∆εν έει τελειωµό το φετεινό καλοκαίρι, απου ήτονε και καλά µπελαλίδικο. Εφαωθήκανε οι σόλες στα σκολινά µου στιβάνια να πγαίνω από γάµους σε βαφτίσεις κι από βαφτίσεις για τσι εκλογές. Εξεβαρέθηκα και στο καφενείο να χαιρετώ εκείνους σας απου εγυρίζανε κι εζητούσανε ψήφους.
∆ε λέει να φύγει το γαϊδουροκαλόκαιρο και στα ξέτελα του Οκτώβρη απου ήµουνε παωµένος κόψω πράµα όψιµα κηπικά, είδα πως δε φελά ο µπαξές κι όσα ήτονε αποµεινάρικα εκόντεβγε να γεννούνε κάουδο απου τσι ζέστες. Πάω στο αυλάκι απου φέρνω το νερό απου τη δέση κι είδα να τό ΄χουνε ξεχαµπετώσει οι γι-αρκάλοι. Εκαϊνάντησα ώστε να τ΄ αναµπαλώσω, δυο καργάδες ώρες µού ΄φαε.
Και µη θαρρείτε πως έκαµα κιανένα µαξούλι οφέτος. Προσπάντως απου τσι φασολιές, όσες δεν ερηµάξανε οι γ- αρκάλοι εφάγανε τα πουλιά, χαράµις το δώρος απούκαµα. Έβανα χούβιστρα για τα φοβούνται και να µη σιµώνουνε παρά αυτά, αντίς να φοβούνται, εκάθουντωνε απάνω και τα γεµίζανε κουτσουλιές, µόνο µε τσι χουβές τά ΄διωχνα.
∆ε µε γνοιάζει ετόσονα για τα πουλιά παρά για το αναθεµατισµένο µιαρό τσι αρκάλους, εζηµνιές απου µού ΄χουνε καµωµένες. Λένε πως όντε ν΄ έκαµε ο Θιός το γ-κατακλυσµό, (ετσά µας τον έλεγε ο δάσκαλος στο σκολιό) κι έπνιξε ούλους τσ΄ αθρώπους, όξω απού ένα Οβραίο και τη φαµελιά ν-του, Νώε τον ελέγανε, Τον έβαλε, να αναµαζώξει από ούλα τα ζωντανά τση γης και να βάλει σε ένα παπόρι (κιβωτό το βάφτιζε ο παπάς), ένα ζεβγάρι απου κάθε ράτσα, για να µη µ-πνιγούνε και ξεβγούνε. Σάϊκα δεν έβαλε ψάρια τση θάλασσας, απου ήτονε το καλύτερό ν-τωνε νάναι ούλη η γης καµωµένη µια µεγάλη κολύµπα. Με τα ψάρια απου θέλουνε γλυκιό νερό, δε γ-κατέω είντα κολάϊ έκαµε. Πόσο µεγάλο ήτονε εκείνονα το παπόρι απου χωρούσανε ούλα τα ζωντανά, µη µε ρωτάτε. Πλια µεγάλο θα πρέπει νάτονε απο κείνανα απου επγαίνανε µια φορά χιλιάδες αθρώπους στην Αµερική.
Αναθιβάλλω ετούτανα επειδής, άµα το το σκέφουντονε ο Νώες εµπόργειε να κάµει πως το ξέχασε και να µη βάλει µέσα µπάρε µου τσι αρκάλους, να τσι αφήκει να πάνε στον αγάερτο. ∆ε γκατέω γιάντα δεν τό ΄καµε. ∆εν έβανε κηπικά να του τα ρηµάζουνε, ήθελε να µη ξεστρατίσει απου τη παραγγελιά, δεν το σκέφτηκε, ποιός κατέει.
Κι άµα το σκέφτουντονε εµπόργειε να µην αναµαζώξει και τσι κουνούπους. Ετούτανα πάλι τα δαιµονισµένα, όπου και να ΄µαι δε γ-κατέω πως µε βρίστουνε κι ας είναι ένα εκειά γυρού-γυρού και εκατό νοµαταίοι, σε µένα θα νάρθουνε. Και νά ΄πινανε λίπος απου τα στοµάχια να πω χαλάλι, έχω και διάφορο. Ήθελα να πειράξω τον αναγνώστη στο χωριό απου έχω πλια θάρητα και τον αναρώτηξα, πως εκάτεχε ο Νώες να ξεχωρίσει ασερνικό και θηλυκό κούνουπα κι αλλολίγο να µε µοτσάρει. Εµένα πάντως µεγάλο καλό θα µού ΄χε καµωµένο ανε ντ΄ άφηνε να ξεβγούνε, θα τού ΄κανα και κονοστάσι.
Μόνο να τα παραιτήσω ετούτανα επειδής µε τόνα και τάλλο, κάνω αναγυρίδα και θα ν΄ αποξεχάσω να πω εκείνανα απου ήθελα να πω. Απής ετέλειωσα το ποτιστό επήγα να βάλω απου το µ-ποταµό καθάργιο νερό σ΄ ένα φλασκάκι, κι εβρέθηκα στον ν-τόπο απου, τσι παλιότερους καιρούς, η µάνα µας κι άλλες γυναίκες εκάνανε τσι µπουγάδες τωνε και θα σας το αναστορήσω απου ξαρχής.
Το χωριό µας, σαν κι ούλα τα κεφαλοχώρια ήτονε χωρισµένο σε δυο γειτονιές, στην Απάνω Κεφάλα, απου είχανε καλιά ψάξει το πράµα κι είχε νερουλάκι σε κάµποσους τόπους. Στη Κάτω Κεφάλα τό ΄χαµε απολιγιάς ούλο το καλοκαίρι κι έπρεπε να ανιµένοµε να βρέξει καλά, ν΄ ανοίξουνε οι φλέβες τση γης. Οι παλιότεροι απου µας είχανε βρωµένο νερό για πιόσιµο σε ένα γυραλάκι κι επειδής ήτονε κακοβολάδα, το σιοπατήσανε, εκάµανε µια στέρνα να το µαζώνει. Την εχτίσανε γυρού γυρού µε καλό τοίχο να µη χάνεται, την εσκεπάσανε κι όντε ν΄ εγίνηκε ο αµαξωτός επέρασε απού πάνω. Εφαίνουντονε µόνο ο όξω τοίχος τση στέρνας και στη γ-κορφή ν-του είχανε αφητή µια ν-τρύπα, να µπαίνουνε µια φορά το χρόνο, (τσι Μαρταπρίληδες), αθρώποι να τηνε καθαρίζουνε. Εκάµανε κι ένα σόχωρο σαν το αυληδάκι απου εκάθουντωνε πολλές φορές οι νοικοκεράδες.
Το νερό όµως ήτονε απολιγιάς και τόχανε µόνο για να πιούνε οι γ-αθρώποι, δεν έφτανε µουδέ για τη λάτρα του σπιθιού µουδέ να ποτίζουνε έχνη και για τούτονα εβάνανε λουκέτο στη βρύση και το ανοίγανε, µιαν ώρα ποθές κάθε απογεµατάκι, να πάρουνε νερό οι γυναίκες µε τη λαήνα για να πορέψει το κάθε σπιτικό ως την άλλη µέρα. Θυµούµαι τη λαήνα απάνω στη λαηνοθήκη µε αστοιφίδες απού κάτω να µη σπά και στο λαιµό τζη αλωνίδες, να µη µπούνε πράµα µιαρά στο νερό απου επίναµε.
Για τη λάτρα του σπιθιού εφέρνανε, µε µεγάλους ντενεκέδες, νερό απου το µ-ποταµό και για το πότισµα των εχνώς είχανε καµωµένο πηγάδι µε µια σγούρνα τσιµεντένια στο πλάι κι είχε πάντοτες εκειά ένα συγκλί µε το σκοινί ν-του για να σέρνεις το νερό.
Νερό για να κάµουνε µπουγάδα στο χωργιό οι γυναίκες δεν ήτονε ούλο το καλοκαίρι µουδέ και το ψιµοκαίρι απου αναγουζιάζουνε τα νερά. Για να µπορούνε να κάµουνε µπουγάδα, έπρεπε να ρίξει πολλά νερά.
Χαµηλά απου τη µια µπάντα και την άλλη του χωριού περνούνε δυο ποταµοί, (δίκια-άδικα ετσά τσι λέµε) απου για να πάεις είναι µισή ώρα δρόµος, πεζός γ-ή καβαλλάρης. Έχουνε ουλοχρονίς νερό ως το χωριό, αλλά παρακάτω βουλά και δεν αποσώνει το καλοκαίρι µουδέ στσι Βουκολιές.
Ο γείς αρχινά απου τα Παλιά Ρούµατα, παρά εµείς τονε λέµε Κρυγιονερίτη επειδής παρακάτω απου το Φωτακάδω έβγαινε ένα νερουλάκι απου δεν επλήσιαινε το χειµώνα µουδέ λιγόστευε το καλοκαίρι, αλλά κι εφαίνουντονε κρυγιό το καλοκαίρι και ζεστό το χειµώνα. Παλιά επερνούσανε απού ΄κεια οι Ρουµαθιανοί κι οι Φωτακαδιανοί µε τα µουλάργια ν-τωνε για να πάνε στσι Βουκολιές απού ΄χε παζάρι κάθε Σαββάτο, γ-ή και στη Χώρα. Πολλές φορές εσταµατούσανε, προσπάντως το καλοκαίρι απου γαέρνανε στο φουριοκάηµατο, για το δροσιό και να πιούνε νερό. Το νερό όµως του Ρουµαθιανού ποταµού δεν έκανε σαπουνάδα και δεν εµπορούσανε να κάµουνε µπουγάδα, ελέγανε πως είχε αλάθια πολλά.
Μπουγάδα εκάνανε στον άλλο ποταµό που κατεβαίνει απου το Σέµπρωνα. Εφορτώνανε στο χτήµα µπουγαδοτσιφίδες µε τα ανύπλητα, το ν-τέντζερη, τη σκάφη µε τη πλύστρα, άθω, λουλάκι κι ό,τι άλλο χρειγιαζούµενο. Οι µπουγαδοτσιφίδες ήτονε οι γ-ίδιες απου βάνανε τα σταφύλια στσι τρύγους κι απής ετελείωνανε τα τρυγητά τσι πλύνανε να φύγουνε οι µούστοι. Στη µ-πρώτη µπουγάδα κάθε χρονιάς εθειάζανε ένα πυροµάχι στη µ-ποταµίδα για να ζεσταίνουνε το νερό στο ν-τέντζερη, ξύλα εβρίστανε στσι ποταµίδες όσα εθέλανε. Εµάς ήτονε η χαρά µας να πάµε για να κυνηγούµε στσι ποταµούς χέλια και καβρούς.
Άµα ετελειώνανε, αντε να φορτώσουνε τσι κοφίνες µε τα βρεµένα ρούχα στο χτήµα και να γεµίσουνε τσι απλώστρες στσ΄ αυλές. Για να σιντερωθούνε, όσα εσιντερώνανε, έπρεπε να βάλουνε αναµµένα κάρβουνα στο σίντερο, να το κουνούνε πέρα -πόδες στον αέρα µε δύναµη για να αφουρλαντίσουνε τα κάρβουνα, να πυρώσει το σίντερο.
Οι πλια πολλές νοικοκυράδες εθειάζανε το σαπούνι στα σπίθια ν-τωνε και ήτονε µιαν άλλη τραβάγια. Απού το λαδοπίθαρο εµαζώνανε τη µ-πατούλα του λαδιού, το γ-κατσίγαρο. Όντε εµαζώνανε όσο θέλανε τονε βράζανε, του βάνανε σπίρτο του σαπουνιού και το ανακατώνανε συνέχεια κι όντε αρχινηζε να πήζει το κατεβάζανε και το βάνανε σε ξύλινα καλούπια δυο δαχτύλια στο πάχος. Όντε ν-ήτονε µεσοπηγµένο το κόβανε σε κοµµάθεια, τον αφήνανε να αποξεραθεί κι ήτονε οι πλάκες του σαπουνιού έτοιµες.
∆ύσκολα χρόνια προσπάντως σε µερικούς τόπους απου ο Θιος εβασάνιζε πλια πολύ τσι αθρώπους, δε γ-κατέω γιάντα. Κάθα γεις όµως αγαπά τη γης απου αναληκώθηκε, ας είναι η πλια µεγάλη αναβολάδα κι ας επέρασε βασανισµένους χρόνους. Σαν τον τόπο απου είδες το φως του Θιού, δεν είναι άλλος. Που γεννηθεί στη φυλακή, τση φυλακής θυµάται, απού ΄λεγανε οι παλιοί µας.
Εδά έχουµε νερό κάθα γείς στο κονάκι ν-του, παρά γροικώ πάλι αθιβολές πως θα κάµουνε φράµα στο Σεµπρωνιώτη ποταµό και µ΄ έπιασε ψιλή σφαή. Ανε το κάµουνε µπορεί να µην αφήκουνε νερό όη µόνο για τσι κήπους παρά µουδέ να πιει κιανείς στρατολάτης.
∆εν είναι καινούργιο, ήτονε ακουσµένο πάλι εδά και πολλούς χρόνους. Ήτονε ορχωµένοι κι αθρώποι στο Σέµπρωνιότικο λαγγό στα Σιντεριανά κι ανοίγανε µε µηχανήµατα τρύπες και στσι δυο µπάντες τση γης, σιµά στο µ-ποταµό. Μας ελέγανε πως εµετρήσανε άµα είναι καλός τόπος για να γενεί φράµα και βρέθηκε πως ήτονε καλός. Ως όξω όµως δεν εγίνηκε, το κάµανε στου Βασαρµιώτη ποταµού, παρά αφτό δεν είναι φράµα παρά σουρωτήρι και ζητούνε κι άλλους παράδες για να στουµπώσουνε τσι τρύπες, να µη βουλά το νερό. Θαρρώ πως πλια καλή είναι η δέση απούχω εγώ καµωµένη στο ποταµό, παρά το φράµα ν-τωνε.
Ο απατός µου δε γ-κατέω, δε θέλω να βγάλω τη σούρα κιανιούς, µπορεί να µη φταίει κιανείς. Οι κακογειτόνοι όµως οι µουχαµέτηδες, απου µας εδιώκσανε από την Μικρασία λένε πως όποιος δεν κλέβει το ∆ηµόσιο είναι χοίρος. Και κατέτε πόσο κακό πράµα έχουνε τσι χοίρους, απου ο µουχαµέτης των είπε να µην τρώνε χοιρινό.
Ετσά απου τό ΄φερε η κουβέντα θα κάµω κι άλλη αναγυρίδα να σασε πως µπορεί να µην άρεσε το χοιρινό στο µουχαµέτη και είπε αφού δεν το τρώω εγώ, να µη το τρώει κιανείς. ∆εν εµπόργειε κι ο Χριστός να πει να µην τρώµε µπάµιες που άµα τσι δω στο τσικάλι σκέφτοµαι να πω τση κεράς πως είµαι αρρωστάρης και δε κάνει να φάω. Άσε που ήµουνε παωµένος στη Χώρα και σ΄ ένα µεγάλο µαγαζί είδα πως άµα έπαιρνες ένα τσουβαλάκι µπάµιες, σου χαρίζανε άλλο λ΄ ένα. Απής εγάειρα έλεγα τση κεράς, γιάντα µου τσι µαγεροτσικαλίζει αφού κι εκείνοινα απου τσ΄ είχανε εθέλανε να τσι ξεφορτωθούνε. Αν ήτονε κιανένα ραέτι τση προκοπής, θα ν΄ επλέρωνες ένα τσουβαλάκι και να σου χαρίζουνε άλλο ν-ένα, όσο µικιό και νάναι;