Τα χέργια και τα πόδια του ανθρώπου, άμα καταγίνουνται συνέχεια αποσταίνουνται και σου μπέμπουνε βασιγέτι ως επαέ ήτονε, εδά θέλομε αναπαή.
Τα πόδια δε σε πάνε παρέκει και τα χέργια δε μπορείς να τα κουλαντρίσεις. Ο έρημος όμως νους τ΄ ανθρώπου, σαν γ-και τη γ-καρδιά, δεν έει αναπαή μουδέ αποστένεται μουδέ σταματά τον αργαλειό ν-του. Ακόμης και τη νύχτα απου κοιμούμαστε, μιας και δεν τονε σκλοποδώνουμε, πλάθει αμοναχός του τα ονείρατα, απού ΄ναι σαν να διαρμίζει όσα τον έχουμε φορτωμένο.
Το αίτιο για να στέσει ο νους μου τον αργαλειό ν-του, ήτονε κατιντίς απου είδα στη ν-τελεόραση του γκουβέρνου και μ΄ άρεσε αφού είπα πως, άμα βάνει τέθοια έργα, χαλάλι να τσι πλερώνω (όπως κι ούλοι) σαν και να τσι είχα στη δούλεψή μου. Εβάστηξε πολλήν ώρα παρά για να μη σασε ξαργώ τα λέω σε μερικές αράδες. Αρχίνιξε για τσι λιόπρωτους αθρώπους απου εζιούσανε σε σπήλιους με μια μ-προβειά στη ράχη και να μην μπορούνε να παλαίψουνε τσι καιρούς και τα θεργιά. Κακοπορεμένα επερνούσανε τσι χρόνους τωνε αλλά σιγά σιγά ο άθρωπος εκατάφερε πράματα απου ανε ν-τάλεγε κιανείς του Αδάμ και τση Εύας, θα του λέγανε πως είναι τροζός.
Ξαρχής τάκανε ούλα με τα χέργια ν-του ώσπου εσκέφτηκε να κάμει εργαλεία, πέτρινα στην αρχή, εκαμάτεψε και έχνη απού τάβαλε στη δούλεψή ν-του. Αγάλι αγάλι έθειαζε κι άλλα πράματα και σήμερο έχει καμωμένα τόσωνα λογιώ μηχανήματα απου τα βάνει να κάνουνε ό,τι θέλει. Να μου το θυμηθείτε, σε λιγάκι θα του σιάζουνε και καφέ.
Απής όμως επέτυχε να διαφεντέβγει απάνω στη γης, αρχίνηξε να γίνεται ο μεγαλύτερος οχτρός για τα άλλα ζωντανά και να κάνει άσκημα πράματα στη μάνα γης.
Εξέκαμε πολλές ράτσες απου τα ζωντανά τση Πλάσης και άλλες σιμώνει να τσι ξεκάμει. Τόσονα κακό έκαμε απου τον έπιασε σφαή και κόψιμο κι εδά λέει να τ΄ αφήκει να πλησιάνουνε. Απής τη γ-καταστροφή το σκέφτηκε κι ήβρηκε πως είναι χρηγειαζούμενα και λέει να μη χαθούνε μπίτις. Είντα να πεις, καλιά αργά παρά ποτές, ακόμης κι ανε το κάνει σα γ-και τη χήρα, απου εδάκρυσε για όνομης του μακαρίτη, απής τον αποκλάψανε ούλοι, όπως σας έχω ξαναπωμένο. Η Πλάση όμως κλαίει στ΄ αλήθεια άμα καταλυούνται όσα έχει καμωμένα απού τα σπλάχνα και τ΄ αργαστήρι τζη. Δε τάθειαξε απου τη μια μέρα στην άλλη. Έχει απομονή το πάει σιγανά αλλά ότι θειάζει έχει λεζέτι απάνω ν-του. Ούλοι θωρούμε πόσο λογιώ ζωντανά, πόσο λογιώ δεντρά, πετούμενα, λούλουδα κι είντα δεν έχει καμωμένο. Τα στόλισε και τάβαλε σε μια σειρά, ούλα δρομολοημένα μιλιούνια χρόνους πριχού πάρει την απάνω χέρα ο άθρωπος.
Αλλά ο άθρωπος δε φέρνεται καλύτερα και στη μάνα γης. Αντίς να τηνε μπεγεντίζει για ό,τι έχει καμωμένο, αντίς να χαίρεται τσι ομορφιές τση, να δει πως ό,τι έει και δεν έει τση το χρωστεί, θέλει να κάμει τη γης να πγαίνει με τα κέφια ν-του.
Αρχίνηξε να τηνε ζορίζει να του δώσει περισσότερα από όσα κατέει, εδά και μιλιούνια χρόνους, να δούδει. Κάνει εκείνονα απου κάνουνε και σε αθρώπους απου κανουνε αγώνες. Τσι ποτίζουνε και τσι ταΐζουνε χίλια δυο πράματα απου τα θειάζουνε σε εργοστάσια, για να γλακούνε όλο και πλια γλήγορα, να παίζουνε πλια μεγάλους σάλτους, να γίνουνται πλια δυναμάρηδες και μείς να τωνε παίζομε κούρταλα.
Ταΐζει τη γης χιλιάδες τόνους λιπάσματα για να τηνε κάμει να δίνει πολλά περισσότερα γεννήματα απ΄ όσα δούδει. Τση ρίχνει πολλώ λογιώ φαρμάκια με τα ψεκαστά, δίχως μέτρος και κάνει όποια άλλη βρωμιά μπορεί κι ας καταλυεί τσι ομορφιές τση, τα λούλουδα, τσι μέλισσες και τόσανα άλλα ζωντανά. Δε σκέφτεται πως είναι σα να κάνει ετούτανα στη μάνα ν-του.
Η μάνα απου βάστηξε το γ-κάθε ένα στη κοιλιά τζη εννιά μήνες, αντέχει ό,τι και να τση κάμει. Ακόμης κι ανε τηνε ποτίζει φαρμάκια, εκείνη του δούδει την αγάπη τση μάνας.
Τη μάνα γης ο άθρωπος τηνε φαρμακώνει με τσι χιλιάδες τόνους τα λιπάσματα και τα φαρμάκια απου τση ρίχνει με τα ψεκαστά. Τα ρίχνει σε ήμερα δεντρά απου του δίνουνε γεννήματα, σε σπαρτά, κηπικά, αμπέλια, κι ότι άλλο φυτέβγει. Τα φαρμάκια τα παίρνουνε οι ρίζες τωνε, τα βάνουνε στα γεννήματα κι από ΄κεια γαέρνουνε στον άθρωπο. Η γης δε μπορεί να κάμει αλλιώς, θέλει χρόνους να τα διαλύσει αλλά ο άθρωπος δε σταματά να φαρμακώνει.
Τέθοια γεννήματα δεν έχουνε μουδέ νοστιμιά. Η γης όντε δίνει εκείνανα απου μπορεί να δώσει τωνε βάνει νοστιμιά και δύναμη. Άμα τηνε ζορίζομε, θα δώσει περισσότερα, αλλά δε θα τά ΄χει θειάξει όπως θέλει κι είναι νερομπούρμπουλα. Θωρείς το μήλο όμορφο στο χρώμα και το μπεγεντίζεις επειδής έεις στο νου σου τη νοστιμιά απου κάτεχες. Σου τρέχουνε τα σάλια όντε το θωρείς, αλλά άμα το φάεις είναι σαν να τρώεις άψητη πατάτα κι απου πάνω με φαρμάκια και λιπάσματα. Και το χειρότερο είναι πως απου τούτανα τρώνε και τα μιτσά κοπέλια.
Όξω απου τα παραπάνω, τέθοια γεννήματα δεν έχουνε δύναμη μέσα ν-τωνε. Για να πάρεις ό,τι έπαιρνες παλιά από ένα μόνο πορτακάλι, πρέπει να φάεις εδά πέντε.
Άμα πάμε να αγοράσομε βλίτα και τα φύλλα έχουνε τρυπαλάκια απου κιαμιά κάμπια, δεν τα παίρνομε, φοβούμαστονε μη μασε κάτσουνε στο κακοπλύτη. Αντίς να τα πάρουμε με τη μια, αφού για να το φάει η κάμπια έχουνε λιγότερα ψεκάσματα, ψουνίζομε άλλα απου το φύλλο ν-τωνε θα νάναι απείραχτο επειδής είναι χιλιοψεκασμένο κι ανε πήγε κιαμιά κάμπια να φάει, εψόφησε. Και το φρύο άμα δούμε φαωμένο απου κιαμιά κάμπια το φύλλο ν-του, αντίς να καταλάβομε πως είναι καλύτερο, το αναγυρίζομε.
Τα φρύα απου κατέχαμε και μεγαλώσαμε με κείνανα, ήτονε αλαφρά και το φύλλα ν-τωνε εξεχωρίζανε. Εθειάξανε οι Φράγκοι κάτι άλλα απου βαροκαμπανούνε στα δράμια κι εδά βρίστεις μόνο από τούτανα. Μα κι ούλα τα άλλα απου γινούντανε με δικά μας σπορισήματα, έχουνε χαθεί και παίρνουμε ότι σπορισήματα μασε πουλήσουνε οι Φράγκοι.
Και τα πωρικά τα ψεκάζουνε συνέχεια για να μη γ-κάμουνε κιαμιά μαυρίλα επειδής άμα τη δούμε τωνε γαέρνουμε τη μ-πλάτη. Θέλουμε νάναι μεγάλα και νάχουνε χρώματα απου να χτυπούνε στο αμάτι.
Έχουνε ντρακάρει να βάφουνε και να γυαλίζουνε τα πορτακάλια κι όσα άλλα πωρικά μπορούνε. Με τη φόρα απου έχουνε παρμένη φοβούμαι πως θα βάφουνε τα κερεβίζια, τα βλίτα κι όσα άλλα έχουνε πράσινο φύλλο. Είντα θα ντι κουτελώσει αφού μασε πουλούνε και ξασπρισμένη σοκολάτα και γλυκά με μπογιάδες.
Είμαστωνε φταίχτες κι εμείς απου ψουνίζουμε ό,τι βρούμε μπροστά μας. Γιάντα να φάμε ντομάτες, αγγούργια και φασόλια το χειμώνα, γή ότι άλλο δεν είναι του καιρού ν-του. Οι παλιοί μας απου δεν ετρώγανε μια χαρά ήτονε, είχανε και λιγότερες αρώσειες. Δεν έχουμε ακουσμένα είντα γίνεται μέσα στα θερμοκήπια ;;
Απου τα φαρμάκια τση γης παίρνουνε και τα νερά και τα αποσώνουνε στο γιαλό κι αρχινίζει ένας άλλος κύκλος απού ως όξω γαέρνουνε πάλι στο πιάτο μας με ότι φαώσιμο πάρομε απου τη θάλασσα. Επειδής οι θάλασσες, (όπως τα δεντρά με το καρπό), μασε γαέρνουνε τσι βρομιές απου τωνε ρίχνομε, με τα θαλασσινά.
Δεν έχουνε τελειωμό οι τρόποι απου πληγιάζει τη γης ο άθρωπος, απου χαλά τον αέρα τση αναπνιάς του και τα νερά, εγώ είπα μόνο μερικούς. Δε δείχνει όμως να το λογιάζει κιόλας, ως εδά μπάρε μου. Ο ζόρες του είναι να θειάζει όλο και χειρότερες μπόμπες. Δε μένει παρά να τσι ρίξει ο γείς στη γ-κεφαλή τ΄ αλλού, να ξεχαμπετώσει ο ντουνιάς.
Ετσά απου δε χορταίνει με πράμα ο αθρωπος καταστρέφει τα δεντρά και τα δασωνάργια μιτσά και μεγάλα, απου είναι ξόμπλια, να τα θωρείς να χαίρεσαι. Εμείς όμως άμα θέλομε κατοικιές σπίθια, γή θα τα κάψουμε κι απόης θα τα κάμουμε καπατουμά γή θα τα κάμομε ξαρχής καπατουμά με ψευτόχαρτα πως ήτονε του λάλο μας απου τα γέργιζε γή τάχε χειμαδιό κι ας μην είχε όη μόνο έχνη μουδέ σκλαβέρι.
Ετούτανα όμως τα πράματα τα πλερώνει πολλώ λογιώ ο άθρωπος και το χειρότερο, με την υγειά ν-του. Έρχουνται πολλές αρρώσιες και προσπάντως ο καρκίνος έχει θεριέψει στσι καιρούς μας. Έλεγε ένας γιατρός πως στσι εκατό αθρώπους, οι εικοσπέντε θα περάσουνε ετούτηνα την παλιοαρώσεια και είναι φοβιστικό να το γροικάς.
Και το θυμάστε πως παλιότερα ετούτηνα η αρρώσια, όποιο έπχιανε τον εσκότωνε. Εδά, όπως μούπε (και ευτυχώς δηλαδή), γειαίνουνε απάνω απου 70 στσι εκατό και σε πολλούς άλλους τηνε κουλαντρίζουνε οι γιατροί και δεν τσι σκοτώνει. Μούλεγε πως γειαίνουνε τόσοινα πολλοί, επειδής τηνε βρίστουνε στο αρχίνημά τζη, κι ετσά μπορούνε οι γιατροί να τηνε ξεκάμουνε. Λιγότεροι είναι απου χάνουνε τη ζωή ν-τωνε. Σκεφτείτε να μην εγειαίνανε τόσονα πολλοί. Θα ν-εθέριζε τσι αθρώπους όπως εθέριζε η πανούκλα, εδά κι εφτακόσιους, απάνω κάτω, χρόνους.
Πρέπει να αλλάξουνε πολλά πράματα, όπως εσταματήσανε οι ψεκασμοί με τ΄ αερόπλανα κι έχουνε απαγορέψει μερικά πολύ δυνατά φάρμακα τω ψεκασμάτω. Να μου το θυμηθείτε θα ν΄ απαγορέψουνε πολλά ακόμης. Δεν υπάρχει άλλο τράτος μπλιό. Θα γενεί ότι εγίνηκε και με το τζιγάρο. Οι γ-Άμερκάνοι είδανε πως όσα και να βγάνουνε απου ούλο το γ-καπνό, πλια πολλά πλερώνουνε σε γιατροπορέματα, φάρμακα και συντάξεις, για αθρώπους που αρρωσταίνουνε γή κι αποθαίνουνε με αίτιο το γ-καπνό Για τούτονα κι όη επειδής τσί ΄πιασε πόνος για τσι αθρώπους, κάνουνε πόλεμο του καπνού.
Για τα λιπαίνουμε της γης θα πρέπει να βρούμε κι άλλους τρόπους να λιπαίνομε κι όη να βάνομε ετόσανα λιπάσματα.
Να κοπρίζομε περισσότερο και να μην ψάχνομε μόνο κοπρά απού βουτσιές και βερβελίθρες, άσε που δεν υπάρχουμε χοντρά έχνη μπλιο. Κάνω μια μιτσή αναγυρίδα, να σάσε πω είντά ΄λεγε ένας καλαμπουρτζής απου παλιά ήτονε και τζαμπάζης, πως τα μόνα χοντρά έχνη απου θα ν΄ απομείνουνε θα νάναι οι γ-αθρώποι.
Μπορούμε να κάνομε κοπρά κι απού άλλα πράματα. Από πωρικά απου χαλάσανε ακόμης και με τα φλούδια απου τσι πατάτες, μπορούμε να κοπρίζομε τη γης. Δε μπορώ να θωρώ στο χωργιό να τα πετούνε στα σκουπίδια κι αντίς να τα κάνουνε κοπρά απου δούδει δύναμη στη γης, τα βάνομε στα σκουπίδια και να βρωμέζουνε τσι τόπους απου τα πετούνε. Κούκλωσέ τα στη ρίζα μιας ελιάς, ρίξε ντα στο κήπο σου όντε φρεζάρεις κι η μάνα γης θα τα κάμει λίπασμα. Μόνο μερικοί, καλά λίγοι ακόμης, ανοίγουνε λάκκους τα ρίχνουνε μέσα και τα ανακατέβουνε με χώμα, απου κατασταίνετε να γενεί η καλύτερη κοπρά. Ψεκάζουνε και τα χόρτα τση γης, αντίς να τα κόψουνε γή να τα φρεζάρουνε, απου θα γενούνε και λίπασμα. Ήμουνε παωμένος στη Χώρα κι είδα απου ένα μαγαζί απου θειάζει γλυκά να πετούνε με τα τσουβάλια αυγόφλουδα στα σκουπίδια. Α δεν εντρέπουμνε θα των έλεγα να τα πάρω. Αυτά άμα τα θρουλήσεις και τα κουκλώσεις στο χώμα, σε καμπόσους μήνες θα νάναι πρώτο λίπασμα. Αλλά κι ετσά να τα πετάξεις σ΄ ένα σόχωρο, η γης κατέει είντα να κάμει. Θα τα καταστέσει λίπασμα να ταΐσει τα δεντρά για να κάμουνε γεννήματα σαν του παλιού καιρού.
Είναι πολλοί απου πετούνε στα χωράφια τα μπουκάλια του νερού γή τσι άδειες σακούλες κι όσα μπορούνε να γεννούνε κοπρά, τα βάνουνε στα σκουπίδια. Έχουνε βαρμένους στα κεφαλοχώρια και στη Χώρα εκείνουσας απου λένε μπλάβους κάδους και βάνεις μέσα σιντερικά, γυάλινα και πολλά άλλα πράματα για να πάνε στα εργοστάσια να τα ξανακάμουνε ότι ήτανε κι όη να μείνουνε χιλιάδες χρόνους στα σκουπίδια. Έχω θαρρεμένα όμως πολλές φορές να πετούνε στα σκουπίδια γυαλικά γή σιντερικά και νάναι δίπλα ο μπλάβος κάδος. Είντα να πεις, δε τόχομε καταλαβωμένο ακόμης πόσο σοβαρό είναι.
Με τούτανα αναθίβαλα κατιντίς απου είχα διαβασμένο με τα κολλυβογράμματα απου ξελάρμισα στο σκολιό, πως η γης είναι δεντρό κι ο άθρωπος τα φύλλα ν-του, απου τα αλλάζει ταχτικά. Μην τα κάνομε χειρότερα τα πράμματα, μην κάνομε το δεντρό να μασε τινάζει απου πάνω ντου γληγορότερα.
*O ΚάτωΚεφαλιανός