Είντά ΄τανε οι κάψες απου µας έµπεψεν ο Θιός οφέτος το καλοκαίρι. Τσι ντράκαρε απου το Πρωτογούλη και τσι λάλιε ίσαµε τσι αρχές του Οχτώµπρη. Μερικές µέρες τσι σταµάτα, σα γ-και το Σετέµπρη απου έβγαλε ένα καλό νερουλάκι, τον αποδέλοιπο καιρό δεν επαλαίβγουντονε.
Σκιάς κι εσηκώνουντονε δυο µπόγια ο ήλιος, πριχού ακόµης απου το καφαλτί, δε εµπόργειε άθρωπος να κάµει ένα ψίχαλο δουλειά, και στο σίσηλο του µεσηµεργιού, ανε σε πετύχαινε όξω απου ασκιανό, σε ζεβέλιαινε. Ως και τα παντέρηµα τα έχνη, απου αντέχουνε πλια παρά µας, µόλις εψήλωνε λιγάκι ο ήλιος, δεν τα διάφερνε για φαΐ όξω, σκιανάδα και νερό εγυρέβγανε. Μουδέ του ξαστάλου δεν εξεµυτίζανε, παρά µόνο οντε ν΄ εκόντεβγε να πάει να χωστεί ο ήλιος. Κι αν είχες φυτεµένα κηπικά, έπρεπε να τα συχνοποτίζεις να µην κάµει ένα πάσπαλο το γ-κήπο, αφού, ακόµης και σε ποτισµένα κηπικά και τσουτσέκια, εθώργιες τα φύλλα µαραµένα στη µεγάλη κάψα. Ήτονε µεγάλος ζόρες, απού τη µια να θέλουνε συνέχεια νερό κι απου την άλλη, πως θα κάµεις κολάϊ να το βρεις για να ποτίσεις, ετσά απου ήτονε πολλά λιγοστεµένο. Ίσα ίσα απου εσώσαµε µερικά κηπικά και φάγαµε ένα πράσινο φύλλο απου το µπαξέ µας, για να κατέµε και είντα τρώµε. Αναθιβάλλετε πως το περσινό χειµώνα έκαµε απου λιγιάς τσι βροχές κι ανε πεις για χιόνια, (προσπάντως τσι χαµηλότερες κορφές τση Μαδάρας), µόνο πως επασπάλισε.
Έλεγε ένας γραµµατιζούµενος πως η γης απου έκαµε τον άθρωπο, εδά κι µυριάδες χρόνους, κατέχει τα χρειγιαζούµενα και µας τα δούδει ούλα. Κατέει πως το νερό είναι χρειγιαζούµενο σα γ-και το λάδι απου βάνοµε στο λαδοπίθαρο. Για τούτονα, απής ξεδιψάσει, βάνει νερά σε δικές τση λίµπες και µας τα δούδει ούλο το χρόνο. Εµείς όµως τηνε τροζαίνουµε µε τα όσα κάνοµε απάνω τζη και χάνει τ΄ αλληλούγια τζη, χάνει τσι καιρούς, τσι µήνες, µπορεί να ανακατώσει καλοκαίρι µε χειµώνα. Σαν το κρασαντραλισµένο άθρωπο την έχοµε καταστέσει. Να µου το θυµάστε πως σιµά κοντά, καλό καιρό θα λέµε το καιρό απου δούδει νερό στη γης, να το βάλει στσι µαγατζέδες τση. Κακοκαιργιά σήµερο λέµε άµα βρέχει, κάνει κρυγιώτη γ-ή και χιονίζει. Σε µερικούς χρόνους, τη ποτιστική βροχή θα τη λέµε καλοκαιργιά. Κακοκαιργιά θα νάναι άµα κάµει ρέφουλα µε φουριάδα απου νερά, απου ρηµάζουνε περουσίες και πνίγουνε αθρώπους. Οι µεγάλος κάψες θα λογούνται κι αυτές κακοκαιργιά.
Το φετινό ψιµοκαίρι δεν έχει καθόλου καλά σηµάδια. Ο Άη Λιάς απου πιάνει τση κορφές µε τα µοναστήργια ν-του και κατά πως ελέγανε οι παλιοί, δούδει πρώτος µαντάτο είντα καιρούς ν΄ ανειµένουµε, δε µας έδειξε πράµα καλό για νερά. Μούλεγε ένας σύντεκνός µου απου βαστά τα παρατηρήµατα τω παλιώ µας, να µην ανειµένουµε πολλά πράµατα απου τσι καιρούς οφέτος. ∆ε γκατέω είντα να πω. Ως εδα έει βγαρµένα δυο νερουλάκια, δικά να µην αποξεχαστεί, να κάµει τη δουλειά ντου ο χειµώνας ως εκάτεχε τσι παλιότερους χρόνους.
Έκαιγε το λοιπός ο ήλιος το τόπο µέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο του ∆ευτερογούλη, αλλά είχα το ζόρε µου, να ανασκυβαλίσω ούλη τη µ-περουσία να γυρέβγω τα αστραλίκια. Σάϊκα έχετε βρωµένο και σεις το µπελά σας µε τούτανα τα µετρήµατα απου λένε να κάµοµε στα σπίθια και στα µετόχια, να τα πάµε γραµµένα του γκουβέρνο να τα βάλει στα κιτάπια ν-του. Μου το λέγανε και το ξαναλέγανε κι ως όξω έµαθα πως ετούτονα το λένε χτηµατολόγιο. Ήµουνε παωµένος να βρω ένα ντελικανή απου βαστά απου τα χωργιά µας κι επειδής είναι απάνω στη δουλειά ν-του ετούτανα, τον αναρώτουνα. Έχει το λεζέτι ν-του επειδής, ως µου τά ΄λεγε, θα γραφτούνε σε κιτάπια του γκουβέρνου όσα έχει κάθα γείς, δε θα µπορεί κιανείς να κάµει καπατουµά περουσία αλλουνού και δε θα ξαναχρειγειάζουνται αστραλίκια.
Εκάµαµε το κοντράτο (όη µε γιαφτάδες παρά µε τα λόγια) και είπε πως θα ν-ήρχουντονε µε κάτι µηχανήµατα να µετρήσει γυρού-γυρού τα χωράφια, κατά πως τα θέλει το γκουβέρνο. Έλα µου δα όµως απου ούλα τα ξωτάρικα χωράφια είναι γενωµένα βατακιάδες και δε µπορείς να βρεις, όη τα αστραλίκια, παρά σε µερικά παρτσαλίκια ούλο το µούρκι είναι γενωµένος µπουµπουλές απου βάτους. Ανε πεις και για τσ΄ ελιές, είναι γεµάτες κατσογριλίδια. Στα καµπίτικα χωργιά και προσπάντως στα γυρογιάλια απου τα σκεδιάζουνε για χτισίµατα, για να πουληθούνε ζητούνε πατέ και λίρα. Στα χωργιά µας απου δεν αξίζουνε ένα µ-παρά οι περουσίες, ακόµης κι οι γ-αστραλικοβγάρτες βαριούνται να ψάχνουνε και να ξεσέρνουνε αστραλίκια, για να «φάνε» ξένη περουσία. Άσε που σε πολλούς τόπους τά ΄χουνε σκεπασµένα οι βάτοι και που να µπαίνουνε σε κόπους να ξεδασώνουνε για να τα βρούνε. Για τσι αστραλικοβγάρτες έλεγε µιαν ιστορία ο κύρης µου: Ένας παπάς έβγαλε ένα αστραλίκι για να το βάλει παραµέσα στο χωράφι του συνοράτορα να πάρει µια κοµµατέ κι όπως το βάστα, γροικά µια φωνή: «∆εκαεφτά παπάδες Αντώνηδες έχουνε περάσει απου τούτονα το χωράφι.» ∆εν γ-κατέω αν είναι γινοµένο ετούτονα γ-ή ο κύρης µας όµως τό ΄λεγε για να δασκαλέψει.
Έπρεπε το λοιπός να καθαρίσω, τσι βάτους, και για τούτονα τσι πρώτες του ∆ευτερογούλη ήµουνε παωµένος να τσι ξενταµπιακιάσω απου ένα παρτσαλίκι, µπάρε µου εκειά απου (απάνω-κάτω) ανήµενα να βρω τα αστραλίκια.
Ο παντέρηµος βατακιάς ητονε µεγάλος και δεν ετέλειωνε, αλλά δεν τον επαραίτουνα κιόλας επειδής δε µου βόλειε να αντιγαείρω άλλη καθηµερνή, ετσα αλάργω απου ήτονε. Εβάστουνα ένα φλασκάκι νερό, παρά ετέλειωσε νωρίς και µ΄ έφαε η δίψα. Εξεράθηκε ο καταπιόνας µου κι άλλο λίγο ήθελε να βγάλω το κοράκιο.
Εδά απου το λέω, αναστορούµαι (έχω και το συνήθειο να κάνω αναγυρίδες) το κοράκιο, απου το βγάνανε στο στόµα έχνη αλλά και αθρώποι απου τη δίψα. (Οι γ-όρθες εβγάνανε τη κόρυζα). Όποιος τό ΄βγανε έπρεπε να πάει σε κατεχάρη να του το κάψει µε ένα πυρωµένο σίντερο, λιανό και µακρύ σαν του αδραχτιού και στο χωργιό µας ήτονε δυο απου το καίγανε. Ετρυπούσανε ένα καλάµι και περνούσανε το σίντερο απου µέσα για να πετύχουνε το κοράκιο στον ουρανίσκο απού ΄βγαινε. Για µην κουνηθεί όµως απου το µ-πόνο ο αρρωστάρης και του κάµουνε άλλη καηµατέ παραδίπλα γ-ή και στη γλώσσα, εβαστούσανε άλλοι τη γ-κεφαλή ν-του.
Νογάτε εδά αλλά θα νά ΄χετε κι ακουσµένα, για το µ-πόνο απου είχε όντε το καίγανε, να µη σου τύχει. Καλά ψυχωµένος έπρεπε νάναι όποιος εµπόρειε να βαστάξει το µ-πόνο και µη φωνιάξει. Οι γ-αθρώποι ετοτεσάς επολεµούσανε όπως εµπορούσανε τσι αρώσιες και οι γιατροί εδά λένε πως, τσι πλια φορές εκάνανε τα σωστά. Μιας και λέµε για τούτανα, ετούτεσες τσι µέρες άκουσα πως για το σαριλίκι εδούδανε ζουµί απου τσι αγριαγγουργιές.
Για να γαείρω σε κείνονα απού ΄λεγα, επήρα τα µετρήµατα απου τα µετόχια και το σπίτι και τα πήγα στο γκουβέρνο, σα να των επήγα µέτρα να µου ράψουνε κουστουµάκι. Το δίχως άλλο, µόλις τα βάλουνε στα κιτάπια ν-τωνε, θα µου µεγαλώσουνε τα χαράτσια. Το αναθιβάλλετε πως εδά και δέκα χρόνους (απάνω κάτω) πλερώνουµε καινούργια χαράτσια στο γκουβέρνο για τα σόχωρα και τα σπίθια, µόνο και µόνο επειδής τά ΄χοµε. Είναι να τροζαίνεται κιανείς µε τούτανα. Έεις µια κοµµατέ χωράφι κι επειδής τό ΄χεις, πρέπει να τσι πλερώνεις ακόµης κι α-δε βγάνεις πράµα, ακόµης κι ανε τόχουνε φαωµένο οι βάτοι.
Ζορίζεται να ψουνίσει κιανείς ένα σόχωρο, αλλά απής το ψουνίσει του βάνουνε χαράτσια. Είναι σα να του λένε, έκαµες τη µπουνταλέ να το ψουνίσεις, πλέρωνε εδά να γαείρει ο νους στη κεφαλή σου. Ακόµης και µια κοµατέ παπούρα να ψουνίσεις, πάλι θα πλερώνεις. Ανε χτίσεις µε δάνεια κιανένα κονάκι θα χρεώνεσαι τα µαδοκέφαλά σου, θα σε κυνηγούνε για να τσι πλερώνεις µαστόροι, εκείνοινα απου σου πουλήσανε τα υλικά κι οι τράπεζες. Έρχεται όµως και το γκουβέρνο να σου βάλει χαράτσια, σα να του χρωστείς κι αυτουνού.
Είντα να κάµει κιανείς να µην τσι πλερώνει; Να µένει σε κιανένα σπήλιο γ-ή σε τσαντίρι, να µην έχει µιαν ελιά να κρεµαστεί, που λέει ο λόγος, να µην έχει κιανένα κοµµάτι σόχωρο και να διακονάται; Ετούτονα θέλουνε; Αλλά κι ετσά να καταστέσει κιανείς, πάλι θα κάµουνε το κολάϊ ν-τωνε να του βάνουνε χαράτσια.
Είναι αλήθεια πως στα χωργιά µας, (απου είναι σαφίς τσούργιοι), δεν είναι πολλά µεγάλα, ως εδά, τα χαράτσια για τσι περουσίες, αλλά ο ζόρες είναι απου εχερικώσανε και το βάλλανε. Άνοιξε η γ΄ όρεξη και µόλις τωνε σερβιρίσει, (λίγο -λίγο να στραβώσουνε τα πράµατα), θα το µεγαλώνουνε.
∆ε σε αφήνουνε να κάτσεις αναπαηµένος. Να πρέπει να πγαίνεις να κάνεις δηλώσεις τση περουσίας, να κάνεις τση χρονιάτικες δηλώσεις τση εφορίας, άλλες για το λάδι, γ-ή ότι κατεβάσει η κούτρα ν-τωνε. Παλιά εκατέχαµε µόνο τσι δηλώσεις απου εµαστραχαλιάζανε τσι αριστερούς να κάνουνε. Εδά πρέπει να κάµοµε, δε γκατέω πόσες δηλώσεις κάθα γείς το χρόνο και δε ξεστριφώνει κιανείς. Με τη φόρα απου έχουνε παρµένη θα µασε βάνουνε να δηλώσοµε και πότες αποπατίσαµε, συµπαθεµό κιόλας. Θα το κάµουνε όµως για το καλό µας. Να δούνε µήµπανα είµαστωνε δυσκοίλιοι, για να µασε γιατροπορέψουνε. Ούλη µας τη ζωή τηνε κατένε, ότι κάνοµε και δεν κάνοµε το κατένε, ετούτοτονα µπορεί να τωνε λείπει και να το θέλουνε κι αυτό.
Να σασε πω όµως και το άλλο. Απης εµέτρησε το κοπέλι κι εστράφαινε τα µούρκια στα µηχανήµατά ν-του, µού ΄µπεψε µαντάτο: το γκουβέρνο λέει πως µερικά απου τα κοµµάθια τση περουσίας, είναι δικά ν-του δασωνάργια. Εκοπανίζουµνε όντε τό ΄µαθα. ∆ε δικά απου βάνει χαράτσια, θέλει να κάµει καπατουµά και µερικά κοµάθια;
Ένα απου κείνανα απου θέλει το γκουβέρνο είναι σ΄ ένα ρυάκι ντίπις τσούργιο, απου δεν εµπόργειε µουδέ µε τη σκαλίδα να το σπείρει ο λάλος µου κι έβαλε µερικά κυπαρισσάκια. Αναπιαστήκανε κι αφού δεν τά ΄φαε κιαµιά φωθιά, εγίνηκε καλός κυπαρισσώνας. Έρχεται το γκουβέρνο, τονε θωρεί και λέει δικός µου είναι. ∆ιάλε το σόρτα ν-του λέω απου µέσα µου, άντε δά να τονε ξεσκουδάρεις απου τα νύχια ν-του. Όντε ν-ήµουνε παωµένος στη Χώρα, επήγα σε κάτι γραφεία και τωνε λέω, α-δεν τόχε φυτεµένο ο λάλος µου, δεν θα ήτονε δασωνάρι και δε θα ν΄ εµπορούσετε να λέτε πως είναι δικό σας. Να πάρετε, τωνε λέω, µπάρε µου τα κυπαρίσσια, µα ΄γώ µπορώ να φυτέψω άλλα και να µ΄ αφήκετε τη γης, απου την είχε αγορασµένη απου τσι µπουρµάδες ο λάλος µου. Με πράµα να µου συβαστούνε. Η γ-αλήθεια είναι πως δεν εφταίγανε οι γ- αθρώποι απου ήτονε οµπρός µου, τα κιτάπια απου των είχανε δοσµένα το λέγανε.
Όη µόνο ετούτονα παρά κι άλλα κοµµάθια περουσία, πάει να µου τα πάρει. Για να µη σασε ξαργιώ, θα σα σε πω µόνο για ένα ακόµης, απου τόχε κάµει καµατερό µε τη σκαλίδα ο αφέντης µου κι είχε φυτεµένο περβολάκι στο µισό και στο αποδέλοιπο εβάναµε τα κηπικά. Ετούτοινα του γκουβέρνου, επειδής έχει πλατάνους στην άκρη κι είναι σεφής ο ποταµός, το βάλανε στα κιτάπια ν-τωνε για δασωνάρι.
Το περβολάκι εκείνονα έχει πολλούς µουστερήδες µουδέ στο µεϊντάνι του χωργιού νάτονε. Το πιβουλέβγεται ο ποταµός απου τα 1940 απου εσιάχτηκε και πολεµά να το ξεκουρµουλώσει. Στα 2019 επήρε µια µεγάλη κοµµατέ, αλλά δείχνει πως θα κάµει το θεράπειο ν-του, µόνο άµα το φάει ούλο. Το θέλουνε οι βάτοι απου µε το ζόρε τσι κουτελώνω κι όψιµος γαµπρός το γκουβέρνο, απου θέλει να πάρει τη µεγαλύτερη κοµµατέ.
Άµα δεν ελυπούµουνε τον ίδρωτα του αφέντη µου, θα τά ΄φηνα να δω ποιος θα το πρωτοφάει.
ο ΚάτωΚεφαλιανός