Προ ημερών, μετά από πολλούς μήνες, συνάντησα έναν παλιό συμφοιτητή και φίλο. Η συζήτησή μας, όπως ήταν φυσικό, περιστράφηκε σε όλα όσα γίνονται τον τελευταίο καιρό τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Και κοινός παρανομαστής όλων όσα αναφέρθηκαν και από τους δυο συνομιλητές ήταν το ότι τα πάντα σε μια, μικρή ή μεγάλη, κοινωνία ξεκινούν από το τι αγωγή και τι αρχές δίνει κάθε οικογένεια στα παιδιά.
Τα παιδιά είναι τα πρωτόφαντα λουλούδια της κοινωνίας. Και για να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν, θέλουν να τα φροντίζουμε με όλη μας την αγάπη, να τα προσέχουμε και από τον ήλιο και από το ψύχος και, κυρίως, να τα προφυλάγουμε, σαν κόρες οφθαλμών, από τα παντού ελλοχεύοντα παράσιτα και από τα ζιζάνια που πάντα καιροφυλακτούν.
Τα παιδιά, για να ενταχτούν αρμονικά στην κοινωνία, δε θέλουν ζωή γεμάτη αυστηρά «μην» και αντιδραστικά «πρέπει». Έχουν ανάγκη να τους δίνουν για όσα η υγιής κοινωνική συνύπαρξη «επιβάλλει» το καλό παράδειγμα έμπρακτα οι ίδιοι μεγαλύτεροι.
Τα παιδιά, για να προκόψουν ως μέλη της κοινωνίας και να βρουν ό,τι θα τους ολοκληρώσει ως άτομα, χρειάζονται την αρωγή και την κατανόηση όλων μας. Χρειάζονται τα «αφτιά και την ψυχή» των γονιών και των δασκάλων τους όχι ως ανυπέρβλητα εμπόδια, αλλά ως συμβοηθούς στην καθημερινή ζωή και τις εντός ή εκτός «προγράμματος» δυσκολίες της.
Οι οικογένειες ας βοηθούν τα παιδιά να γνωρίσουν τα ίδια, μέσα από όσα ζουν καθημερινά, την ψυχή τους, τις δυνάμεις και τις δυνατότητές τους. Εάν τυχόν διαφωνούν οι γονείς με τις επηρεασμένες από το νεανικό αυθορμητισμό και την φλόγα για ανεξαρτησία επιλογές των παιδιών τους, ας μην προσπαθούν με τη βία να τους επιβάλλουν ό,τι αυτοί θέλουν, αλλά με λεύτερο διάλογο και σοφία βγαλμένη από την πείρα τους ας τους προβάλλουν τη γνώμη τους και ας αφήνουν τα παιδιά κατόπιν να διαλέξουν και ας θυμούνται, τέλος, πάντα ότι τα παιδιά δεν είναι ποτέ κλώνοι των γονιών, μα αυτόνομες προσωπικότητες…
Τις επόμενες της συνάντησης ημέρες, λοιπόν, ενώ ξανασκεφτόμουν όσα ειπώθηκαν, εντελώς τυχαία σε μιαν περιήγηση στο Διαδίκτυο βρήκα ότι στα 1809, ο μεγάλος Ευρωπαίος παιδαγωγός Ιωάννης – Ερρίκος Πεσταλότσι (12 Γενάρη 1746 – 17 Φλεβάρη 1827), απευθυνόμενος στους μαθητές του, έγραφε ανάμεσα στα άλλα: «Δεν αισθανόμαστε καμιά δυσαρέσκεια για τις προδιαθέσεις σας και τις έμφυτες τάσεις σας, δε θα χρησιμοποιήσουμε καμιά βία, δε θα τις απαγορεύσουμε, αντίθετα, θέλουμε να εμφανιστούν. Δε σκεπτόμαστε να κάνουμε από σας ανθρώπους τέτοιους, όπως είμαστε εμείς, τέτοιους όπως είναι οι περισσότεροι από τους σύγχρονούς μας! Με τις φροντίδες μας πρέπει να γίνετε άνθρωποι, όπως θέλει «η φύση σας», άνθρωποι, όπως απαιτεί η θεία και ιερή πνοή, που υπάρχει μέσα στη φύση σας. Η προσπάθειά μου σκοπεύει να ανυψώσει την ανθρώπινη φύση σε ό,τι υψηλότερο και ευγενέστερο υπάρχει: να την ανυψώσει με την αγάπη. Μέσα σ’ αυτή την ιερή δύναμη, την αγάπη, βρίσκω το όργανο της απελευθερώσεως στον άνθρωπο κάθε θεϊκού και αιώνιου στοιχείου, που υπάρχει μέσα του».
Και το ίδιο βράδυ, πέφτοντας για ύπνο, ξαναθυμήθηκα και ότι ο γνωστός φιλόσοφος της κλασικής Αθήνας Πλάτωνας, στο διάλογό του «Θεαίτητος», εμφανίζει το δάσκαλό του, το Σωκράτη, να λέει, μεταξύ άλλων, τούτα τα λόγια, που πρέπει να έχουν πάντα υπόψη τους όσοι θέλουν να δώσουν την πιο σωστή, την αρμόζουσα σε υγιώς σκεπτόμενα και δρώντα μέλη ενός οργανωμένου κοινωνικού συνόλου, αγωγή στα παιδιά τους (Μτφρ. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος. 1980. Πλάτωνος Θεαίτητος. Εισαγωγή, αρχαίο και νέο ελληνικό κείμενο. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας): «Ούτε να χαθούν τα κακά είναι δυνατόν, Θεόδωρε, γιατί είναι ανάγκη να υπάρχη κάτι αντίθετο στο καλό, ούτε πάλι γίνεται να έχουν τον τόπο τους στους θεούς, αλλά περιτριγυρίζουν κατ’ ανάγκη τη θνητή φύση κι αυτόν εδώ τον τόπο. Γι’ αυτό και πρέπει να προσπαθή κανείς να φεύγη απ’ εδώ, όσο μπορεί πιο γρήγορα, προς τα εκεί. Και η φυγή αυτή σημαίνει ομοίωση με το θεό, όσο τούτο γίνεται. Ομοίωση πάλι θα ειπή, να γίνης δίκαιος και όσιος με φρόνηση και με γνώση. Όμως δεν είναι εύκολο, καλέ μου, να πείσης τον άλλον πως δεν πρέπει για την αιτία που νομίζουν οι πολλοί ν’ αποφεύγη την κακία και να επιδιώκη την αρετή. Αυτοί λένε πως πρέπει κανείς το ένα να το κάνη και το άλλο να το αποφεύγη, για να μην τον έχη ο κόσμος για κακόν αλλά για καλόν άνθρωπο. Αυτά για μένα είναι, όπως λέει ο λόγος, φλυαρία για γραΐδια. Αντίθετα η αλήθεια είναι αυτή εδώ: ο θεός δεν είναι με κανένα τρόπο άδικος, αλλά τόσο δίκαιος όσο γίνεται, και τίποτα δεν είναι πιο όμοιο μ’ αυτόν παρά όποιος από μας γίνει όσο μπορεί πιο δίκαιος. Εδώ έγκειται το αληθινό μεγαλείο του ανθρώπου, αλλά και η μηδαμινότητα και η ανανδρία του. Η γνώση αυτού του πράγματος είναι σοφία και αρετή αληθινή, η άγνοιά του πάλι αμάθεια και κακία ολοφάνερη».
*Στους γονείς μου, Ηρακλή και Σωτηρία Ορφανού