμένο, απου έσπασε ο ντάντος το μ-πόδα ντου κι επήγε ο φιλιότσος, ντελικανής μπλιο, να τονε δεί. Του βάλανε τη τσικουδιά κι εφκήθηκε «Σ΄ υγεία ντάντο, ο πόδας σου σαν και τον άλλο». Το κοπέλι εφκήθηκε να γενεί γερός κι ο πονεμένος πόδας, τα πειραχτήργια όμως απου δεν αφήνουνε πράμα να πέσει χάμες, του βγάλανε τη σούρα ντου πως, μπουνταλίστικα, του εφκήθηκε να σπάσει κι ο άλλος πόδας.

• Σε ΄να κοντινό μας χωργιό, μια απου τσοι δεύτερες οικογένειες εβάφτιζε και δεν εκάμανε μεγάλο κάλεσμα. Μερικοί χωργιανοί όμως είπανε να πάνε να πιούνε ένα κρασί, να εφκηθούνε στο κοπέλι και να φύγουνε. Εκατέχανε και τη πρωτοσυντέκνισσα, ήτονε γυναίκα απου δεν εμέτρα πολύ. Πρώτος έπγαινε ένας καλαμπουριτζής κι όπως εσιμώνανε και θωρεί τσ΄ άποδέλοιπους απούχε για σέρτες, γαέρνει και λέει με τρόπο στη μ-παρέα ν-του: «Κατά που ΄ταν η κλανούσα, ήτονε που τσ΄ ακλουθούσα». Με το στανιό εβαστηχτήκανε, να μη γελοχαχαρίσουνε.

• Ελέγανε και αρσίζικες ιστορίες για το σύντεκνο και τη συντέκνισσα. Ετούτονα στσοι χιλιάδες χρόνους σάικα είναι γενωμένο, δε θέλω όμως να το βάλω στσοι γιαφτάδες μου επειδής πάντοτες το πρεπό, μα κι ο κανόνας, ήτονε νάχει σέβας ο σύντεκνος στο σπιτικό του συντέκνου ν-του.
Σάικα πλια πολλά είναι εκείνανα απου δεν έγραψα από τα γραμμένα μου, επειδής όσα πρέπει να γραφτούνε, μόνο σε βιβλίο χωρούνε. Θέλω όμως να πω, να μην αφήνουμε τη κουβέντα «Σύντεκνος» να χάνεται επειδής είναι ένας πλούτος τση ντοπιολαλιάς απου δεν υπάρχει σ΄ άλλες. Να μην ν-τη φτωχαίνομε.
……………………………………………………………….
*1. Ήτονε παλιό παρατήρημα απου, για σαράντα μέρες απου τη γέννα η μάνα και το κοπέλι δεν επορίζανε απού το σπίτι. Στσοι σαράντα μέρες το ΄πγαινε η μάνα, του διάβαζε μιαν ευκή ο παπάς και λέγαμε πως το «σαράντισε».
*2. Στη Κρήτη τα παλιότερα χρόνια, άμα ήτονε τσακωσμένες δυο οικογένειες γή κι εγίνουντονε φονικά αναμετάξυ ν-τωνε, ελέγαμε πως είχανε «Οικογενειακά». Δεν εκατέχαμε και δεν ελέγαμε για «βεντέτα», απου γροικούμε σήμερο. Ανε μ΄ αφήκουνε τα βάσανα θα σασε πω μιαν άλλη βολά πως τα θωρώ εγώ ετούτανα.

 

* ο ΚατωΚεφαλιανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα