Αθρωπονούσηδες πρώτα κι απόης σκυλονούσηδες
∆εν µπορώ να θωρώ γ-ή να γροικώ να κακολαλούνε και να µαγκλαβίζουνε τα έχνη. Πονούνε σαν κι εµάς κι εγώ λέω πως έχουνε ψυχή σαν κι εµάς. Είναι µερικοί αθρώποι απου έχουνε µέσα ν-τωνε ένα κακό θεριό απου µπορεί να µην το ξεµασκαρώσουνε και ποτές, αφού δε γράφει κιανείς στο κούτελο είντα κουβαλεί µέσα στη ψυχή ν-του. Εγώ λέω πως εκείνοινα απου κακολαλούνε τα έχνη το δειχνουνε πως κουβαλούνε τέθοιο θεριό κι άµα τωνε σερβιρίσει θα µαγκλαβίζουνε κι αθρώπους.
Σας τόχω ξαναπωµένο, όσο κι ανε πονώ τα έχνη, δε µπορώ όµως και τσι σκυλονούσηδες απου τα βάνουνε ίδιο, γ-ή και παράνω απου τσ΄ αθρώπους.
Είδα ένα ζεβγάρι απου η κοπελιά εβάστα κατιντίς στην αγκαλιά τζη και τόλεγε κοπέλι, εθάρουνα κι εγώ πως ήτονε το κοπέλι ντωνε. Όντε ν-εδώκαµε κούτελο εστράφηκα κι ήτονε ένα κουλούκι. Άλλο ζευγάρι είχε τρεις κάτες µε χρισιανικά ονόµατα, κοπέλι κιανένα. Όη επειδής δεν έµπεψε ο Θιός, επειδής το ζευγάρι δεν ήθελε.
Πλησιαίνουνε και εκείνοινα απου θωρείς να σέρνουνε ένα, δυο ακόµης και τέσσερεις σκύλους. Κάτες δε σέρνουνε ακόµης, τσείχουνε για το σπίτι, παρά µπορεί οψιµότερα να βγάλουνε χούι να τσι σέρνουνε κι αυτούς µε λουράκια. Εγροίκουνα µια γυναίκα να λέει πως είχε στο κονάκι τζη πενήντα δυό, είντα να τσι πω, να τσ΄ εκατοστίσει;
Φοβούµαι πως σε µερικά χρόνια θα νάναι πλια πολλοί εκείνοινα απου θα σέρνουνε σκύλους, απου κείνουσας απου θα σέρνουνε κοπέλια. Γ-ή ανε το θέλετε κι αλλιώς, οι κάτες κι οι σκύλοι απου είναι στα σπίθια, σιµώνει να φτάξουνε τα κοπέλια απου έχουνε οι φαµελιές.
Θάφτουνε τσι σκύλους και τσι κάτες µέσα σε δασωνάργια και σε µια τοπαρέ είδα πολλούς, να τσι πω τάφους, µπεµπελίδικα στολισµένους. Σε ένα όµως «τάφο» είδα κι είχανε βαρµένο σταυρό. Είντά ΄θελε δα να πει ο ραχµεκλής απου τον έβαλε, πως ήτονε χρισιανός ο σκύλος κι ήθελε να πάει στο παράδεισο; Ανε τονε έβριστα θα τονε ρώτουνα ανε τού ΄κανε και νήστεια, µπάρε µου κάθε Σαρακοστή και να µην τού ΄δινε κριάς. ∆ε γ-κατέω είντα να πω, είδα κι άλλους σπανούς, µα είχανε και πούκαι τρίχα. Μου φέρνει στο νου εκείνονα απου είχα θωρεµένο στη ν-τελεόραση, απου επήγανε του Πάπα να βλοήσει ένα κουλούκι κι έκαµε πέρα τη γυναίκα απου του το πήγε. Το πολλά περίσσιο, χαλά το ίσιο.
Η κάθε ράτσα των εχνώς έχει τα δικά τζη χούγια τσι δικούς τσι τρόπους να «µιλεί» τόνα µε τ΄ άλλο. «Μιλούνε» αναµετάξυ ν-τωνε και συνονογιούνται όσο χρειγιάζεται. ∆ε παραγγέλνουνε καφέ πολλά βαρύ και όη, δε µιλούνε για µόδα, δε στραφαίνουνε ποιος άλλος σκύλος, κάτης, γ-ή λιοντάρι είναι πλια πλουµιστός. Συνοννογιούνται σε εκείνανα απου η Πλάση των έχει ορίσει για χρειγιαζούµενα. Εµείς όµως θέλοµε τωνε µιλούµε ελληνικά, να καταλαβαίνουνε είντα τωνε λέµε και το κάνουνε οι γ-αθρώποι σε ούλο το κόσµο. Άµα όµως έρθει γεις σκύλος απου την Αγγλία σε Ρωµιό αφεντικό, θα πρέπει να µάθει να ακούει και στα Ελληνικά. Σκεφτείτε δα να πάει ύστερα και σε Γάλλο, φτου κι απου την αρχή να µαθαίνει τα Γαλλικά. Θέλουµε και να κατουρούνε την ώρα απου εµείς θέλοµε γ-ή µπορούµε και να κάθονται σε µιαν άκρα όσην ώρα έχοµε δουλειές γ-ή µασε κάνει κέφι.
Όντεν αλλάξανε την ώρα και την επήγανε µιαν ώρα πίσω, έλεγε ένας απου στσι έξε κάθε πρωινή έπγαινε το σκύλο ν-του για κατούρηµα (πριχού φύγει για τη δουλειά ν-του), «πως να του µάθω πως άλλαξε η γ-ώρα να πγαίνει για κατούρηµα µε την καινούργια ώρα».
Θέλοµε να τα κάµοµε να φέρνουνται ούλα µιας λοής σα νάναι µηχανάκια. Οι γ-αθρώποι απου θα ν-έρθουνε ύστερα από µας και θα κάνουνε όσα δεν είναι µπορετά ακόµης, µπορεί να θέλουνε να τωνε βάλουνε και µούρη αθρώπου, που λέει ο λόγος. Έλεγέ µου ο αναγνώστης στο χωργιό πως ο Θιός µας έει καµωµένους να του µοιάζοµε. Μπορεί κι οι επόµενοι απου µας να θέλουνε να κάµουνε τα αθρωποέχνη.
Υπάρχουνε πολλοί αθρώποι απου δουλέβγουνε απου δικού ν-τωνε πολλές ώρες για τούτανα τα ζωντανά, έχουνε καµωµένα πολλά καλά και πιο να πρωτοπείς. Αναµαζώνουνε οι γ-ίδιοι αλλά έχουνε καταφέρει να αναµαζώνουνε κι οι ∆ηµάρχοι όσα κακοµάζαλα είναι ορνικά, τα ταΐζουνε, τα γιατροπορέβουνε και τόσανα άλλα. Πόσα ζωντανά έχουνε γλυτώσει απου κακαποδόµατα γ-ή απου τσι ρόδες των αµαξιώ. Εµένα ετούτονα πολλά µ΄ αρέσει επειδής είναι αµαρτία να µένει νηστικό το ζωντανό γ-ή ορνικό να το σκοτώνουνε τ΄ αµάξια.
Στα χωργιά και στσι πολιτείες ταΐζουνε σκύλους και κάτες. Και για να πω το καλαµπουράκι, οι κάτες δεν έχουνε κιανένα ζόρε να κυνηγούνε µπλιο µ-ποντικούς. Θωρείς και περνά από ΄παε ο κάτης, απου δίπλα ο µ-ποντικός κι αν είχανε εµιλιά θα ν΄ ελέγανε σαλαµαλέκια το ένα µιαρό τ΄ αλλουνού. Μόνο κιαµιά φορά ξυπνά µέσα ν-τωνε ο παλιός κάτης και τωνε λέει: αµέτε να τσι αποζυγώνετε. Κυνηγούνε λιγάκι κι απόης βαριούνται και γαέρνουνε στο έτοιµο φαΐ απου των έχουνε ο κατονούσηδες. Γιάντα να κυνηγούνε να κουράζουνται να σπάσουνε και κιανένα ΄νύχι, γ-ή να στραµπουλίξουνε και κιανένα πόδα, αφού βρίστουνε έτοιµο το ραέτι.
Κάµουνε όµως κιαµιά φορά περίσσια πράµατα απου δεν έχουνε λεζέτι. Επήγανε στο σπίτι νιους αντρόϋνου απου είχανε αναµαζώξει ένα µισερωµένο σκυλάκι. Απής το πήρανε το γιατροπορέβανε πολύ καιρό, και το κάµανε καλά. Τό ΄χανε στο κονάκι και το βαϊλίζανε, έλα µου δα απου µιαν ήµερα είδανε κάτι σκυλονούσηδες τη γυναίκα να το σέρνει και τηνε µοτσάρανε επειδής ήτονε λέει ακούρευτο. Έγραφε κι η γυναίκα απου τό ΄ζησε πως, «άµα η γι΄ αγάπη για τα έχνη ξεπερνά την αγάπη απου πρέπει νά ΄χουµε στσι αθρώπους µε στενοχωρά».
Σ’ ένα χωργιό τση παλιάς Ελλάδας, θα το θυµάστε, απου εβρέθηκε σκοτωµένος ένας σκύλος κι ο γιατρός απου τα ψάχνει ετούτανα είπε πως τον εσκοτώσανε άλλα ζωντανά. Οι σκυλονούσηδες όµως δεν ησυχάζανε ηθέλανε να βγάλουνε αµέτι µουχαµέτι πως τονε σκότωσε άθρωπος. Έπαιζε µέρες στη ν-τελεόραση κι «εδικάζανε» την υπόθεση ατέλειωτες ώρες ούλα τα σουχλοδικεία στα πρωινάδικα. Ανακατώσανε και τη χωροφυλακή να ψάχνει ποιος άθρωπος τονε σκότωσε. Έπρεπε σώνει και καλά να σφάλλει ο γιατρός απου έβγαλε πως δεν τονε σκότωσε άθρωπος.
Να πούµε και το άλλο. Είναι πολλοί αθρώποι απου το ζωντανό απου έχουνε στο κονάκι ντωνε τωνε δίνει πολλά, τωνε οµορφαίνει τη ζωή. Είναι φορές απου τα θωρώ και µε κουζουλαίνουνε µε τσι χάρες τωνε, απου ξαγορασµό δεν έχουνε. ∆ούδουνε πλια πολλά σε αθρώπους απου ζιούνε αµοναχοί κι ανε τωνε λείπανε ετούτανα τα ζωντανά εµπόργειε να τροζαθούνε απου τη µοναξιά. Επειδής έχοµε καταστέσει το ντουνιά νάναι γεµάτος απου αµοναχούς αθρώπους να παλαίβγουνε µε τη µοναξιά ν-τωνε.
Είχα πάει προ καιρού σε ένα τέθοιο άθρωπο απου µούλεγε «Ήµουνε µοναχοκλώναρος και µοναχός απόµεινα». Είχε στο σπίτι ν-του ένα κάτη ήτονε η συντροφιά ν-του και τού ΄κανε τόσανα παιγνίδια απου τονε κουζούλαινε. Μόνο απου τούκανε και µερικές ζηµιές, αλλά αφού δεν έγνοιαζε τον ίδιο, ούλα καλά. Παπά βούι, παπά σπαρµένο.
Εδά θα πω εκείνονα απου µε στενοχωρά πλια πολύ απ΄ ούλα. Πλησιαίνουνε στο τόπο µας οι σκύλοι και οι κάτες αλλά λιγοστέβουνε τα κοπέλια. Εθώρουνα στη στράτα τρεις µαντιλοφορούσες ορτάκισες του µουχαµέτη µε δέκα κοπέλια µαζί ν-τωνε, θα ν΄ είχανε κι άλλα στο κονάκι ντωνε.
Αν ήτονε ρωµιές γ-ή ρωµιοί θα ν΄ εσέρνανε από τρεις σκύλους κάθα γείς γ-ή και κάθε µια.
Που είναι εκείνοινα οι καιροί απου τα κοπέλια εκρέµνουντωνε απου τσι γονιούς σαν τα τζαµπιά απου τα σταφύλια. Ο (σπουδαίος) δάσκαλος Βασίλης Ιγγλεζάκης έλεγε πως στα 1943 είχε (αµοναχός στην αρχή) 102 µαθητές στο δηµοτικό σκολιό τση Γλώσσας, στη Κίσσαµο. Ακόµης κι ανε πούµε πως τα 102 κοπέλια δεν ήτονε µόνο απου τη Γλώσσα, νογάτε πως µιλούµε µόνο για σκολιαροκόπελα, ψυχές στην ανατολή του ήλιου τση ζήσης τωνε. Σήµερο, πόσα χωριά θα χρειγιαστούνε για να κάµουνε ψυχοµέτρι 102; Κι ακόµης χειρότερο, άµα βρεις στα χωργιά 102 νοµαταίους, οι 70-80 είναι ξωµάχοι στη σύνταξη, απου ο ήλιος τση ζήσης τωνε γέρνει οθέν το βασίλεµα.
Εγεννιούντωνε πολλά κοπέλια και για τούτονα έφταξε ως έπαε η ράτσα µας µε τόσουσας πολέµους και τόσανα άλλα απου επάλαιψε. Γίνουνται όµως και σήµερο πολέµοι, όη µε τουφέκια αλλά στσι στράτες απου χάνουνται τόσοινα απου τσι ρόδες, προσπάντως νιοί αθρώποι. Σκοτώνοµε όµως τη ράτσα µας αµοναχοί µας µε το να γεννούνε καλά λίγα κοπέλια οι φαµελιές. Άλλο µεγάλο κακό τα κοπέλια απου αναγκαστήκανε να πάρουνε τσι στράτες τση ξενιθειάς απου το 2010. Είναι τόσονα µεγάλα ετούτανα απου σκέφτοµαι να τα ξαναπούµε µια άλλην βολά.
Έκαµα όµως µεγάλη αναγυρίδα και για να γαείρω σε κείνανα απου ελέγαµε, πως καλή η έγνοια στα έχνη, να µη ξεχνούµε και τσ΄ αθρώπους. Άκουσα ένα απου διακονούντανε να λέει πως «αν ήµουνε σκύλος θα µε αναµαζώνανε θα µε γιατροπερέβανε, θα µε βάνανε σε ένα κατάλυµα νάχω ένα γ-κεραµίδι απάνω απου τη κεφαλή µου και κάθα µέρα φαητό να µε ανειµένει». ∆εν εκάτεχα είντα να πω και εκείνηνα την ώρα.
Είναι τόσοινα πολλοί απου τωνε λείπει το ψωµί, µια γλυκιά κουβέντα γ-ή και τα δυό. Η χαρά απου θα δώσοµε σε άλλο άθρωπο µε ένα κοµµάτι ψωµί, µε µια γλυκιά εµιλιά θα γαείρει και σε µας. Έλεγε ένας µπάρµπας, (απου δεν είχε µάθει γράµµατα σε σκολιό µε δάσκαλο, παρά ό,τι κάτεχε τόχενε µαθηµένο στο σκολιό τση ζήσης): άµα παίρνεις γεµώζει η χέρα σου, άµα δούδεις γεµώζει η ψυχή σου.
Λέω και πως άµα πάεις σε ένα αµοναχό άθρωπο µια µερίδα φαΐ, θα τηνε φάει µε πλιά όρεξη απου το φαΐ του µαγέρικου, επειδής το φαΐ ετούτονα θα ν΄ έχει µέσα και την αγάπη του αθρώπου απου το πάει. Το φαΐ απου το µαγέρικο, απου τσι Εκκλησιές, γ-ή τσι ∆ηµάρχους πάει µόνο στο στοµάχι. Το φαΐ απου πάει απου δικού ντου ένας άθρωπος σε ένα άλλο, γείτονα γ-ή ξένο χορταίνει το στοµάχι, αλλά δούδει µια γλύκα και στη ψυχή, επειδής το κεσεδάκι δεν έει µόνο φαΐ παρά και νοιάξιµο και τούτονα είναι πλια καλό.
∆εν είναι όµως µόνο οι αθρώποι απου τωνε λείπεται το ψωµί. Είναι πολλοί άλλοι απούχουνε το ψωµί στο τραπέζι ν-τωνε επειδής έχουνε τη µπόρεση να το ψουνίζουνε, αλλά τωνε λείπει µια γλυκιά κουβέντα. Είναι µεγάλο πράµα για τούτουσας µια αθρωπινή κουβέντα, ένας άθρωπος απου θα κάτσει στο πλάι ν-τωνε να τωνε µιλήσει λιγάκι, να τσι γροικήσει, ό,τι κι ανε λένε. Είναι φάρµακο τση ψυχής απου, κιαµιά βολά, είναι πλια χρειγιαζούµενο απού το φάρµακο απου δούδει ο γιατρός. Άµα ανοίξουνε τη τελεόραση έχουνε το κίντυνο να τσοι αποξεκάµει, επειδής η τελεόραση τα πάει καλά στα άσκηµα µαντάτα. Μια γλυκιά όµως εµιλιά µπορεί νάναι σαν το νερό σ΄ ένα δεντρί απου πάει να ξεραθεί. Τσι καµαροχαίροµαι για τη µεγάλη ψυχή ν-τωνε αθρώπους απου το κάνουνε ετούτονα.
Να σταµατήσω έπαε επειδής θαρρώ πως εγλίστρηξε ο κοντυλοφόρος σαν το τσουρί στο χύτη και γράφει πολλά πάλι. Μια γ-κουβέντα µόνο ακόµης: κάνουνε µεγάλο καλό οι σκυλονούσηδες στα ζωντανά, αλλά σαν τσι αθρωπονούσηδες δεν υπάρχει.