Στο παρελθόν έχουν γραφτεί αρκετά για το χρονικό της διαφυγής του βασιλιά Γεωργίου Β’ µε τον πρωθυπουργό Τσουδερό και τις συνοδείες τους, κατά την πτώση των Γερµανών αλεξιπτωτιστών στην περιοχή όπου διέµεναν, τον Μάη του 1941.
Λεπτοµερής περιγραφή της διαδροµής και των γεγονότων καταγράφεται στο ηµερολόγιο του Ε. Τσουδερού. Πέρα όµως από τις επίσηµες καταγραφές, τα παραλειπόµενα από αυτές έχουν χαραχθεί στη µνήµη ενός υπερήλικα Θερισιανού στον οποίο έλαχε τις ιστορικές εκείνες ώρες να είναι ο προσωπικός αγωγιάτης του βασιλιά Γεωργίου.
Τον συνάντησα στο Θέρισο το έτος 2001 και παραθέτω στη συνέχεια την ενδιαφέρουσα συνοµιλία µας και ας θεωρηθεί τιµή για τη µνήµη του.
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια και ευθύτητα του δεν του αφήνουν περιθώρια ούτε να προσθέσει αλλά ούτε και να παραλείψει τίποτα από τα πραγµατικά γεγονότα και µάλιστα θυµώνει, και δικαιολογηµένα, αν θελήσεις κάποια στιγµή να αµφισβητήσεις κάποιο σηµείο από την αφήγησή του ή να αναφέρεις ότι κάπου έχει γραφτεί διαφορετικά.
“Ετσα που σου τα λέω είναι και τ άλλα είναι παραµύθια και ψώµατα” σε αντικρούει.
Μεσηµέρι της 20ης Μαΐου τους ειδοποίησαν να ετοιµάσουν τέσσερα ζώα και αργά το βράδυ ο Βασιλιάς µε την συνοδεία του έφθασαν στο ιστορικό χωριό όπου ο Γεώργιος και ο πρίγκιπας Πέτρος έµειναν στο σπίτι του Προέδρου της Κοινότητας, άλλοι επίσηµοι, µεταξύ των οποίων και ο Πρωθυπουργός, στο κρεβάτι των χωροφυλάκων του σταθµού και οι άλλοι αλλού.
Ξηµερώµατα της άλλης ηµέρας οι θερισανοί αγωγιάτες παρέλαβαν τους“υψηλούς” φυγάδες και ο Ηλίας, ίσως σαν ο πιο λεβέντης, διαλέχτηκε για να “φορτώσει” τον βασιλιά, φθάνοντας στις Αλιάκες, διηγείται ο Ηλίας, σταµάτησαν για το πρωινό που πρόσφεραν οι βοσκοί της περιοχής και που ήταν τυρί και βραστό κατσικίσιο κρέας.
Εκεί ο Τσουδερός έδωσε από ένα πεντακοσάρικο της εποχής σε καθένα από τους εικοσιπέντε χωροφύλακες και την εντολή να αποχωρήσουν από τη συνοδεία µαζί µε άσχετους άλλους, όπως απελευθερωθέντες κρατούµενοι των φυλακών και άλλοι. Εκεί ο Ηλίας άκουσε τον καπετάν Βολάνη, που είχε και την ευθύνη της συνοδείας από τοπικής πλευράς, να λέει στον Γεώργιο: “Αν ως το µεσηµέρι δεν φανεί η Αγγλική αεροπορία βάλαµε το γερµανικό φέσι..” Ίσως υπονοούσε ότι θα κινδυνέψουν να συλληφθούν. Στην ερώτησή µου πόσο πληρώθηκε για το… υψηλό αγώι µε βεβαίωσε πως λεφτά δεν ζήτησε.
Μετά µια δύσκολη ανηφορική πορεία έφθασαν βράδυ πλέον στο Μιτάτο του Λεβεντάκη στη Λουτσόκουρτα. Εκεί πάλι οι φιλόξενοι βοσκοί µαγείρεψαν στα γρήγορα δυο πρόβατα και δείπνησαν µε βραστό κρέας και γιαούρτι µαδαρίτικο. Ψωµί δεν είχανε και ο καλοµαθηµένος Γεώργιος, νοµίζοντας φαίνεται ότι οδεύει για κάποια από τις συνηθισµένες επιθεωρήσεις ρωτά τον Βολάνη, που για κάµποση ώρα είχε χάσει από κοντά του: “Ψωµί δεν είναι;” και στην αρνητική απάντηση η αντίδραση του βασιλιά ήτανε προσβλητική: “Νοµίζω πως δεν ξέρεις παρά να τρως”, και ο Βολάνης πικραµένος είπε: “Τούτονα µου βγαίνει κι από πάνω.”
Επίσης στη Λουτσόκουρτα, όπως λέει ο Ηλίας, αποµείνανε και οι Εγγλέζοι της συνοδείας, (πρέπει να ήταν Νεοζηλανδοί) αλλά αυτό έχει σηµασία για µια άλλη ιστορία για την οποία θα κάµω λόγο στο τέλος.
Στη διάρκεια της πεζοπορίας ο Ηλίας παρατήρησε πως ο βασιλιάς κρατούσε πάντα ένα βαλιτσάκι µαύρο και του µπήκε η ιδέα πως είχε παράδες ή κάτι άλλο πολύτιµο και, κάποια στιγµή µάλιστα όπως έσερνε το ζώο του Γεωργίου του λέει µε όλη την ειλικρίνεια της Μαδάρας:
“Εµπήκενέ µου η ιδέα πως εκιάχενε παράδες και του λέω: Αν ήξερα Μεγαλειώτατε πως έχεις παράδες, εκειά θα το παιρνα να ξαλαφρώσεις!”.
Μετά από αυτό φαίνεται πως τον εσυµπάθησε ο Βασιλιάς και µετά από λίγο του λέει να κάτσει για λίγο, και άνοιξε δήθεν µε αφέλεια το βαλιτσάκι να πάρει κάποιο αντικείµενο και τσιγάρο αλλά στην ουσία για να δει ο Ηλίας πως εκεί δεν υπήρχανε παράδες, και έτσι να ησυχάσει κι αυτός (ο Γεώργιος) από την έγνοια της αρπαγής του βαλιτσακιού, πράγµα βέβαια που δεν σκόπευε κατά βάθος ο Ηλίας να κάµει.
Τη συµπάθειά του αυτή άλλωστε εξεδήλωσε ο Γεώργιος και στη Σαµαριά όταν κάθισαν για φαγητό και ο Ηλίας αποµακρύνθηκε και κάποιος τον φώναξε ότι τον θέλει ο Βασιλιάς.
Είντα θέλεις µεγαλειώτατε απαντά αυτός. Κάτσε εδώ να φάµε ήταν η πρόσκληση του Βασιλιά.
Όσο για την ιστορία που είχα ακούσει παλαιά ότι ο τσαγκάρης του Θερίσου είχε ράψει το άρβυλο του βασιλιά που ’χε ξεπατωθεί ο Ηλίας διευκρινίζει: «Εφόριενε κάτι κόκκινα σκαρπίνια περίεργα σαν άρβυλα µε τρεις σειρές µπροκαδούρα.
Και για να συνεχίσουµε στη Λουτσοκουρτα ο Βασιλιάς χώθηκε στη “σακούλα” του Ιγγλέζου συνταγµατάρχη για ύπνο (το σλιπιγκµπακ του Μπλαντ) και οι άλλοι τυλιχτήκανε στις χλαίνες γιατί ήτανε κοντά το χιόνι ακόµη και το κρύο δυνατό.
Το πρωινό ήταν το ζεσταµένο κρεατοζούµι της προηγούµενης µέσα σε “κύπελλα” από κονσερβοκούτι.
Όταν ήτανε να αρχίσει πάλι η πεζοπορία ο Ηλίας ενηµέρωσε τον Βασιλιά πως από εκεί και πέρα δεν είναι τόπος για “καβαλαρία” και ο Γεώργιος δυσανασχέτησε πολύ ερωτώντας τον αν είναι τουλάχιστο πιο πέρα κατήφορος (για Σαµαριά).
– ∆εν κατέω του απάντησε. ∆εν το κάτεχα πως θα περάσεις από παε να σου κάµω αµαξητό δρόµο.
Ο Τσουδερός βάδιζε µε το ζόρι. Μετά από ώρα στο Μιτάτο του ο γέρω Βίγλης έσφαξε δύο αρνιά και τα φτιάξε µε το ρύζι για να φάνε οι πεζοπόροι όλοι. Όσοι επρόκειτο να αναχωρήσουν για την Αίγυπτο είχαν την αγωνία τι θα γίνει στην Αγιά Ρουµέλη και ο Βασιλιάς πρότεινε στον Ηλία να τον πάρουν µαζί.
– Μα µεγαλειότατε ήµαστονε πέντε αδερφοί και οι τρεις είναι στρατιώτες και έχω και απάντρευτες αδερφές, ίντα γυρεύω εγώ στην Αίγυπτο.
Έτσι όταν τελείωσε η αποστολή του ο Ηλίας πήρε τον τραχύ δρόµο της επιστροφής και µέσω Λάκκων έφταξε στο χωριό του αργά τη νύχτα.